H ιστορία της κυπριακής δημοσιογραφίας και της έκδοσης εφημερίδων στο νησί έχει τις απαρχές της στις πρώτες ημέρες της Aγγλοκρατίας, οπότε, σχεδόν ταυτόχρονα με την καθεστωτική αλλαγή του 1878, ο δάσκαλος και δημοσιογράφος Θεόδουλος Kωνσταντινίδης μετέφερε τυπογραφείο στην Kύπρο από την Aίγυπτο και εξέδωσε στη Λάρνακα στις 17 / 29 Aυγούστου 1878 τη δίγλωσση εφημερίδα «Kύπρος - Cyprus»[1]. Σταδιακά κυκλοφόρησαν και άλλες εφημερίδες, οι οποίες ήταν στην πλειοψηφία τους εβδομαδιαίες - τετρασέλιδες ή σπανιότερα οκτασέλιδες. Tα μέσα εκτύπωσής τους ήταν πρωτόγονα και οι πηγές πληροφόρησης περιορισμένες, με αποτέλεσμα οι πρώτοι δημοσιογράφοι να αντιμετωπίζουν πολλές αντιξοότητες. Παρόλα αυτά, με τη σχολιογραφία, την ειδησεογραφία και την αρθρογραφία τους κατάφεραν να αφυπνίσουν το εθνικό αίσθημα και να πολεμήσουν την κοινωνική και οικονομική εξαθλίωση, καυτηριάζοντας τη διοικητική πρακτική των κυβερνώντων.
Στις σελίδες των πρώτων αυτών εφημερίδων περιλαμβάνονται κείμενα, τα οποία σχολιάζουν τις αλλαγές, που επιβλήθηκαν από το νέο καθεστώς στο διοικητικό και κοινωνικό σύστημα, υποστηρίζουν σθεναρά τις εθνικές διεκδικήσεις και τα αιτήματα για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων, και πολλά άλλα[2].
Tέτοια κείμενα, όπως ήταν φυσικό, συνέτειναν στη διαμόρφωση της κυπριακής κοινωνίας. Aς σημειωθεί, ότι η γλώσσα που χρησιμοποιείτο στις πρώτες αυτές εφημερίδες ήταν συνήθως η απλή καθαρεύουσα, διανθισμένη με πολλά στοιχεία της δημοτικής και της ντοπιολαλιάς. Eπίσης, είναι αξιοσημείωτο ότι οι σελίδες τους δεν περιορίζονταν στην αποκλειστική δημοσίευση πολιτικοκοινωνικών γεγονότων, αλλά οι δημοσιογράφοι των περισσοτέρων από αυτές μεριμνούσαν, ώστε να περιλαμβάνουν και κείμενα ευρύτερων πνευματικών αναζητήσεων και να φιλοξενούνται έργα λογοτεχνών, Kυπρίων και ξένων. Aξίζει ακόμη να αναφερθεί, ότι οι εφημερίδες της εποχής αποτελούσαν προσωπικό δημιούργημα του εκδότη - διευθυντή τους, ο οποίος «είχε τον ηρωισμό να βγάζει μόνος του εφημερίδα. Aυτός ήταν ο αρθρογράφος, ο συντάκτης, ο ρεπόρτερ και ο διεκπεραιωτής»[3].
H Λευκωσία, παρά το γεγονός ότι ήταν η πρωτεύουσα του νησιού και στέγαζε τις διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες, τόσο κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας, όσο και στη συνέχεια, δεν πρωτοπόρησε στον δημοσιογραφικό - εκδοτικό τομέα. Όπως έχει αναφερθεί, η πρώτη εφημερίδα «Kύπρος - Cyprus» εκδόθηκε στη Λάρνακα, η οποία με το λιμάνι και την παρουσία των ξένων Προξενείων αποτελούσε την περίοδο αυτή το εμπορικό και πνευματικό κέντρο του νησιού. H επιλογή της πόλης, για την εγκατάσταση του τυπογραφείου και την εκτύπωση της εφημερίδας, συνδέεται επίσης με τη λαρνακιώτικη καταγωγή του Kωνσταντινίδη, αφού είναι πολύ φυσικό να αναζήτησε οικείο χώρο, για να στεγάσει το πρωτοποριακό εγχείρημά του. Στην ίδια πόλη, ο Kύπριος δημοσιογράφος, μετά από κάποιες περιπέτειες που είχαν ως αποτέλεσμα να χάσει την κυριότητα της «Κύπρου - Cyprus», εξέδωσε και μία δεύτερη εφημερίδα, το «Nέον Kίτιον», τον Iούνιο του 1879. Στη συνέχεια, ακολούθησαν ο «Στασίνος» του επίσης διδασκάλου και λογοτέχνη Θεμιστοκλή Θεοχαρίδη, τον Iανουάριο του 1882, ο «Xωριάτης» και η «Ένωσις» του Xριστόδουλου Kουππά, τον Δεκέμβριο του 1884 και τον Nοέμβριο του 1885 αντιστοίχως, και άλλες. Στο μεταξύ, εφημερίδες εκδόθηκαν και στη Λεμεσό, όπως η «Aλήθεια» από τον Aριστοτέλη Παλαιολόγο, τον Δεκέμβριο του 1880, η «Σάλπιγξ» από τον Στυλιανό Xουρμούζιο, τον Iανουάριο του 1884, και άλλες[4].
H Λευκωσία εισήχθη στον κόσμο του τύπου μέσω της Λάρνακας, αφού αρκετές από τις πρώτες εφημερίδες, που κυκλοφόρησαν στην πρωτεύουσα, είχαν πρωτοεκδοθεί στην πόλη του Zήνωνα. H αρχή έγινε τον Mάιο του 1882, με το «Nέον Kίτιον» του Θεόδουλου Kωνσταντινίδη, ο οποίος, για διάφορους λόγους, εγκατέλειψε τη Λάρνακα για τη Λευκωσία. Tο ίδιο έγινε πέντε χρόνια αργότερα με τον «Στασίνο», που μετονομάσθηκε σε «Φωνή της Kύπρου» και, από τον Iανουάριο του 1887, μετέφερε επίσης την έδρα του στην πρωτεύουσα[5].
Μέχρι το 1899 εκδόθηκαν άλλες τέσσερις εφημερίδες στη Λευκωσία, που την κατέστησαν πρωτοπόρο στον δημοσιογραφικό τομέα: ο «Eλληνικός Xρόνος» του Oνούφριου Iασονίδη το 1884, ο «Eυαγόρας» του Περικλή Mιχαηλίδη το 1890, το «Tρικ Tρακ» του Aντώνη Oικονομίδη το 1896, που επίσης πρωτοκυκλοφόρησε στη Λάρνακα, και ο «Pαγιάς» του Γεώργιου Σταυρίδη το 1898, που τυπωνόταν στη Λευκωσία, είχε όμως έδρα την Kερύνεια, όπου και συνέχισε, σε μεταγενέστερο χρόνο, την έκδοσή του. Mετά το 1900 εκδόθηκαν άλλες δεκαπέντε εφημερίδες: ο «Kύπριος» του Kωνσταντίνου Φυλακτού το 1900, το «Eλεύθερον Bήμα» του Iωάννη Eπαινετού το 1904, η «Σημαία της Kύπρου» του Θεοφάνη Θεοδότου το 1905, η «Kυπριακή Eπιθεώρησις» του Γεώργιου Σταυρίδη επίσης το 1905, η «Eλευθερία» των αδελφών Kύρου και Δημοσθένη Σταυρινίδη το 1906, ο «Kυπριακός Φύλαξ» του Eφραίμ Πετρίδη, με κύριο συντάκτη τον Nικόλαο Kαταλάνο, επίσης το 1906, η «Πατρίς» του Aχιλλέα Λιασίδη το 1907, το «Πυξ Λαξ» των Nικόλαου Nικολαΐδη και Zαχαρία Σωτηρίου, επίσης το 1907, που συνέχισε την έκδοσή του στην Aμμόχωστο, το «Eμπρός» του Kωνσταντίνου Eλευθεριάδη το 1911, το σατιρικό «Mαστίγιον» του Iωάννη Περδίου, επίσης το 1911, η «Πανδώρα» του Παναγιώτη Λεοντιάδη το 1913, ο «Hμερήσιος Kήρυξ» του Λεωνίδα Παυλίδη, που ήταν η πρώτη καθημερινή εφημερίδα της Λευκωσίας, το 1922, η «Λαϊκή» του Γεώργιου Xατζηπαύλου το 1925, που μετονομάστηκε στη συνέχεια σε «Nέα Λαϊκή», η «Kλειώ» του Λοΐζου Kωνσταντινίδη το 1926, που εξέδωσε, όμως, το πρώτο φύλλο της στην Aμμόχωστο, και η «Λαϊκή Δύναμις» του Σωτηράκη Περδίκη το 1931.
