Πόλυς Πολυβίου: Η προσωπική μου μαρτυρία:
Γιατί ήταν λάθος του Προέδρου να φύγει από το Μοντ Πελεράν;
Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες διευθέτησης του Κυπριακού. Σε ορισμένες έχει γίνει σημαντική πρόοδος. Σε άλλες υπήρξε αδιέξοδο. Μια ιδιαίτερα προσφιλής φράση είναι ότι υπήρξαν πολλές «χαμένες ευκαιρίες» και μεταξύ αυτών κατατάσσεται η Διάσκεψη στο Κραν Μοντανά.
Πρέπει να είμαστε πάντα προσεκτικοί όταν μιλούμε για «χαμένες ευκαιρίες». Ο λόγος είναι διότι ουδείς γνωρίζει πως τα πράγματα θα εξελιχθούν, παρά τις δικές μας προσπάθειες ή τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται. Γι’ αυτό, μια καλύτερη έκφραση είναι να μιλούμε για γεγονός ή ενδεχόμενο που δεν εκμεταλλευθήκαμε με τον ορθό τρόπο.
Κάτι που θα πρέπει να τονισθεί από την αρχή είναι ότι σημασία στην διαπραγμάτευση διαδραματίζουν ο χώρος και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Η εμπιστευτικότητα, η απομόνωση και η αποκλειστική συγκέντρωση στο αντικείμενο των διαπραγματεύσεων είναι βασικά στοιχεία για την επιτυχή κατάληξη κάποιας διαπραγματευτικής διαδικασίας. Αντίθετα, εάν σε κάποια σύσκεψη, πολυμερή ή διεθνή, εμπλέκονται πολλοί παράγοντες (π.χ. υπό τη μορφή πολλών αντιπροσωπειών και άλλων παραγόντων) τότε η διαπραγματευτική διαδικασία καθίσταται πιο δύσκολη, ιδιαίτερα εάν ο χώρος των διαπραγματεύσεων είναι «ανοικτός» και εάν είναι παρόντες δημοσιογράφοι ή άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, με αποτέλεσμα η προσοχή των διαπραγματευτών να μην επικεντρώνεται στο αντικείμενο αλλά να υπάρχουν αντιπερισπασμοί, ψίθυροι, παρεξηγήσεις και συνεχή συμβάντα και περιπλοκές που να απομακρύνουν τους διαπραγματευτές από τον βασικό τους στόχο.
Ευνοϊκές συνθήκες
Στο Μοντ Πελεράν, οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές, υπό την έννοια ότι μόνο οι δύο αντιπροσωπείες, η Ελληνοκυπριακή και η Τουρκοκυπριακή, λάμβαναν μέρος στη διαπραγμάτευση με ειδήμονες επί των διαφόρων θεμάτων και χωρίς την παρουσία δημοσιογράφων ή άλλων. Ουσιαστικά, παρούσες ήταν οι δύο Κυπριακές πλευρές και η ομάδα των Ηνωμένων Εθνών. Υπήρχε απομόνωση και συγκέντρωση, με αποτέλεσμα να τηρηθεί εμπιστευτικότητα και να οδηγηθούμε σε θετικά αποτελέσματα.
Το κύριο θετικό αποτέλεσμα του Μοντ Πελεράν ήταν η συζήτηση του εδαφικού, όπου έγινε σαφής πρόοδος, που οδήγησε στη διαμόρφωση δύο χαρτών και στην υποβολή τους στη Γενεύη τον Γενάρη του 2017. Πως προέκυψε η εν λόγω θετική εξέλιξη; Μέχρι τότε, οι δύο πλευρές ασχολούνταν κυρίως με πολιτειακά και συνταγματικά θέματα και τη συζήτηση και κατάρτιση των ομοσπονδιακών πτυχών του Κράτους. Στο πλαίσιο του θέματος αυτού, και επί τη βάσει της συμφωνημένης βάσης της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας αλλά πάντα με τη διατήρηση ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους πλήρους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν υπήρξε για αριθμό ετών συγκεκριμένη συζήτηση του εδαφικού, εκτός από διάφορες ανταλλαγές αναφορικά με τα κριτήρια που θα χρησιμοποιούνταν, πρώτιστα ο αριθμός των προσφύγων που θα επέστεφαν και το μέγεθος του εδάφους που θα παραχωρείτο στην Τουρκοκυπριακή πλευρά. Σε σχέση με το θέμα αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Τουρκία κατέχει πέραν του 34% της Κύπρου και ότι στο παρελθόν ουδέποτε ζήτησε κάτω από 30% της Κυπριακής επικράτειας, κάτι που με τη σειρά του θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να τύχει αποδοχής από την Ελληνοκυπριακή πλευρά.
