Έτσι λεγόταν σε μερικές περιοχές της Κύπρου το ειδικό μυροδοχείο για «ράντισμα», η μερρέχα. Η λέξη προέρχεται από την αρχαία ελληνική κανίον (το), που σήμαινε περιρραντήριον. Πρβλ. και το λαϊκό:
...ροδόστεμμαν τά βκάλλουσιν,
στά καντριά τά βάλλουσιν...