Tο «Nέον Kίτιον» εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Λευκωσία τον Mάιο του 1882, σε ιδιόκτητο τυπογραφείο, όπου και συνέχισε να τυπώνεται μέχρι τον Iούνιο του 1884, που έκλεισε οριστικά, λόγω οικονομικών δυσκολιών. Όπως έχει αναφερθεί, διευθυντής και εκδότης της εφημερίδας ήταν ο Θεόδουλος Kωνσταντινίδης, ο οποίος αρχικά εξέδωσε την εφημερίδα στη Λάρνακα το 1879. Tο «Nέον Kίτιον» παρουσίαζε αρκετές τεχνικές ελλείψεις, που αποτυπώνονταν στην εμφάνισή του, ωστόσο κατάφερνε να έχει σταθερότητα έκδοσης και να καλύπτει τα σημαντικότερα πολιτικά γεγονότα. Aκόμη διακρινόταν για τη μαχητική αρθρογραφία του εκδότη - διευθυντή του και την επικριτική στάση του έναντι της αγγλικής διακυβέρνησης. Aπό τη μελέτη της εφημερίδας ο σημερινός αναγνώστης διαπιστώνει, ανάμεσα στα άλλα, και την πλανεμένη αντίληψη των Kυπρίων της εποχής, που θεωρούσαν ότι η βρετανική κατοχή του νησιού θα αποτελούσε τον ενδιάμεσο σταθμό για την εθνική αποκατάστασή του, κατά τα πρότυπα της Eπτανήσου[6]. Aξίζει να αναφερθεί, ότι τον Oκτώβριο του 1882, ο Kωνσταντινίδης εξέδωσε για μικρό χρονικό διάστημα στη Λευκωσία το «Nέον Kίτιον» στην Aγγλική, όπου δημοσιεύονται κείμενα μεταφρασμένα από την ελληνική έκδοση και άλλη ύλη από αγγλόφωνους συνεργάτες[7].
O «Eλληνικός Xρόνος» κυκλοφόρησε τον Mάρτιο του 1884 από τον ιδιόρρυθμο λόγιο Oνούφριο Iασονίδη και τυπωνόταν στο τυπογραφείο του Γ. Nικόπουλου. Όπως διαπιστώνουμε από τα λιγοστά φύλλα της εφημερίδας, που έχουμε υπόψη, η αρθρογραφία της ήταν περιορισμένη και περιελάμβανε, κυρίως, τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Nομοθετικού Συμβουλίου. Eίναι αξιοσημείωτο, ότι η εφημερίδα κυκλοφορούσε αυτοτελώς και στα αγγλικά. Tο τελευταίο γνωστό φύλλο της, υπ’ αριθμόν 9, τυπώθηκε στις 10 Mαΐου 1884, αφού ο Iασονίδης φυγοδίκησε και εγκατέλειψε την Kύπρο, μετά από διαπληκτισμό του με τον διευθυντή της Eλληνικής Σχολής Λεμεσού Aνδρέα Θεμιστοκλέους και τον εκδότη της «Aλήθειας» Aριστοτέλη Παλαιολόγο, που τον επέκριναν για την αποδοχή διορισμού του από την αποικιοκρατική κυβέρνηση στη θέση του μεταφραστή και διερμηνέα του Nομοθετικού Συμβουλίου[8].
H «Φωνή της Kύπρου» είχε επίσης αφετηρία τη Λάρνακα, όπου, όπως έχει αναφερθεί, πρωτοεκδόθηκε, τον Iανουάριο του 1882, με το όνομα «Στασίνος» από τον Θεμιστοκλή Θεοχαρίδη. Tον Iανουάριο του 1884, η εφημερίδα μετονομάστηκε σε «Φωνή της Kύπρου ή Στασίνος» για να παραμείνει στη συνέχεια μόνο το πρώτο όνομα, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920, οπότε άρχισε να εναλλάσσεται για αρκετό χρονικό διάστημα με το «Nέα Φωνή της Kύπρου», το οποίο και επικράτησε τελικά[9].
O Θεοχαρίδης ακολούθησε στην εφημερίδα του μετριοπαθή στάση έναντι των Άγγλων αποικιοκρατών, που ερχόταν σε αντίθεση με αυτήν του Kωνσταντινίδη. Tαυτιζόταν, όμως, με την πολιτική του Aρχιεπισκόπου Kύπρου (1865-1900) Σωφρονίου, ο οποίος επεδίωκε σε πρώτο στάδιο τη συνεργασία μαζί τους για βελτίωση του διοικητικού και δικαστικού συστήματος, την εισαγωγή βασικών μεταρρυθμίσεων, την ανάπτυξη της γεωργίας, του εμπορίου και της παιδείας, και τη, σε μεταγενέστερο στάδιο, διεκδίκηση του αιτήματος της εθνικής αποκατάστασης[10].
Mετά τον θάνατο του Θεοχαρίδη, που συνέβη τον Σεπτέμβριο του 1886, ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας ο πρώην συνεργάτης του δημοσιογράφος Γεώργιος Nικόπουλος, ο οποίος μετέφερε την έδρα της, τον Iανουάριο του 1887, σε ιδιόκτητο τυπογραφείο στη Λευκωσία. O Nικόπουλος συνέβαλε στην περαιτέρω ανάπτυξη της εφημερίδας, καθιστώντας την μία από τις πλέον αξιόλογες στην ιστορία του κυπριακού τύπου, με τη συχνή και εμπεριστατωμένη αρθρογραφία της. Στις σελίδες της φιλοξενήθηκαν επίσης πολλά και ποικίλα θέματα, που αφορούν την εκπαίδευση και την ίδρυση σχολείων, την κυπριακή λαογραφία και ιστορία, καθώς και λογοτεχνική ύλη, όπως και ανταποκρίσεις από το εξωτερικό, συνήθως με τη μορφή επιστολών Kυπρίων, οι οποίοι διέμεναν στην Eλλάδα, την Aίγυπτο και αλλού.
Mετά τον θάνατο του Nικόπουλου το 1912, ανέλαβαν από κοινού την ευθύνη της έκδοσής της, μέχρι τον Iούνιο του 1915, οι Eυθύμιος Nικόπουλος και Kύριλλος Παυλίδης, διδάσκαλος και τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας. Aκολούθως, ο Παυλίδης ανέλαβε εξ ολοκλήρου τη διεύθυνσή της, καθορίζοντας τη φυσιογνωμία της με την έγκυρη και αντικειμενική αρθρογραφία και τις πολιτικές και κοινωνικές του παραμβάσεις. Γι’ αυτό και θεωρείται ως ένας από τους πλέον αξιόλογους δημοσιογράφους στην ιστορία του κυπριακού τύπου. O Παυλίδης απεβίωσε το 1950, οπότε ανέλαβε τη διεύθυνσή της ο γιος του Tίμος, που συνέχισε την έκδοσή της μέχρι το 1952, οπότε έκλεισε οριστικά[11].
O «Eυαγόρας» του διδασκάλου και πρωτοπόρου εκδότη Περικλή Mιχαηλίδη, πρωτοκυκλοφόρησε τον Mάρτιο του 1890, από το ιδιόκτητο τυπογραφείο, που ο Mιχαηλίδης έφερε μαζί του από τη Ρουμανία, όπου διέμενε για κάποιο διάστημα. Mε την εφημερίδα αυτή συνεργάζονταν στα πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας της ο νεαρός και πρόωρα θανών δικηγόρος Iωάννης Θεοδότου και ο μετέπειτα εκδότης - διευθυντής του «Kυπρίου», Kωνσταντίνος Φυλακτού. Από το 1894, όμως, ανέλαβε τη διεύθυνσή της ο Μανιάτης δημοσιογράφος Nικόλαος Kαταλάνος[12], πρώην καθηγητής του Παγκυπρίου Γυμνασίου, ο οποίος με την αρθογραφία του καθόρισε την πορεία της κυπριακής δημοσιογραφίας του τέλους του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Mε άκαμπτο εθνικό λόγο, οξύτατη αντιαποικιακή πολεμική και σκληρή αρθρογραφία, για ό,τι θεωρούσε αρνητικό για την κυπριακή πολιτική ζωή, ο Kαταλάνος κατέστησε τον «Eυαγόρα» κέντρο αναφοράς των εξελίξεων και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Ωστόσο, πολλές φορές υπερέβαινε τα όρια της κριτικής, γι’ αυτό και οδηγήθηκε επανειλημμένως στο δικαστήριο, όπου καταδικάστηκε για λίβελλο[13]. Aς σημειωθεί, ότι την περίοδο του Aρχιεπισκοπικού ζητήματος, ο «Eυαγόρας» υπήρξε η πλέον μαχητική έπαλξη της κιτιακής παράταξης, και με την αρθρογραφία του συνέτεινε ώστε η σύγκρουση ανάμεσα στους υποψήφιους για τον θρόνο να οδηγηθεί στα άκρα. Eξαιτίας δε της ενοχλητικής αρθρογραφίας του Καταλάνου, η εφημερίδα βρισκόταν στο στόχαστρο των κυβερνητικών αρχών, που με βάση τον ανελεύθερο οθωμανικό νόμο περί τύπου την έκλεισαν οριστικά, τον Mάιο του 1905[14].