Οι χάρτες
Στις 9 Νοεμβρίου 2016, στο Μοντ Πελεράν, φαίνεται ότι έγινε συζήτηση μεταξύ των δύο ηγετών, του Νίκου Αναστασιάδη και του Μustafa Αkinci, όπου άρχισε η συζήτηση κριτηρίων, όπως και προηγουμένως, αλλά όπου η συζήτηση σύντομα προχώρησε σε συζήτηση ποσοστών. Τότε δεν υπήρχαν χάρτες ενώπιον τους αλλά η συζήτηση αφορούσε κυρίως ποσοστά, δηλαδή τα εδάφη που θα ήταν υπό τη διακίνηση αφενός μεν της Ελληνοκυπριακής πλευράς αφετέρου δε της Τουρκοκυπριακής. Μετά από αρκετές ανταλλαγές, φαίνεται ότι ο κ. Νίκος Αναστασιάδης ανέφερε ότι ήταν αδύνατο να δεχθεί οτιδήποτε πέραν του 29% για τους Τουρκοκύπριους και ότι επέμενε σε επιστροφή πέραν των 90,000 Ελληνοκυπρίων προσφύγων σε περιοχές οι οποίες θα περιέρχονταν υπό την κατοχή της Ελληνοκυπριακής πλευράς. Η δική του προτίμηση ήταν να αποδοθεί στην Τουρκοκυπριακή πλευρά ένα ποσοστό γύρω στο 28% της Κυπριακής επικράτειας, με σκοπό την επιστροφή του μεγαλύτερου αριθμού Ελληνοκυπρίων προσφύγων στις εστίες τους.
Μετά από μακρές συζητήσεις και διαβουλεύσεις, ο κ. Νίκος Αναστασιάδης ανέφερε ότι η τελευταία του υποχώρηση ήταν να δεχθεί τα ποσοστά 29,2% και 28,2% για την Τουρκοκυπριακή περιοχή, ότι δηλαδή η Ελληνοκυπριακή πλευρά ήταν υπέρ του 28,2% της Κυπριακής επικράτειας που θα αποτελούσε την Τουρκοκυπριακή περιφέρεια ή πολιτεία ή ζώνη, αλλά ότι θα μπορούσε υπό ορισμένες συνθήκες να δεχθεί κάτι μεγαλύτερο, και νοουμένου ότι θα καθίστατο δυνατή η επιστροφή στις οικίες τους σημαντικού αριθμού Ελληνοκυπρίων προσφύγων, γύρω στους 85,000.