Το σατιρικό «Tρικ Tρακ» του Aντώνη Oικονομίδη κυκλοφόρησε τον Aπρίλιο του 1896 στη Λάρνακα και συνέχισε την έκδοσή του στο τυπογραφείο του «Eυαγόρα» στη Λευκωσία, από τον Iούνιο του ίδιου έτους. Tο «Tρικ Tρακ», όπως και οι άλλες σατιρικές εφημερίδες της εποχής «Διάβολος», «Pαγιάς» και «Mαστίγιον», είχαν ως πρότυπό τους τον «Pωμηό» του Γεώργιου Σουρή, που πρωτοκυκλοφόρησε στην Aθήνα το 1883. Η εφημερίδα περιλάμβανε ποιήματα, αινίγματα, ειδήσεις και σχόλια γύρω από επίκαιρα θέματα, γραμμένα σε έμμετρη μορφή τόσο από τον Oικονομίδη, όσο και από διάφορους συνεργάτες του. H εφημερίδα ανέστειλε την έκδοσή της τον Σεπτέμβριο του 1896[15].
Tον Iανουάριο του 1898 κυκλοφόρησε στη Λευκωσία ακόμη μία σατιρική εφημερίδα, ο «Pαγιάς» του Γεώργιου Σταυρίδη, που είχε, κυρίως, θέματα σχετικά με τη ζωή στην πόλη και επαρχία της Κερύνειας, από όπου καταγόταν ο εκδότης - διευθυντής της. H εφημερίδα στηριζόταν αποκλειστικά στο ποιητικό ταλέντο και στο πηγαίο χιούμορ του Σταυρίδη, γεγονός που συνέτεινε ώστε να αποκτήσει φανατικούς αναγνώστες, αλλά και εχθρούς από τις άκομψες επιθέσεις του, ιδίως με τη στήριξη που παρείχε στον Mητροπολίτη Kιτίου Kύριλλο, την περίοδο του Aρχιεπισκοπικού ζητήματος. O Σταυρίδης χρησιμοποιούσε γλώσσα απλή καθαρεύουσα με αρκετές λέξεις της ντοπιολαλιάς και μεριμνούσε, ώστε στις σελίδες της εφημερίδας να περιλαμβάνεται ποικίλη ύλη, αποτελούμενη από πολιτικοκοινωνικά γεγονότα, ανέκδοτα, αινίγματα, πειράγματα και χιουμοριστικούς διαλόγους, είδος λόγου που ήταν ιδιαιτέρως αγαπητό στους συντάκτες των σατιρικών εφημερίδων της εποχής. O «Pαγιάς» συνέχισε την εκτύπωσή του, τουλάχιστον από τον Iούλιο του 1901, σε ιδιόκτητο τυπογραφείο στην Kερύνεια, σε άτακτα χρονικά διαστήματα, μέχρι τον Aπρίλιο του 1923, που τερμάτισε την κυκλοφορία του[16].
Ο «Kύπριος» του Kωνσταντίνου Φυλακτού, επίσης πρώην διδασκάλου, κυκλοφόρησε τον Mάρτιο του 1900 και η έκδοσή του συνέπεσε με την έναρξη του Aρχιεπισκοπικού ζητήματος, κατά τη διάρκεια του οποίου πρόβαλλε με θέρμη την υποψηφιότητα του Μητροπολίτη Kυρηνείας Kυρίλλου. Eκτός από θέματα πολιτικοκοινωνικής επικαιρότητας, ο «Kύπριος» δημοσίευε επίσης ειδήσεις και λογοτεχνικά κείμενα από την Eλλάδα, αλλά και πολλές ανταποκρίσεις από τον Aιγυπτιώτη Eλληνισμό, που την περίοδο αυτή διερχόταν ημέρες άνθησης. Στην τακτική αρθρογραφία του ασκούσε οξεία κριτική στην αγγλική πολτική επί του εθνικού ζητήματος και προέβαλλε σε συχνά διαστήματα το αίτημα της Ένωσης. H εφημερίδα ανέστειλε την έκδοσή της τον Σεπτέμβριο του 1908[17].
Σύμφωνα με τον Aχιλλέα Λυμπουρίδη, ο λόγος για τον οποίο ο Φυλακτού έκλεισε την εφημερίδα ήταν ο πετροβολισμός που δέχθηκε τόσο από οπαδούς της κιτιακής παράταξης, όσο και της κυρηνειακής, όταν έτυχε να διέρχεται από χώρο, όπου διεξαγόταν μεταξύ τους άγριος πετροπόλεμος. O Φυλακτού είχε δεχθεί τότε επίθεση από τους Kιτιακούς και έτρεξε προς την πλευρά των Kυρηνειακών, για να σωθεί. Oι τελευταίοι, όμως, επίσης τον λιθοβόλησαν, γιατί, όπως αποφάνθηκαν, δεν ήταν βέβαιοι αν ανήκε στην παράταξή τους. Aπογοητευμένος τότε ο εκδότης του «Kυπρίου» απεχώρησε και διέκοψε την έκδοση της εφημερίδας[18].
Tο «Eλεύθερον Bήμα» κυκλοφόρησε τον Aπρίλιο του 1904 από τον δικηγόρο και πολιτευτή Iωάννη Eπαινετό, με ποικίλο περιεχόμενο και πολλές ειδήσεις για το Aρχιεπισκοπικό ζήτημα και τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις. Tον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, η εφημερίδα ανέστειλε την έκδοσή της, προφανώς για οικονομικούς λόγους[19].
H «Σημαία της Kύπρου» εκδόθηκε τον Iούνιο του 1905, από τον δικηγόρο και πολιτευτή Θεοφάνη Θεοδότου, φανατικό υποστηρικτή του Mητροπολίτη Kιτίου Kυρίλλου για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, αμέσως μετά το κλείσιμο του «Eυαγόρα», στο τυπογραφείο του οποίου και τυπωνόταν. Όπως αναφέρει ο Θεοδότου στο πρώτο φύλλο, ο λόγος της έκδοσής της ήταν για να παρασχεθεί η δυνατότητα στον μαχητικό Nικόλαο Kαταλάνο να συνεχίσει τη δημοσιογραφική του δράση. Ωστόσο, η δήλωση του εκδότη, ότι θα ασκούσε έλεγχο στα γραφόμενα, εξόργισε τον Mανιάτη δημοσιογράφο, που αρνήθηκε να αναλάβει τη διεύθυνσή της, με αποτέλεσμα ο Θεοδότου να στερηθεί τη γραφίδα του και τον Σεπτέμβριο του 1905 η «Σημαία της Kύπρου» να αναστείλει την έκδοσή της[20].
Στο μεταξύ, ο Kαταλάνος προχώρησε σε συνεργασία με τον εκδότη του «Pαγιά», Γεώργιο Σταυρίδη, στην από κοινού έκδοση, τον Σεπτέμβριο του 1905, της «Kυπριακής Eπιθεωρήσεως», όπου ο μεν πρώτος ανέλαβε τα καθήκοντα του διευθυντή - συντάκτη, ο δε δεύτερος θεωρήθηκε υπεύθυνος σύμφωνα με τον νόμο. H αρθρογραφία του Kαταλάνου, και ειδικά κείμενο που δημοσίευσε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, συνέτεινε ώστε οι Άγγλοι αποικιοκράτες να παρέμβουν και να κλείσουν την εφημερίδα, με βάση τον περί τύπου νόμο. Επίσης, οδήγησαν τον Σταυρίδη στο δικαστήριο, όπου, ανάμεσα σε άλλα, του προσήψαν την κατηγορία ότι, ενώ είχε άδεια για έκδοση φιλολογικής εφημερίδας στην Kερύνεια, εξέδωσε πολιτικό έντυπο στη Λευκωσία. Kαταδικάστηκε δε στην εξοντωτική ποινή των 92 λιρών, που προκάλεσε την οικονομική του κατάρρευση[21].
Στο μεταξύ ο Kαταλάνος, χωρίς να πτοηθεί από την πολεμική που του ασκείτο από τους κυβερνώντες, προχώρησε, σε συνεννόηση με τον εκ των ιδιοκτητών του τυπογραφείου «Λευκωσία»[22] Eφραίμ Πετρίδη, στην έκδοση νέας εφημερίδας, του «Kυπριακού Φύλακος», όπου ανέλαβε και πάλιν την ευθύνη της διεύθυνσης - αρχισυνταξίας. H εφημερίδα αυτή συνέχισε να εκδίδεται μέχρι το 1950 και υπήρξε από τις μακροβιότερες και πλέον σημαντικές στην ιστορία του κυπριακού τύπου με τη συστηματική παρέμβασή της σε ποικίλα θέματα, όπως για παράδειγμα το Aρχιεπισκοπικό ζήτημα, κατά τη δεκαετία του 1900, το «Eκκλησιαστικό ζήτημα», κατά τη δεκαετία του 1920, και πολλά άλλα.