Ο Ακιντζί, προς έκπληξη του Προέδρου και σίγουρα προς έκπληξη (μεταγενέστερα) και των υπόλοιπων μελών της Ελληνοκυπριακής αντιπροσωπείας, αποδέχθηκε την φόρμουλα 28,2% - 29,2% δηλαδή δύο ποσοστά τα οποία είχαν διαφορά μεταξύ τους 1%. Με άλλα λόγια, η έκταση της Τουρκοκυπριακής περιφέρειας ή περιοχής θα κυμαινόταν μεταξύ των δύο προαναφερθέντων ποσοστών. Αυτό ήταν σημαντικό για δύο λόγους. Πρώτον η μικρή διαφορά των δύο αποδεχτών ποσοστών σήμαινε ότι μπορούσε η διάσκεψη να προχωρήσει με ετοιμασία χαρτών και δεύτερον θα μπορούσαν να λάβουν χώρα περαιτέρω διεργασίες αναφορικά με εγγυήσεις και στρατεύματα, με την παρουσία Ελλάδας, Τουρκίας και Αγγλίας, δηλαδή των τριών Εγγυητριών Δυνάμεων. Η κατάληξη των επαφών του Προέδρου Αναστασιάδη και του Τουρκοκύπριου ηγέτη ήταν ο καθορισμός των δύο ποσοστών, δηλαδή του 28,2% εκ μέρους της Ελληνοκυπριακής πλευράς και 29,2% εκ μέρους της Τουρκοκυπριακής πλευράς, των οποίων σκοπός ήταν ο καθορισμός του maximum και του minimum της εδαφικής έκτασης που θα ήταν υπό τον έλεγχο της Τουρκοκυπριακής πλευράς στο πλαίσιο ομοσπονδιακού κράτους.
Όταν ο κ. Αναστασιάδης διαμήνυσε τα πιο πάνω στην Ελληνοκυπριακή Διαπραγματευτική Ομάδα στις 11 Νοεμβρίου 2016, οι εμπειρογνώμονες του Κτηματολογίου που ήταν παρόντες ετοίμασαν αμέσως δύο χάρτες, τον Ελληνοκυπριακό (επί τη βάσει του 28,2%) και τον Τουρκοκυπριακό χάρτη, όπως οι ίδιοι τον φαντάζονταν (επί τη βάσει του 29,2%). ΄Όπως εξήγησαν, εφόσον γνώρισαν το ποσοστό 29,2% δεν υπήρχαν πολλοί πιθανοί χάρτες που θα μπορούσαν να απεικονίσουν το 29,2% και το αληθές αυτής της διαπίστωσης διαφάνηκε αργότερα στην Γενεύη όταν ο χάρτης που παρουσίασε η Τουρκοκυπριακή ηγεσία ήταν ουσιαστικά ο ίδιος με τον Τουρκοκυπριακό χάρη που ετοίμασαν οι εμπειρογνώμονες της Ελληνοκυπριακής πλευράς στις 11.11.2016. Το κύριο σημείο διαφοράς ήταν η επιστροφή της Μόρφου ή μεγάλου μέρους αυτής. Η άποψη ορισμένων ήταν ότι η Τουρκοκυπριακή πλευρά ήταν έτοιμη να αποδώσει το μεγαλύτερο μέρος της Μόρφου, νοουμένου ότι έπαιρνε ανταλλάγματα αλλού.
Ο Πρόεδρος ήθελε διακοπή
Στο σημείο εκείνο, τα μεσάνυχτα της 11 Νοεμβρίου 2016, έγινε μακρά συζήτηση πως έπρεπε να συνεχιστεί η προσπάθεια. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιθυμούσε να διακοπεί η διάσκεψη και να επιστρέψει στην Κύπρο για περαιτέρω διαβουλεύσεις, ιδιαίτερα με την Ελληνική Κυβέρνηση, ενόψει ορισμένων πληροφοριών που είχε για τη στάση του τότε Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών κ. Κοτζιά. Ορισμένα μέλη της Ελληνοκυπριακής ομάδας, εμού συμπεριλαμβανομένου, διαφωνήσαμε έντονα και εκφράσαμε την άποψη ότι έπρεπε να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις με σκοπό να καταλήξουμε σε κοινό ποσοστό γύρω στα 28,6%-27%, εξασφαλίζοντας δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της Μόρφου το οποίο είχε αρχίσει να εποικίζεται. Με βάση αυτή τη θεωρία, δεν χρειάζονταν διαβουλεύσεις είτε με την Ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία είτε με την Ελληνική ηγεσία, και ότι ο Πρόεδρος είχε το δικαίωμα και την υποχρέωση να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις και να καταλήξουμε σε κοινό ποσοστό εδάφους που θα αποδιδόταν στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα και το οποίο θα επέτρεπε στην ετοιμασία ενός και μόνο χάρτη. Η ετοιμασία ενός και μόνο χάρτη που θα αντιπροσώπευε τις απόψεις των δύο κοινοτήτων (έστω και χωρίς τελεσίδικο τρόπο, αλλά υπό την αίρεση ορισμένων προϋποθέσεων) θα συνεπάγετο τεράστια πρόοδο στην επίλυση του εδαφικού προβλήματος (που με τη σειρά του θα σήμαινε την επιστροφή γύρω στους 80,000 Ελληνοκύπριους πρόσφυγες).
Ο Ακιντζί έκαμε σαφές τότε και αργότερα ότι η δική του θέση ήταν να συνεχιστεί αυτή η προσπάθεια στο Μοντ Πελεράν χωρίς διακοπή. Η όποια διακοπή ενδεχόμενα θα ήταν καταστροφική, διότι ορισμένες φωνές διαφωνίας εντός της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και της Τουρκικής πλευράς θα γίνονταν πιο έντονες κατά το όποιο μεσοδιάστημα (μεταξύ του τέλους της σύσκεψης του Μοντ Πελεράν και της νέας σύσκεψης). Ο Πρόεδρος τότε ζήτησε δέκα μέρες για να πάει στην Κύπρο και να επιστρέψει αλλά ο κ. Ακιντζί ήταν έτοιμος να παραχωρήσει μόνο τρεις μέρες με τον ίδιο να παραμένει στο Μοντ Πελεράν. Η θέση του Ακιντζί ήταν σαφέστατη και επίμονη, ότι δηλαδή έπρεπε να συνεχιστεί η σύσκεψη στο Μοντ Πελεράν με την Τουρκοκυπριακή αντιπροσωπεία να παραμένει εκεί, νοουμένου ότι η Ελληνοκυπριακή πλευρά σε περίπτωση αποχώρησης επέστρεφε εντός ολίγων μόνο ημερών (όχι πέραν των τριών). Ο Αναστασιάδης επέμενε αρχικά σε δέκα μέρες και μετά σε πέντε, αλλά δεν πίστευε ότι μπορούσε η υπό κρίση σύσκεψη να συνεχίσει, απλούστατα διότι έπρεπε να γίνουν διαβουλεύσεις με την Ελληνική Κυβέρνηση και τις πολιτικές δυνάμεις της Ελληνοκυπριακής πλευράς.
Δυστυχώς στο τέλος, δεν προέκυψε συμβιβαστική φόρμουλα για το θέμα αυτό, με τον κ. Αναστασιάδη και την ομάδα του να αποχωρούν από τον Μοντ Πελεράν την επομένη μέρα δηλαδή στις 12 Νοεμβρίου 2016.
Εδώ πρέπει να αναφέρω ότι ο κ. Ακιντζί θεώρησε την αποχώρηση της Κυπριακής πλευράς ως πολύ μεγάλο πλήγμα διότι θα χανόταν (όπως και χάθηκε σε μεγάλο βαθμό) το momentum της διαπραγμάτευσης επί του εδαφικού.
Θεωρώ ότι η αποχώρηση από το Μοντ Πελεράν και η διακοπή της διαπραγματευτικής διαδικασίας επί του εδαφικού ήταν σοβαρό λάθος. Η Ελληνοκυπριακή πλευρά υποτίμησε τις αντιδράσεις που θα εκδηλώνονταν εντός της Τουρκοκυπριακής πλευρά, ενόψει του ότι όπως φαίνεται εκ των υστέρων την πρωτοβουλία στο Μοντ Πελεράν είχε αναλάβει ο κ. Ακιντζί, με τον Ερντογάν να μην εμπλέκεται άμεσα στο θέμα αυτό. Ούτε θεωρώ ότι η όποια διαβούλευση είτε με την Ελληνική Κυβέρνηση είτε με την Ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία θα ήταν είτε αναγκαία είτε χρήσιμη, ενώ το διακύβευμα της αποχώρησης από το Μοντ Πελεράν ενδέχετο να είναι ιδιαίτερα σοβαρό (όπως και ήταν).