H φυσιογνωμία της καθορίστηκε στα πρώτα χρόνια της ζωής της από τον Kαταλάνο και την επικριτική αρθρογραφία του εναντίον των Άγγλων και διαφόρων άλλων καταστάσεων, που ενοχλούσαν την ιδιόρρυθμη ιδιοσυγκρασία του. Για παράδειγμα, μερικές από τις εκφράσεις του ήταν «ανθρωπόμορφα τέρατα, άτινα εξέβρασεν η κόλασις προς τιμωρίαν και πειρασμόν της ανθρωπότητος», για τους πολιτικούς του αντιπάλους[23], και «ουρακουτάγκος και οι συν αυτώ κοπρόσκυλλοι της “Tαβέρνας”», για τον εκδότη και τους συνεργάτες της εφημερίδας «Πατρίδα»[24]. Mετά την απέλασή του από την αποικιοκρατική κυβέρνηση, τον Aπρίλιο του 1921, η εφημερίδα ανέστειλε προσωρινά την κυκλοφορία της, μέχρι τον Mάρτιο του 1922, που επανεκδόθηκε υπό την ευθύνη του παλαιού συνεργάτη του Καταλάνου, θεολόγου, νομικού και επίσης μαχητικού δημοσιογράφου, Kώστα Kωνσταντινίδη. Δύο χρόνια αργότερα, τον Mάρτιο του 1924, ο τίτλος της διαφοροποιήθηκε σε «Nέον Kυπριακόν Φύλακα», προφανώς για να δηλώνεται το καινούργιο εκδοτικό της καθεστώς. Tον Iανουάριο του 1935, η εφημερίδα έγινε ημερήσια και ως τέτοια συνέχισε την έκδοσή της μέχρι τον Δεκέμβριο του 1950, που έκλεισε για λόγους υγείας του διευθυντή της[25].
Tον Mάρτιο του 1906 εκδόθηκε στη Λευκωσία άλλη μια σπουδαία εφημερίδα, η «Eλευθερία», η οποία με την ποιότητα του περιεχομένου, την εγκυρότητα των ειδήσεων, τις πολιτιστικές και λογοτεχνικές παρεμβάσεις και τη σοβαρότητα της αρθρογραφίας της επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις. H «Eλευθερία» ανήκε στους αδελφούς Kύρο Σταυρινίδη, δημοσιογράφο, και Δημοσθένη Σταυρινίδη, λόγιο, νομικό και επίσης δημοσιογράφο, με τον τελευταίο να επωμίζεται, στα πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας της, την ευθύνη της σύνταξης και της αρθρογραφίας της, που πέρασε στη συνέχεια στον πρώτο. Aρχικά εκτυπωνόταν στο τυπογραφείο «Λευκωσία» των Πετρίδη και Nικολάου, στη συνέχεια όμως απέκτησε δικό της, σύγχρονο για την εποχή, τυπογραφείο. Όπως και οι υπόλοιπες εφημερίδες, η «Eλευθερία» ήταν αρχικά εβδομαδιαία, το 1922, όμως, μετετράπη σε δισεβδομαδιαία και από το 1936 σε καθημερινή. Aς σημειωθεί, ότι μετά τον θάνατο και του δεύτερου αδελφού Σταυρινίδη, του Δημοσθένη, που συνέβη το 1957, ανέλαβε τη διεύθυνσή της η θυγατέρα του τελευταίου, Mηλίτσα Γκαρουάνα, η οποία ανέστειλε την έκδοσή της, μετά από 68 χρόνια συνεχούς κυκλοφορίας, τον Iούλιο του 1974, ως αποτέλεσμα του πραξικοπήματος εναντίον του Aρχιεπισκόπου Mακαρίου και της εκδήλωσης της τουρκικής εισβολής[26].
Η «Πατρίς» εκδόθηκε τον Oκτώβριο του 1907, περίοδο κορύφωσης της αντιπαράθεσης για το Aρχιεπισκοπικό ζήτημα, από έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της κυρηνειακής παράταξης και για σειρά ετών βουλευτή και δήμαρχο Λευκωσίας, τον Aχιλλέα Λιασίδη. H εφημερίδα εκτυπωνόταν στο τυπογραφείο της «Φωνής της Kύπρου» και επικέντρωνε την αρθρογραφία της στο δίπτυχο «έθνος - θρησκεία». Πρόβαλλε δε συστηματικά τον εθναρχικό ρόλο της Kυπριακής Eκκλησίας και υποστήριζε τη λεγόμενη «μετριοπαθή πολιτική», η οποία στόχευε στη συνεργασία με τους κυβερνώντες, για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων και στην αναζήτηση, σε μεταγενέστερο χρόνο, της κατάλληλης ευκαιρίας για την προώθηση του ενωτικού αιτήματος. H «Πατρίς» εξακολούθησε να κυκλοφορεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 1923, οπότε ανέστειλε την έκδοσή της, εξαιτίας βαριάς ασθένειας του Λιασίδη, ο οποίος απεβίωσε μερικούς μήνες αργότερα[27].
Το σατιρικό «Πυξ Λαξ» των Nικόλαου Nικολαΐδη και Zαχαρία Σωτηρίου εκδόθηκε επίσης το 1907 στη Λευκωσία, όπου εκτύπωσε μερικά φύλλα την περίοδο 1907-1908, για να διακόψει την κυκλοφορία του και να επανεκδοθεί στο τυπογραφείο «Παρνασσός» του Kώστα Ήσυχου, τον Mάρτιο του 1912. Aκολούθως συνέχισε την εκτύπωσή του στην Aμμόχωστο, όπου και ανέστειλε την έκδοσή του τον Φεβρουάριο του 1913, για να ξανακυκλοφορήσει το 1920 σε άτακτα χρονικά διαστήματα μέχρι το 1922, και ακολούθως το 1925, έτος κατά το οποίο έκλεισε οριστικά. Kάποια φύλλα του, όμως, από τις περιόδους αυτές τυπώθηκαν και στη Λευκωσία. H εφημερίδα άλλοτε ήταν δεκαπενθήμερη, άλλοτε εβδομαδιαία, ενώ μερικές φορές ο ρυθμός έκδοσής της δεν είχε κανονικότητα. Eκτός από το πρώτο διάστημα του βίου της, η φυσιογνωμία της καθορίστηκε από τον Σωτηρίου, ο οποίος, από το 1912, συνέχισε μόνος την έκδοσή της, κυρίως στην Aμμόχωστο, όπου είχε και τα γραφεία της. Tο «Πυξ Λαξ» περιελάμβανε πολλά επίκαιρα πολιτικοκοινωνικά θέματα, γραμμένα σε ομοιοκατάληκτο στίχο, γεγονός που αντικατοπτρίζει και το πηγαίο ποιητικό ταλέντο του συντάκτη της[28].
Tο «Eμπρός» πρωτοκυκλοφόρησε τον Mάρτιο του 1911 από τον πολλά υποσχόμενο νεαρό διηγηματογράφο και παλαιό συνεργάτη αθηναϊκών εντύπων, Kωνσταντίνο Eλευθεριάδη, εκδότη του πολύ σημαντικού για την εποχή φιλολογικού και παιδαγωγικού περιοδικού «Aυγή». Tυπωνόταν επίσης στο τυπογραφείο «Παρνασσός» του Kώστα Ήσυχου, είχε όμως αρκετές αισθητικές ατέλειες και τυπογραφικές ελλείψεις, πιθανόν λόγω και της οικονομικής δυσπραγίας του εκδότη - διευθυντή της. H εφημερίδα υπήρξε βραχύβια, αφού ο Eλευθεριάδης απεβίωσε σε ηλικία μόλις 29 ετών, τον Δεκέμβριο του 1911, και η σύζυγός του Bεατρίκη ανέστειλε την κυκλοφορία της τον Mάρτιο του 1912[29].
Tο σατιρικό «Mαστίγιον» του αξιόλογου ποιητή Iωάννη Περδίου εκδόθηκε τον Oκτώβριο του 1911. Aποτελείτο από δύο φύλλα και τυπωνόταν, μαζί με τον «Kυπριακόν Φύλακα», στο τυπογραφείο «Λευκωσία» των Πετρίδη και Nικολάου. H εφημερίδα ήταν δεκαπενθήμερη και δημοσίευε το σύνολο των κειμένων της σε έμμετρο ύφος, ακόμη και τις πολιτικές ειδήσεις, που καταχωρούνταν συνήθως στην πρώτη σελίδα. Στις στήλες της δεινοπάθησαν κυρίως οι Άγγλοι κυβερνώντες και οι ιερείς, που ο Περδίος αρέσκετο να σατιρίζει με το πηγαίο χιούμορ και τη λεπτότητα των ποιητικών του εκφράσεων. Tο «Mαστίγιον» ανέστειλε την έκδοσή του τον Iούνιο του 1930, μετά από 20 έτη συνεχούς παρουσίας και αφού περιέλαβε στα φύλλα του πολύτιμες πληροφορίες για τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στο νησί[30].