Παρόλο που οι δύο χάρτες, μονογραμμένοι, κατατέθηκαν από τις δύο πλευρές στη Γενεύη τον Γενάρη του 2017 μια χρυσή ευκαιρία χάθηκε να λυθεί το εδαφικό ή τουλάχιστον να προκύψει ένας χάρτης, με ένα ποσοστό εδάφους γύρω στο 28,7% για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα και με σοβαρό αριθμό Ελληνοκυπρίων προσφύγων (πέραν των 80,000) να επιστρέφουν στις οικίες τους.
Η εξασφάλιση των ποσοστών 28,2% και 29,2% ήταν μια μεγάλη επιτυχία των κ.κ. Αναστασιάδη και Ακιντζί, στην οποία κατέληξαν και οι δύο με επιδέξια διαπραγματευτική τακτική (και με θάρρος), η αποχώρηση όμως από το Μοντ Πελεράν δεν μπορεί παρά να καταλογιστεί ως ένα ιδιαίτερα σοβαρό λάθος του Προέδρου. Θα πρέπει όμως να αναφέρουμε ότι η πρώτη αναφορά στα πιο πάνω ποσοστά ήταν από τον κ. Αναστασιάδη, ο οποίος χειρίστηκε μέχρι τότε το εδαφικό πολύ επιδέξια (όπως και πολλά άλλα επιμέρους θέματα). Ταυτόχρονα, δεν ήταν ποτέ σίγουρος για τις θέσεις του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών ούτε για το ποια ήταν η σχέση του τελευταίου με τις πολιτικές παρατάξεις της Κύπρου. Όπως και με πολλές άλλες φάσεις του Κυπριακού, ο κατακερματισμός του εσωτερικού μετώπου και η κάποια ασυνεννοησία με την Ελληνική Κυβέρνηση (ιδιαίτερα τον τότε Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών) ουδόλως βοήθησαν στην πρόοδο του εθνικού μας προβλήματος.
ΓΕΝΕΥΗ ΚΑΙ ΚΡΑΝ ΜΟΝΤΑΝΑ
Με την ολοκλήρωση των πιο πάνω επαφών Μοντ Πελεράν, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες συγκάλεσε σύσκεψη τόσο των δύο Κυπριακών Κοινοτήτων όσο και των εγγυητριών δυνάμεων καθώς και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως παρατηρητή, στη Γενεύη, σε προσπάθεια αντιμετώπισης όχι μόνο των εσωτερικών/πολιτειακών αλλά και των εξωτερικών/διεθνών πτυχών του Κυπριακού. Η Διάσκεψη αυτή έλαβε χώρα μεταξύ 9 και 13 Ιανουαρίου 2017 και δυνητικά ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Πρώτον, κατατέθηκαν ενώπιον του Γενικού Γραμματέα οι δύο χάρτες των μερών που είχαν προηγουμένως συζητηθεί στο Μοντ Πελεράν. Δεύτερον, για πρώτη φορά συζητήθηκαν τα θέματα ασφάλειας και της εξωτερικής πτυχής του Κυπριακού προβλήματος, με την παρουσία των τριών εγγυητριών δυνάμεων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως παρατηρητή.
Πέραν της κατάθεσης των χαρτών επί του εδαφικού από τις δύο πλευρές, δεν προέκυψε οτιδήποτε το συγκεκριμένο από τη Διάσκεψη της Γενεύης, αλλά ο Γενικός Γραμματέας συνέχισε την προσπάθειά του καλώντας περαιτέρω και/ή συμπληρωματική Διάσκεψη στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας, όπου ο Γενικός Γραμματέας υιοθέτησε μια ενδιαφέρουσα νέα μεθοδολογία, την οποία έχει περιγράψει ο Γενικός Γραμματέας στην Έκθεσή του.