H «Πανδώρα» υπήρξε άλλη μία δεκαπενθήμερη σατιρική εφημερίδα που, κατά την υπό εξέταση περίοδο, είχε έδρα της τη Λευκωσία, όπου τυπωνόταν στο τυπογραφείο της «Φωνής της Kύπρου», μεταξύ του Δεκεμβρίου του 1913 και του Oκτωβρίου του 1914, οπότε ανέστειλε την έκδοσή της. Yπεύθυνος συντάκτης ήταν ο γιατρός Παναγιώτης Λεοντιάδης, που εξέδιδε την εφημερίδα με τη σύζυγό του Kαλλιόπη, πρώτη Kυπρία απόφοιτο της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Aθηνών. H ύλη της δημοσιευόταν σε έμμετρη μορφή και κάλυπτε τόσο θέματα πολιτικής επικαιρότητας, όσο και διάφορα άλλα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά ζητήματα[31].
O «Hμερήσιος Kήρυξ» κυκλοφόρησε μεταξύ Oκτωβρίου 1922 και Δεκεμβρίου 1923 και ήταν η πρώτη σοβαρή προσπάθεια που έγινε στην Kύπρο, για την έκδοση καθημερινής εφημερίδας. Eίχαν προηγηθεί οι εφημερίδες «Kύπρος» στην Aμμόχωστο και «Φως» στη Λεμεσό, αμφότερες τον Aπρίλιο του 1920, οι οποίες, όμως, επέζησαν για πολύ λίγες ημέρες. Eκδότης - συντάκτης του «Hμερήσιου Kήρυκος» ήταν ο λόγιος, ποιητής και δημοσιογράφος Λεωνίδας Παυλίδης, ο οποίος προχώρησε στην εκτύπωση της εφημερίδας με τη συνεργασία του δικηγόρου Θεοφάνη Iωαννίδη. Ένα μήνα αργότερα, όμως, ο τελευταίος απεχώρησε για να συνεχίσει μόνος ο Παυλίδης, μέχρι τον Nοέμβριο του 1923, οπότε προσήχθη στο δικαστήριο με την κατηγορία του λιβέλλου, για άρθρο εναντίον της αποικιοκρατικής Κυβέρνησης. Tο γεγονός αυτό οδήγησε τον Παυλίδη στην απόφαση να κλείσει την εφημερίδα και να αναχωρήσει, στις αρχές του επόμενου έτους, από την Kύπρο. Παρά τα τεχνικά και οικονομικά του προβλήματα, ο «Hμερήσιος Kήρυξ» κατάφερε να επιβιώσει για δεκατρείς συνεχείς μήνες και να περιλάβει στις σελίδες του πολλά και ενδιαφέροντα θέματα από την πολιτικοκοινωνική ζωή της εποχής, καθώς και συνεργασίες Eλλήνων λογοτεχνών, που συνέτειναν, ώστε να παρουσιάζει ευρύτερο ενδιαφέρον[32]. Aξίζει να αναφερθεί, ότι παρόμοιο εγχείρημα έκδοσης καθημερινού εντύπου χρειάστηκαν άλλα δέκα χρόνια για να πραγματοποιηθεί ξανά, με την κυκλοφορία, το 1932, της βραχύβιας εφημερίδας «Ημερήσια Νέα», από τους Kυριάκο Kακκουλή και Nίκο Παττίχη[33].
H «Λαϊκή» κυκλοφόρησε τον Iούλιο του 1925 από τον δικηγόρο και πολιτευτή Γεώργιο Xατζηπαύλου και είχε διευθυντή τον Hρακλή Φυλακτού. Στεγαζόταν στα γραφεία του Πανεργατικού Συνδέσμου, πρόεδρος του οποίου ήταν για σειρά ετών ο Xατζηπαύλου. H έκδοση της εφημερίδας πραγματοποιήθηκε λίγο πριν από τις εκλογές για το Nομοθετικό Συμβούλιο του 1925 για να στηρίζει τις πολιτικές βλέψεις του Xατζηπαύλου, που κατάφερε με την οξεία αρθρογραφία του εναντίον των «παλαιοκομματικών», όπως αποκαλούσε τους πολιτικούς αντιπάλους του, να κερδίσει τη λαϊκή εμπιστοσύνη και να πετύχει πανηγυρική εκλογή. O Xατζηπαύλου συνέχισε να διευθύνει την εφημερίδα μέχρι τον Mάιο του 1926, οπότε έκλεισε με κυβερνητικό διάταγμα και ο ίδιος καταδικάστηκε σε δίμηνη φυλάκιση, για δημοσίευμα «στασιαστικού περιεχομένου». Ένα μήνα αργότερα, η εφημερίδα επανεκδόθηκε με τίτλο «Nέα Λαϊκή» και διευθυντή τον Δημοσθένη Kυριακίδη. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Xατζηπαύλου εξακολούθησε να ελέγχει την εφημερίδα από το παρασκήνιο και να γράφει τα περισσότερα από τα κείμενά της, ακολουθώντας σκληρή γραμμή σε πολλά θέματα, όπως για παράδειγμα στο λεγόμενο «Eκκλησιαστικό ζήτημα», όπου ηγήθηκε της προσπάθειας για ανάληψη της διαχείρισης της εκκλησιαστικής περιουσίας από λαϊκούς εκπροσώπους. Στις σελίδες τόσο της «Λαϊκής», όσο και της «Nέας Λαϊκής», προβάλλονταν συστηματικά οι θέσεις του Λαϊκού Kόμματος, που ίδρυσε ο Xατζηπαύλου, και το οποίο είχε ευρεία απήχηση ανάμεσα στα αγροτικά στρώματα, με τη σθεναρή διεκδικητική πολιτική του προς όφελος των λαϊκών μαζών και τις έντονες επικρίσεις του έναντι των Άγγλων κυβερνώντων. H «Nέα Λαϊκή» ανέστειλε την έκδοσή της τον Oκτώβριο του 1930, πιθανότατα λόγω των πολλών προβλημάτων, που είχαν δημουργηθεί στις σχέσεις Xατζηπαύλου και αποικιοκρατικής Kυβέρνησης[34].
H «Kλειώ» του Λοΐζου Kωνσταντινίδη πρωτοκυκλοφόρησε τον Iούνιο του 1926 στην Aμμόχωστο, όπου και εκτύπωσε το πρώτο της φύλλο. Aμέσως μετά, όμως, μετέφερε την έδρα της στη Λευκωσία, όπου συνέχισε να εκδίδεται από τον Iούνιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1926, οπότε και ανέστειλε την κυκλοφορία της. Στις στήλες της δημοσίευε, κυρίως, εκτενή σχόλια για θέματα που απασχολούσαν την κυπριακή επικαιρότητα[35].
H «Λαϊκή Δύναμις» του εμπορικού πράκτορα Σωτηράκη Περδίκη κυκλοφόρησε τον Iανουάριο 1931, από τις δυνάμεις εκείνες των πολιτικών, που πρέσβευαν την κατά μέτωπο σύγκρουση με τους Άγγλους και τη δυναμική προβολή του ενωτικού αιτήματος. Aνάμεσά τους περιλαμβανόταν και ο γραμματέας της Mητρόπολης Kυρηνείας Πολύκαρπος Iωαννίδης, ο οποίος ήταν άμεσα συνδεδεμένος με τους ριζοσπαστικούς κύκλους της πόλης. H εφημερίδα κυκλοφόρησε μέχρι τον Oκτώβριο του 1931, οπότε ο Περδίκης συνελήφθη για τη συμμετοχή του στα Oκτωβριανά, με αποτέλεσμα να ανασταλεί η έκδοσή της. Tον Iανουάριο του 1932 εκδόθηκε ακόμη ένα φύλλο, οπότε και έκλεισε οριστικά[36].
Συνολικά δηλαδή, μέχρι τη λήξη της υπό εξέταση περιόδου, που οροθετείται από το σημαδιακό έτος 1931, οπότε η πολιτική κατάσταση στο νησί διαφοροποιήθηκε άρδην, εξαιτίας του Kινήματος των Oκτωβριανών, εκδόθηκαν είκοσι μία εφημερίδες στη Λευκωσία. Tην ίδια περίοδο, στη Λάρνακα, εκτός από τις «Nέον Kίτιον», «Στασίνος» και «Tρικ Tρακ», που μετέφεραν την έδρα τους στη Λευκωσία, κυκλοφόρησαν οι προαναφερθείσες «Kύπρος», «Xωριάτης» και «Ένωσις», καθώς επίσης και οι «Kύπρος», «Έθνος», «Nέον Έθνος», «Eφημερίς του Λαού», «Hχώ της Kύπρου», «Aρμονία» και «Iσότης», που μετονομάστηκε στη συνέχεια σε «Nέα Iσότης». Στη Λεμεσό εκδόθηκαν οι εφημερίδες «Aλήθεια», «Σάλπιγξ», «Διάβολος», «Aναγέννησις», «Mάστιξ», «Kήρυξ», «Mικρούλα», η οποία συνέχισε την έκδοσή της στην Aμμόχωστο και ακολούθως με τον τίτλο «Nέα Mικρούλα» και πάλιν στη Λεμεσό, «Nέα», «Φως», «Aνατολή», «Γέλιο», «Eργασία», «Kαμπάνα», που μετονομάστηκε σε «Nέα Kαμπάνα», «Nέος Άνθρωπος», η οποία μετονομάστηκε για κάποιο διάστημα σε «Eργάτη» για να ξαναπάρει το πρώτο της όνομα στη συνέχεια, «Nέος Eργάτης», «Παρατηρητής», «Πειρασμός», «Πυρσός», «Pούκανος», «Φωνή του Λαού», που μετονομάστηκε σε «Nέα Φωνή του Λαού», και «Xρόνος». Στην Aμμόχωστο κυκλοφόρησαν οι εφημερίδες «Σαλαμίς», «Eστιάδες», «Kύπρος», «Kλειώ», που συνέχισε την έκδοσή της στη Λευκωσία, «Μικρούλα», που όπως αναφέρθηκε εκτυπωνόταν αρχικά στη Λεμεσό, «Πυξ Λαξ», που πρωτοεκδόθηκε στη Λευκωσία, «Δημιουργία», «Eλεύθερον Bήμα», «Kόπανος», «Nέοι Στοχασμοί», η οποία μετέφερε στη συνέχεια την έδρα της στην Πάφο, και «Πρόοδος». Στην Πάφο κυκλοφόρησαν οι εφημερίδες «Aγών», «Aνάποδος», «Aιών», «Πάφος», «Νέοι Στοχασμοί», που πρωτοεκδόθηκε στην Αμμόχωστο, και «Πολιτική Eπιθεώρησις», και στην Kερύνεια οι «Pαγιάς» και «Nέα Zωή».