Υπήρχαν δύο τραπέζια για τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων, ένα αφιερωμένο στις εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού με παρόντες και συμμετέχοντες τους εκπροσώπους των δύο κοινοτήτων και το άλλο στις εξωτερικές πτυχές του Κυπριακού όπου συμμετέχοντες ήταν όχι μόνο οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων αλλά και οι εκπρόσωποι των τριών εγγυητριών δυνάμεων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ως παρατηρητή). Παρά την «καλή θέληση» που διέγνωσε ο Γενικός Γραμματέας, και παρά το ότι επιτεύχθηκε κάποια πρόοδος αναφορικά με επιμέρους θέματα, παρατηρήθηκε η συνήθης δυστοκία να υπάρξει αποφασιστική πρόοδος, με αποτέλεσμα ότι ο Γενικός Γραμματέας αποφάσισε να πάρει την πρωτοβουλία και να θέσει ενώπιον των πλευρών ένα πλαίσιο αποτελούμενο από έξι σημεία.
Ο Γενικός Γραμματέας δεν παρέδωσε έγγραφο στα μέρη με τα έξι σημεία αλλά φαίνεται ότι υπαγόρευσε αυτά στις δύο πλευρές. Παρόλο που υπάρχει διαφωνία όσο αφορά το ακριβές περιεχόμενο του τι υπαγόρευσε, ο Γενικός Γραμματέας επικεντρώθηκε στα θέματα της ασφάλειας και των εγγυήσεων, της ιδιοκτησίας, της πολιτικής ισότητας του εδαφικού και στο θέμα της μεταχείρισης Ελλήνων και Τούρκων πολιτών μετά τη λύση.
Σκοπός του Γενικού Γραμματέα ήταν η περαιτέρω διαπραγμάτευση των μερών εντός του πιο πάνω πλαισίου, με στόχο την κατάληξη σε σφαιρική συμφωνία τουλάχιστον επί των βασικών αρχών. Η πολύ προχωρημένη αυτή πρωτοβουλία δεν κατέληξε σε συμφωνία, προς λύπη και απογοήτευση του Γενικού Γραμματέα.
Λίγες πιθανότητες
Όπως και να παρουσιάζεται το θέμα από τον Γενικό Γραμματέα, δεν πιστεύω ότι υπήρχαν σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας στο Crans – Montana. Ούτε ο χώρος ούτε το εν γένει περιβάλλον και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα βοήθησαν στη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων, απλούστατα διότι δεν είχε γίνει η απαραίτητη προεργασία και διότι δεν υπήρχε η απομόνωση των συνομιλητών (όπως είχε γίνει στο Μοντ Πελεράν). Όσον αφορά τις περίφημες ιδέες του, που ανέγνωσε και δεν παρουσίασε γραπτώς (με αποτέλεσμα να υπάρχει σοβαρή διαφωνία ακόμη και σήμερα όσο αφορά το τι ανέφερε και το τι εννοούσε), το μόνο που μπορεί να αποκομίσει κάποιος και να το καταλογίσει στα θετικά της Διάσκεψης ήταν ότι η Τουρκία είχε αντιληφθεί ότι το υφιστάμενο σύστημα εγγυήσεων ήταν παρωχημένο και έπρεπε να εγκατασταθεί από άλλο σύστημα εφαρμογής και τήρησης των συμφωνηθέντων, χωρίς όμως να υπάρχει ιδιαίτερη ευκρίνεια όσο αφορά τη διαφορά των δύο συστημάτων. Περαιτέρω, υπήρξε γενική αποδοχή ότι τα Τουρκικά στρατεύματα κατοχής έπρεπε να αποσυρθούν σταδιακά, χωρίς όμως να υπάρχει σαφήνεια ως προς το χρονοδιάγραμμα. Επρόκειτο για γενικές ιδέες και για κατευθυντήριες γραμμές, που χρειάζονταν πολύ σημαντική εργασία για να συγκεκριμενοποιηθούν. Ούτε ήταν δυνατό, ούτε για τη μια πλευρά ούτε για την άλλη, να υιοθετήσουν τις ιδέες του Γενικού Γραμματέα, ιδιαίτερα όπως είχαν διατυπωθεί. Χρειαζόταν πολύ σοβαρή εργασία για να καταλήξουν τα μέρη σε συμφωνία.
Περαιτέρω, δεν υπήρχε οποιαδήποτε σαφήνεια όσον αφορά το τι προωθήθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη στο Crans – Montana. Πέραν της εμπλοκής του Γενικού Γραμματέα, ο αντιπρόσωπος αυτού, ο Espen Barth Eide, προχωρούσε στις δικές του διαβουλεύσεις, χωρίς να υπάρχει ταύτιση των θέσεων των διαφόρων παραγόντων των Ηνωμένων Εθνών. Παρόλο που δεν πρέπει να μετακυλούμε τα λάθη και παραλείψεις μας σε άλλους, είναι τώρα σαφές ότι ο αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα άλλα έλεγε στη μια αντιπροσωπεία και άλλα στην άλλη, με την αναπόφευκτη δημιουργία σύγχυσης και δυσπιστίας. Γενικά, η Διάσκεψη στο Crans – Montana δεν ήταν καθόλου καλά οργανωμένη, όπως αποδεικνύεται από τη μεγάλη σύγχυση που ακόμα επικρατεί σε σχέση με την ακριβή θέση των Ηνωμένων Εθνών.
Τα λάθη Γκουτέρες και Αναστασιάδη
Το λάθος εδώ τόσο του Γενικού Γραμματέα όσο και του Προέδρου Αναστασιάδη και άλλων είναι που δεν επέμεναν στη συνέχιση των διαπραγματεύσεων μετά το Κραν Μοντανά, τόσο επί του εδαφικού όσο και επί των θεμάτων ασφάλειας και εγγυήσεων, στο κατάλληλο forum. Αυτό το forum θα μπορούσε να είναι το Μοντ Πελεράν, ή κάτι παρόμοιο, όπου θα μπορούσε να γίνει σοβαρή εργασία τόσο για το εδαφικό (και τη συνδεδεμένη επιστροφή των προσφύγων) όσο και για τα θέματα ασφάλειας και εγγυήσεων. Λανθασμένα, δόθηκε η εντύπωση ότι το Crans – Montana ήταν το άδοξο τέλος μιας μακράς προσπάθειας, και όχι ένας ενδιάμεσος σταθμός ο οποίος θα έπρεπε να σηματοδοτήσει την αρχή ή τη συνέχιση της διαπραγματευτικής διαδικασίας στο κατάλληλο forum και υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Περαιτέρω, θα ήταν ίσως βοηθητικό εάν τα μέρη είχαν καταλήξει σε πλήρη συμφωνία στο συνταγματικό αφενός και το εδαφικό αφετέρου, και μετά, σε διαφορετικό forum, να αντιμετωπιστούν τα θέματα της ασφάλειας και των εγγυήσεων.
Αποτέλεσμα της αποτυχίας στο Κραν Μοντανά ήταν να παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς διαπραγματεύσεις ή επαφές μεταξύ των δύο Κυπριακών πλευρών. Αντίθετα, η ένταση μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας αφενός και της Τουρκίας αφετέρου αυξήθηκε σημαντικά μετά από την έναρξη εξορύξεων από την Κυπριακή Δημοκρατία για την ανεύρεση και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στη θαλάσσια περιοχή υπό την κυριαρχία της Δημοκρατίας. Η Τουρκία όχι μόνο προσπάθησε να παρεμποδίσει αυτές τις προσπάθειες αλλά και προέβη στο δικό της ενεργειακό πρόγραμμα εντός της θαλάσσιας ζώνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατά σαφή παράβαση του διεθνούς δικαίου. Με τη σειρά της, η Ελληνοκυπριακή ηγεσία συνέχισε την καταστροφική της πορεία που συνίστατο αφενός μεν σε απραξία αφετέρου δε σε άσκοπες και αφελείς κινήσεις με σκοπό «να εκθέσει» την Τουρκία.