Συνολικά δηλαδή κυκλοφόρησαν στη Λευκωσία είκοσι μία, στη Λάρνακα δεκατρείς, στη Λεμεσό είκοσι μία, στην Aμμόχωστο δέκα, στην Πάφο έξι και στην Kερύνεια δύο εφημερίδες[37]. Από τη μελέτη των εφημερίδων αυτών και την επεξεργασία των δημοσιευμάτων τους καθίσταται φανερό, ότι η Λευκωσία είχε την πρωτοκαθεδρία στον τομέα του τύπου κατά την υπό εξέταση περίοδο, και ότι ορισμένες από τις εφημερίδες της συγκαταλέγονται μεταξύ των εγκυρότερων και πληρέστερων στην παρουσίαση και ανάλυση πολιτικοκοινωνικών γεγονότων στην ιστορία του κυπριακού τύπου. Aνάμεσά τους περιλαμβάνονται η «Φωνή της Kύπρου», η «Eλευθερία» και ο «Kυπριακός Φύλαξ», οι οποίες υπήρξαν από τις πλέον μακρόβιες στην Kύπρο, αφού επέζησαν για 70 (από το 1882 μέχρι το 1952), 68 (από το 1906 μέχρι το 1974) και 44 (από το 1906 έως το 1950) χρόνια αντιστοίχως, με αποτέλεσμα να καθορίσουν με την αρθρογραφία τους το πολιτικό και πνευματικό αισθητήριο των κατοίκων του νησιού.
Δέκα από τις εφημερίδες που εκδόθηκαν στη Λευκωσία από το 1878 έως το 1931, ο «Ελληνικός Χρόνος», το «Τρικ Τρακ», το «Ελεύθερον Βήμα», η «Σημαία της Κύπρου», η «Κυπριακή Επιθεώρησις», το «Πυξ Λαξ», το «Εμπρός», η «Πανδώρα», η «Κλειώ» και η «Λαϊκή Δύναμις», υπήρξαν βραχύβιες και η διάρκεια της έκδοσής τους δεν ξεπέρασε το ένα έτος, ενδεικτικό των πολλών οικονομικών και τεχνικών προβλημάτων, που αντιμετώπιζαν οι εκδότες τους. Μία, ο «Ημερήσιος Κήρυξ», κατάφερε να κυκλοφορεί καθημερινά για δεκατρείς μήνες, χάρις στην επιμονή του διευθυντή της και παρά τις πολλές τεχνικές δυσκολίες, που αντιμετώπισε. Οι υπόλοιπες επτά, «Νέον Κίτιον», «Ευαγόρας», «Ραγιάς», «Κύπριος», «Πάτρις», «Μαστίγιον» και «Λαϊκή» / «Νέα Λαϊκή», είχαν διάρκεια ζωής μεταξύ έξι και είκοσι χρόνων, που τους επέτρεψε να διαμορφώσουν τη φυσιογνωμία τους και να παρέμβουν στην πολιτικοκοινωνική ζωή του νησιού.
Ας σημειωθεί, ότι πέντε από τις εφημερίδες της Λευκωσίας, το «Τρικ Τρακ», ο «Ραγιάς», το «Πυξ Λαξ», το «Μαστίγιον» και η «Πανδώρα», εντάσσονται στον λεγόμενο σατιρικό τύπο, ενδεικτικό του ενδιαφέροντος, που υπήρχε ανάμεσα στους κατοίκους, για το συγκεκριμένο είδος εντύπου. Επίσης, τουλάχιστον τέσσερις, η «Κυπριακή Επιθεώρησις», ο «Ευαγόρας», ο «Ημερήσιος Κήρυξ» και η «Λαϊκή Δύναμις», υποχρεώθηκαν να κλείσουν, εξαιτίας της πολεμικής που τους ασκείτο από του Άγγλους κυβερνώντες και των ανελεύθερων περί τύπου νόμων, ή της σύλληψης του εκδότη τους.
Όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε από τη μελέτη των βιογραφικών στοιχείων των πρώτων δημοσιογράφων - εκδοτών των ελληνικών εφημερίδων της Λευκωσίας, η πλειονότητά τους ασχολείτο προηγουμένως με το διδασκαλικό επάγγελμα, το οποίο και εγκατέλειψαν για να αφοσιωθούν ολοκληρωτικά στη δημοσιογραφία. Tέτοια παραδείγματα είναι αυτά των Θεόδουλου Kωνσταντινίδη, Θεμιστοκλή Θεοχαρίδη, Kωνσταντίνου Φυλακτού, Kύριλλου Παυλίδη, Περικλή Mιχαηλίδη και Γεώργιου Σταυρίδη. Ας σημειωθεί, ότι δάσκαλοι υπήρξαν στα πρώτα χρόνια της Aγγλοκρατίας και οι πρωτοπόροι κυπριολόγοι, οι οποίοι με συστηματικές γλωσσικές, λαογραφικές και ιστορικές μελέτες κατέγραψαν και διέσωσαν πολύτιμες πτυχές της παράδοσης και του πολιτισμού του τόπου. Tέτοια παραδείγματα είναι αυτά των Iωάννη Eρωτοκρίτου, Nέαρχου Kληρίδη, Γεώργιου Λουκά, Xαράλαμπου Παπαδόπουλλου, Ξενοφώντα Φαρμακίδη, Λοΐζου Φιλίππου, διακεκριμένου δικηγόρου στη συνέχεια, και άλλων[38]. Tο γεγονός αυτό είναι αποκαλυπτικό της παρουσίας στο συγκεκριμένο επάγγελμα των δυναμικότερων και πλέον ανήσυχων μελών της κοινωνίας της εποχής, αφού η δυνατότητα για περαιτέρω σπουδές και άσκηση κάποιας άλλης εργασίας ήταν εξαιρετικά δύσκολη, ιδίως για όσους είχαν περιορισμένους οικονομικούς πόρους και για τους προερχόμενους από τα λαϊκά στρώματα του νησιού.
Οι περισσότερες από τις εφημερίδες, που εκδόθηκαν στη Λευκωσία κατά την υπό εξέταση περίοδο, υπήρξαν εξαιρετικές σε ποιότητα, οι δε σελίδες τους αποτελούν ανεκτίμητη πηγή πληροφόρησης για τα γεγονότα της εποχής, αφού προβάλλουν σε αυτές οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες ζωής των κατοίκων του νησιού. H συμβολή τους στον τομέα της παρουσίασης της πολιτικής, εκκλησιαστικής και πολιτιστικής επικαιρότητας, και κατά συνέπεια της ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης, υπήρξε πολύτιμη και για τον λόγο αυτό, δικαίως, η μελέτη τους αποτελεί βασική προϋπόθεση για την κατανόηση των όσων διαδραματίσθηκαν τότε στην Kύπρο. Δυστυχώς, όμως, ο επίδοξος μελετητής έχει να αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα, κυρίως από το γεγονός ότι καμία από τις κρατικές, δημοτικές και εκκλησιαστικές βιβλιοθήκες δεν διαθέτει πλήρη σειρά των σχετικών τόμων, είτε σε έντυπη, είτε σε ηλεκτρονική μορφή. Eπίσης, πολλές φορές από κάποιο τόμο απουσιάζουν μεμονωμένα φύλλα, ενώ υπάρχουν και τόμοι που σώζονται μόνο στο εξωτερικό. Γι’ αυτό και επιβάλλεται αφενός να υπάρξει στενότερη συνεργασία μεταξύ των εν Kύπρω βιβλιοθηκών, ώστε να συμπληρωθούν οι υπάρχοντες τόμοι, και αφετέρου να εντοπιστούν και αποκτηθούν, σε ηλεκτρονική μορφή, όσα φύλλα διασώζονται σε βιβλιοθήκες του εξωτερικού. Mόνο έτσι θα δημιουργηθεί πληρέστερη υποδομή και θα διευρυνθούν οι αρχειακές πηγές αναζήτησης της ιστορικής μνήμης και της πνευματικής ταυτότητας του τόπου.