Αυτό που καταδεικνύει τόσο η Γενεύη όσο και το Κραν Μοντανά είναι ότι όταν υπάρχουν θεατές (υπό την έννοια ότι οι διαπραγματεύσεις γίνονται με την παρουσία πολλών, και με τρόπο ουσιαστικά δημόσιο) τότε τα μέρη ωθούνται σε θέατρο και όχι σε διαπραγμάτευση. Εδώ φαίνεται σαφώς η διαφορά του Crans – Montana και του Μοντ Πελεράν, όπως και η διαφορά μεταξύ της διαπραγμάτευσης στη Ζυρίχη και άλλων προσπαθειών που ουσιαστικά έγιναν υπό το φως της δημοσιότητας και που γρήγορα μετατράπηκαν όχι σε προσπάθεια διευθέτησης (με εκατέρωθεν υποχωρήσεις και ανταλλάγματα) αλλά σε ρητορικές εξάρσεις και πατριωτικές δηλώσεις των οποίων ο σκοπός είναι όχι η συμφωνία αλλά η προβολή.
Είμαστε μακριά αλλά και κοντά
Τα πιο πάνω αποτελούν μια σύντομη ιστορική αναφορά σε ορισμένες πρόσφατες φάσεις των διαπραγματεύσεων. Είναι αξιοσημείωτο ότι, με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο, έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος, παρά πρόσφατες δηλώσεις της Τουρκίας. Πρώτον, υπάρχουν σοβαρές συγκλίσεις στο συνταγματικό και τη δομή του κράτους. Δεύτερον, υπάρχει σμίκρυνση της διαφοράς στο εδαφικό (παρά την απόσυρση του Τουρκικού χάρτη). Τρίτον, είναι αποδεκτό ότι με τη λύση θα υπάρχει σημαντική επιστροφή Ελληνοκυπρίων προσφύγων. Τέταρτον, ουδείς αμφιβάλλει ότι τα στρατεύματα κατοχής θα αποσυρθούν σταδιακά και πέμπτον, σχεδόν σίγουρα, το παλαιό σύστημα εγγυήσεων θα αντικατασταθεί με σύστημα εφαρμογής και επιτήρησης της λύσης, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό.
Αυτό που χρειάζεται είναι να κατανοήσουμε ότι απαιτείται μια έντονη προσπάθεια για επίλυση του Κυπριακού. Η πάροδος του χρόνου και η συσσώρευση των τετελεσμένων δημιουργούν μη αναστρέψιμες καταστάσεις, τόσο επί του εδάφους όσο και ψυχολογικά.
Έχω εισηγηθεί να παραπέμψουμε το θέμα σε Διαιτησία από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εφόσον η Κύπρος είναι και θα παραμείνει μέλος της, με όλους τους κατοίκους της. Υπάρχει ήδη αρκετό υλικό με συγκεκριμένα θέματα που παραμένουν σε εκκρεμότητα. Παραπομπή του προβλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση για Διαιτησία – ιδιαίτερα τώρα που η διεθνής κατάσταση είναι ιδιαίτερα κρίσιμη – είναι, κατά την άποψή μου, η καλύτερη προσέγγιση. Ούτε θα πρέπει να μας φοβίζει η κατευθείαν επαφή με την Τουρκία, διότι η διεθνής μας υπόσταση και η κρατική μας κυριαρχία δεν μπορούν να υπονομευθούν με τέτοιους τρόπους.
Είμαστε μακριά αλλά και κοντά – χρειάζεται το κουράγιο και η ευθυκρισία να κατανοήσουμε τους κινδύνους και τις προοπτικές. Η χαμένη ευκαιρία θα είναι να μη καταβάλουμε μια έντονη προσπάθεια για επίτευξη λύσης αλλά να αναμένουμε παθητικά και μοιραία την πάροδο του χρόνου και την πλήρη τουρκοποίηση της Κύπρου.
* Ο νομικός Πόλυς Πολυβίου διετέλεσε μέλος της διαπραγματευτικής ομάδας στο Κυπριακό από το 2014 -2017 και υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας όλων των κρίσιμων διασκέψεων και επαφών στο Κυπριακό, όπως το Μοντ Πελεράν, τη διάσκεψη στη Γενεύη και στη συνέχεια στο Κραν Μοντανά.