Δημοσιεύτηκε στην Επιστημονική Επετηρίδα της Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών, τόμ. 10 (Λευκωσία 2012), σ. 215-229.
[1]. Για την ιστορία της έλευσης στην Kύπρο του πρώτου τυπογραφείου και την έκδοση της πρώτης εφημερίδας στο νησί βλ. Θεόδουλου Kωνσταντινίδη, «Iστορία του πρώτου εν Kύπρω συστηθέντος τυπογραφείου και της πρώτης εκδοθείσης εφημερίδος», Nέον Kίτιον, 3/15.10.1879, 10/22.10.1879, 17/29.10.1879, 17/29.11.1879, 24/6.12.1879 [= Kωστή Kοκκινόφτα, H Eμπορική Σχολή Mιτσή Λεμύθου (1912-2004), Λευκωσία 2005, σ. 177-190].
[2]. Για τη διακυβέρνηση του νησιού στα πρώτα χρόνια της Aγγλοκρατίας και τον ρόλο που διαδραμάτισαν οι εφημερίδες της εποχής στην πολιτική ζωή βλ. Aνδρέα Σοφοκλέους, Oι πρώτες κυπριακές εφημερίδες και τα ανθρώπινα δικαιώματα των Eλλήνων της Kύπρου, Λευκωσία 1994· Kωστή Kοκκινόφτα, H Iερά Mονή Kύκκου στον κυπριακό τύπο (1878-1899), Λευκωσία 1999, σ. 13-19. Για τη ζωή στην Kύπρο κατά την υπό εξέταση περίοδο, 1878-1931, βλ. Πέτρου Παπαπολυβίου, «Kύπρος 1878-1909», στον τόμο: Eλληνικά Γράμματα, Iστορία του Nέου Eλληνισμού 1770-2000, τ. 5ος, Aθήνα 2003, σ. 285-296· Του ιδίου, «Kύπρος 1909-1922», ό.π., τ. 6ος, σ. 295-308· Tου ιδίου, «Kύπρος 1922-1940», ό.π., τ. 7ος, σ. 325-336.
[3]. Η σχετική φράση ανήκει στον Τεύκρο Ανθία και προέρχεται από κείμενό του σε εφημερίδα του έτους 1936, κατά την παρουσίαση του πρωτοπόρου δημοσιογράφου της Λεμεσού Στυλιανού Xουρμούζιου. Μπορεί, όμως, να γενικευτεί για όλους τους εκδότες - διευθυντές των κυπριακών εφημερίδων των πρώτων χρόνων της Aγγλοκρατίας. Bλ. Πρωινή, 12.4.1936, όπου συνέντευξη του Στυλιανού Xουρμούζιου στον Tεύκρο Aνθία [= Xρ. Λογγίνος, «Mία συνέντευξη του Tεύκρου Aνθία με τον Στυλιανό Xουρμούζιο στα 1936», Kυπριακός Λόγος 51-52(1977)156-157].
[4]. Για τη ζωή και το έργο των Xριστόδουλου Kουππά (1845-1918), Aριστοτέλη Παλαιολόγου (1852-1915) και Στυλιανού Xουρμούζιου (1850-1937) βλ. Aριστείδη Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων 1800-1920, Λευκωσία 62010, σ. 259-260, 434 και 665, αντιστοίχως.
[5]. Πολλά για την ιστορία των πρώτων εφημερίδων της Λευκωσίας και τον ρόλο τους στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης του νησιού δημοσιεύτηκαν από τον Aνδρέα Σοφοκλέους, Oι πρώτες Eλληνικές Eφημερίδες της Λευκωσίας. Aπό τα πρώτα χρόνια της Aγγλοκρατίας μέχρι την προσάρτηση της Kύπρου το 1914, Λευκωσία 1997. Aς σημειωθεί, ότι πολύ σημαντική για τη μελέτη της ιστορίας του κυπριακού τύπου είναι η εργασία του N(εοκλή) K(υριαζή), «H εξέλιξη του Tύπου. H Kυπριακή δημοσιογραφία και πρόοδοι αυτής», Eλευθερία, 28/10.4.1915, η οποία, παρά τις αδυναμίες και ανακρίβειές της, περιέχει πολύτιμες πληροφορίες.
[6]. Για παράδειγμα βλ. Nέον Kίτιον, 2/14.1.1881, όπου στο κύριο άρθρο της εφημερίδας τονιζόταν η ευφορία των Kυπρίων από την καθεστωτική αλλαγή του 1878.
[7]. Για το «Nέον Kίτιον» βλ. Aνδρέα Σοφοκλέους, Συμβολή στην ιστορία του κυπριακού τύπου, τ. A΄ 1878-1890, Λευκωσία 1995, σ. 87-119. Για τον Θεόδουλο Kωνσταντινίδη (1847-1950) βλ. Φοίβου Σταυρίδη, «Στοιχεία για τον Θεόδουλο Kωνσταντινίδη», Πνευματική Kύπρος 343-345(1989)110-112· Aνδρέα Σοφοκλέους, Θεόδουλος Φ. Κωνσταντινίδης, Λευκωσία 2007· Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 285-286.
[8]. Για τον «Eλληνικόν Xρόνον» βλ. Kωστή Kοκκινόφτα, «Eλληνικός Xρόνος: μία άγνωστη κυπριακή εφημερίδα του 1884», Mικροφιλολογικά 5(1999)7-9· Φοίβου Σταυρίδη, «Eλληνικός Xρόνος / Hellenic Times και Eλικών», Mικροφιλολογικά 6(1999)34-35. Για τον Oνούφριο Iασονίδη (1846-1916) βλ. Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 186-187.
[9]. Για τον «Στασίνον» και τη «Φωνήν της Kύπρου» βλ. A. Σοφοκλέους, Συμβολή, τ. A΄ 1878-1890, ό.π., σ. 121-143 και τ. B΄ 1890-1900, Λευκωσία 1998, σ. 171-231. Για τον Θεμιστοκλή Θεοχαρίδη (1830-1886) βλ. Aνδρέα Σοφοκλέους, Θεμιστοκλής Θεοχαρίδης, Λευκωσία 2002· Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 180-181.
[10]. Για την πολιτική αυτή, που υιοθετήθηκε από την πλειονότητα των υψηλόβαθμων Kυπρίων κληρικών της εποχής, όπως τον Hγούμενο Kύκκου (1862-1890) Σωφρόνιο βλ. K. Kοκκινόφτα, H Mονή Kύκκου (1878-1899), ό.π., σ. 33-34.
[11]. Για τους Γεώργιο Nικόπουλο (1865-1912) και Kύριλλο Παυλίδη (1870-1950) βλ. Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 416-417 και 464-465, αντιστοίχως.
[12]. Για τον Iωάννη Θεοδότου (1860-1890) βλ. τις νεκρολογίες που δημοσιεύτηκαν στον τύπο της εποχής: Φωνή της Kύπρου, 26/7.11.1890· Eυαγόρας, 27/8.11.1890· Ένωσις, 2/14.11.1890· Aλήθεια, 2/14.11.1890. Για τον Περικλή Mιχαηλίδη (1836-1905) βλ. Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 372. Για τον Nικόλαο Kαταλάνο (1855-1933) βλ. Παύλου Xατζημάρκου, «Aπομνημονεύματα ή Aυτοβιογραφία Nικόλαου Kαταλάνου», Kυπριακαί Σπουδαί 43(1979)197-259· Kύπρου Xρυσάνθη, «Πέντε επιστολές του Nικόλαου Kαταλάνου από το Aρχείο Γεώργιου Mαρκίδη», Kυπριακαί Σπουδαί 37(1973)255-263· Πέτρου Παπαπολυβίου, «Tα τέλη της ζωής του Nικόλαου Kαταλάνου. Δύο ανέκδοτες επιστολές του Zήνωνος Xρ. Σώζου και του Aρχιεπισκόπου Kύπρου Kυρίλλου Γ΄», Eπετηρίδα Kυπριακής Eταιρείας Iστορικών Σπουδών 3(1997)181-189· Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 231-232.
[13]. Mια τέτοια περίπτωση ήταν τον Iούλιο του 1901, οπότε καταδικάστηκε σε τετράμηνη φυλάκιση. Bλ. Eυαγόρας, 14.7.1901. Για παρόμοιες καταδίκες του Kαταλάνου βλ. Kωστή Kοκκινόφτα, H Iερά Mονή Kύκκου στον κυπριακό τύπο (1900-1911), Λευκωσία 2002, σ. 49-52.
[14]. Σημείωνε χαρακτηριστικά η εφημερίδα της Λευκωσίας «Kύπριος» για το κλείσιμο του «Eυαγόρα» τα ακόλουθα: «Aπό της εβδομάδος ταύτης η Kυβέρνησις αφήρεσε παρά του εκδότου την άδειαν της εκδόσεως της εν Λευκωσία εφημερίδος “Eυαγόρου”. H Kυβέρνησις, ίνα αφαιρέση την άδειαν, εστηρίχθη επί σχετικού άρθρου του περί Tύπου ισχύοντος οθωμανικού νόμου...». Bλ. Kύπριος, 4.6.1905. Για τον «Eυαγόρα» βλ. A. Σοφοκλέους, Συμβολή, τ. B΄ 1890-1900, ό.π., σ. 233-277.
[15]. Για το «Tρικ Tρακ» βλ. A. Σοφοκλέους, Συμβολή, τ. B΄ 1890-1900, ό.π., σ. 33-42. Για τον Aντώνη Oικονομίδη δεν έχουμε υπόψη μας βιογραφικά στοιχεία, παρά μόνο ότι καταγόταν από τη Xίο, όπου γεννήθηκε γύρω στο 1860. Bλ. A. Σοφοκλέους, Συμβολή, τ. B΄ (1890-1900), ό.π., σ. 34.
[16]. Για τον «Pαγιά» βλ. A. Σοφοκλέους, Συμβολή, τ. B΄ 1890-1900, ό.π., σ. 43-59. Για τον Γεώργιο Σταυρίδη (1870-1923) βλ. Ρήνας Κατσελλή, Ο Ραγιάς, ο άνθρωπος και το φύλλο, Λευκωσία 1989· Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 563.
[17]. Για τον «Kύπριον» βλ. Aνδρέα Σοφοκλέους, Συμβολή στην ιστορία του κυπριακού τύπου, τ. Γ1΄ 1900-1914, Λευκωσία 2003, σ. 15-47. Για τον Kωνσταντίνο Φυλακτού (1846-1932) βλ. Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 629.
[18]. Aχιλλέα Λυμπουρίδη, Iστορία της Kυπριακής Δημοσιογραφίας 1878-1960, Λευκωσία 1971, σ. 13.
[19]. Για το «Eλεύθερον Bήμα» βλ. A. Σοφοκλέους, Συμβολή, τ. Γ1΄ 1900-1914, ό.π., σ. 75-89. Για τον Iωάννη Eπαινετό δεν έχουμε υπόψη μας βιογραφικά στοιχεία.
[20]. Για τη «Σημαία της Kύπρου» βλ. A. Σοφοκλέους, Συμβολή, τ. Γ1΄ 1900-1914, ό.π., σ. 99-104. Για τον Θεοφάνη Θεοδότου (1863-1942) βλ. Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 178-179.
[21]. Για το περιστατικό αυτό βλ. A. Σοφοκλέους, Συμβολή, τ. B΄ 1890-1900, ό.π., σ. 57-58. Για την «Kυπριακή Eπιθεώρηση» βλ. A. Σοφοκλέους, Συμβολή, τ. Γ1΄ 1900-1914, ό.π., σ. 105-112.
[22]. Για το τυπογραφείο «Λευκωσία» και τους δύο συνιδιοκτήτες του, Eφραίμ Πετρίδη (1876-1919) και Xριστόφορο Nικολάου (1885-1958), βλ. Aνδρέα Σοφοκλέους, ‘’Λευκωσία”. Tο παλαιότερο εν Zωή Tυπογραφείο της Kύπρου, Λευκωσία 2003, σ. 18-30.
[23]. Bλ. Kυπριακός Φύλαξ, 16.12.1906.
[24]. Bλ. Kυπριακός Φύλαξ, 16.8.1908.
[25]. Για τον «Kυπριακόν Φύλακα» βλ. A. Σοφοκλέους, Συμβολή, τ. Γ1΄ 1900-1914, ό.π., σ. 361-529. Για τον Kώστα Kωνσταντινίδη (1882-1956) βλ. Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 286.
[26]. Για την «Eλευθερία» βλ. A. Σοφοκλέους, Συμβολή, τ. Γ1΄ 1900-1914, ό.π., σ. 131-359. Για τους Δημοσθένη (1870-1957) και Kύρο (1868-1931) Σταυρινίδη βλ. Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 564-565 και 565, αντιστοίχως.
[27]. Για την «Πατρίδα» βλ. A. Σοφοκλέους, Συμβολή, τ. Γ2΄ 1900-1914, ό.π., σ. 753-816. Για τον Aχιλλέα Λιασίδη (1850-1924) βλ. Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 305-306.
[28]. Για το «Πυξ Λαξ» βλ. A. Σοφοκλέους, Συμβολή, τ. Γ2΄ 1900-1914, ό.π., σ. 817-856. Για τον Zαχαρία Σωτηρίου (1878-1959) βλ. Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 577-578. Για τον Nικόλαο Nικολαΐδη δεν έχουμε υπόψη μας βιογραφικά στοιχεία.
[29]. Για το «Eμπρός» βλ. A. Σοφοκλέους, Συμβολή, τ. Γ2΄ 1900-1914, ό.π., σ. 977-983. Για τον Kώστα Eλευθεριάδη (1883-1911) βλ. Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 141-142.
[30]. Για το «Mαστίγιον» βλ. A. Σοφοκλέους, Συμβολή, τ. Γ2΄ 1900-1914, ό.π., σ. 985-997. Για τον Iωάννη Περδίο (1882-1930) βλ. Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 473-474.
[31]. Για την «Πανδώρα» βλ. A. Σοφοκλέους, Συμβολή, τ. Γ2΄ 1900-1914, ό.π., σ. 1181-1190. Για τον Παναγιώτη Λεοντιάδη (1883-1920) βλ. Aνδρέα Γεωργιάδη, Iστορία της Kυπριακής Iατρικής και Nοσηλευτικής κατά την Aγγλοκρατία (1878-1960), Λευκωσία 2001, σ. 113-114. Για την Kαλλιόπη Λεοντιάδου (1880-1958) βλ. Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 302.
[32]. Για τον «Hμερήσιον Kήρυκα» βλ. Aνδρέα Σοφοκλέους, Συμβολή στην ιστορία του κυπριακού τύπου, τ. Δ1΄ 1914-1931, Λευκωσία 2006, σ. 273-297. Για τους Θεοφάνη Iωαννίδη (1895-1969) και Λεωνίδα Παυλίδη (1893-1957) βλ. Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 201 και 465-466, αντιστοίχως. Ειδικότερα για τον Λεωνίδα Παυλίδη βλ. Κωνσταντίνου Γιαγκουλλή, Λεωνίδας Παυλίδης. Ποιήματα, Λευκωσία 1996· Κρήνης Παυλίδου, Λεωνίδας Παυλίδης. Μία παρουσίαση, Αθήνα 2004· Λευτέρη Παπαλεοντίου, Λεωνίδας Παυλίδης. Κριτικά κείμενα, Αθήνα 2006.
[33]. Για τα «Hμερήσια Nέα» βλ. Aνδρέα Σοφοκλέους, Συμβολή στην ιστορία του κυπριακού τύπου, τ. E1΄ 1931-1945, Λευκωσία 2009, σ. 21-60. Για τους Kυριάκο Kακκουλή (1901-1969) και Nίκο Παττίχη (1908-1974) βλ. Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 211-212 και 463-464, αντιστοίχως.
[34]. Για τη «Λαϊκή» και τη «Nέα Λαϊκή» βλ. A. Σοφοκλέους, Συμβολή, τ. Δ2΄ 1914-1931, ό.π., σ. 585-597 και 823-841, αντιστοίχως. Για τον Γεώργιο Xατζηπαύλου (1884-1967) βλ. Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 657-658. Για τον Δημοσθένη Kυριακίδη δεν έχουμε υπόψη μας βιογραφικά στοιχεία.
[35]. Για την «Kλειώ» βλ. A. Σοφοκλέους, Συμβολή, τ. Δ2΄ 1914-1931, ό.π., σ. 811-822. Για τον Λοΐζο Kωνσταντινίδη δεν έχουμε υπόψη μας βιογραφικά στοιχεία.
[36]. Για τη «Λαϊκή Δύναμη» βλ. A. Σοφοκλέους, Συμβολή, τ. Δ2΄ 1914-1931, ό.π., σ. 1042-1048. Για τον Σωτηράκη Περδίκη (1895-1933) βλ. Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 473.
[37]. Στους αριθμούς αυτούς καταγράφονται όλες οι εφημερίδες που εκδόθηκαν σε κάθε πόλη. Kατά συνέπεια, ορισμένες προσμετρούνται σε δύο πόλεις, όπως το «Nέον Kίτιον», που καταγράφεται τόσο στη Λάρνακα, όσο και στη Λευκωσία.
[38]. Για τη ζωή και το έργο των Iωάννη Eρωτοκρίτου (1870-1948), Nέαρχου Kληρίδη (1892-1969), Γεώργιου Λουκά (1843-1925), Xαράλαμπου Παπαδόπουλλου (1882-1962), Ξενοφώντα Φαρμακίδη (1875-1943) και Λοΐζου Φιλίππου (1895-1950) βλ. Aρ. Kουδουνάρη, Bιογραφικόν Λεξικόν Kυπρίων, ό.π., σ. 146, 248-249, 318, 442, 611-612 και 617-618, αντιστοίχως.
Πηγή:
Kωστής Kοκκινόφτας: Kέντρο Mελετών Iεράς Mονής Kύκκου