Το καννάβιν (cannabis) είναι δικότυλο και απέταλο φυτό της τάξης των Κνιδωδών της οικογένειας των Κανναβινιδών με μοναδικό είδος το καννάβι το κοινό, που έχει παραλλαγή την ινδική κάνναβιν.
Κατάγεται από την περιοχή των Ιμαλαΐων και είναι το πρώτο φυτό που καλλιεργήθηκε ως κλωστικό. Αναφέρεται ότι στην Κίνα χρησιμοποιήθηκε από τον 28ο αι. π.Χ. για κατασκευή ενδυμασίας και από τον 14ο αι. π.Χ. στην Περσία, ως ναρκωτικό. Στην Ευρώπη μεταφέρθηκε γύρω στο 270 π.Χ. Καλλιεργήθηκε και στην Κύπρο από την Αρχαιότητα και για πολλούς αιώνες αποτέλεσε ένα από τα βασικότερα κλωστικά φυτά. Στην Κύπρο το φυτό είναι γνωστό και με την ονομασία κανναούριν (το).
Στην καλλιέργεια, τα αρσενικά και θηλυκά φυτά είναι περίπου ίσα, όμως τα θηλυκά δίνουν τα 2/3 και τα αρσενικά το 1/3 των ινών. Τα αρσενικά είναι λεπτότερα και ωριμάζουν νωρίτερα. Η ρίζα είναι πασσαλώδης και φθάνει σε βάθος 1,5 - 2 μ. Η βασική όμως μάζα των ριζών αναπτύσσεται στο ανώτερο στρώμα σε βάθος μέχρι 40 εκατοστόμετρα. Ο βλαστός προς το κάτω μέρος του είναι στρογγυλός ενώ τα ανώτερα τμήματά του είναι εξαγωνικά, σκεπασμένα με αδενώδεις τρίχες. Το ύψος είναι από 0,50 μέχρι 5 μ. και το πάχος του από 0,3 μέχρι 3 εκατοστόμετρα. Ο ψηλός βλαστός συνήθως έχει 7- 8 μεσογονάτια με μήκος μέχρι 0,40 μ.
Στους ώριμους βλαστούς του κανναβιού διακρίνουμε τους εξής ιστούς: την επιδερμίδα, η οποία καλύπτει το βλαστό εξωτερικά, το φελλώδες παρέγχυμα με δακτύλιο δεσμίδων ινών, το κάμβιο, το ξύλο και την εντεριώνη. Τα φύλλα είναι αντίθετα παλαμοσχιδή με 5-9 λογχοειδή παράφυλλα σχεδόν τριχοειδή. Τα λουλούδια είναι πράσινα τα αρσενικά σε διακλαδισμένη άφυλλη φόβη με περιάνθιο από πέντε ισομήκη σέπαλα χωρίς πέταλα και έχουν στήμονες κρεμασμένους με μικρά νήματα. Τα θηλυκά είναι σε σταχυόμορφες δέσμες με περιάνθιο μονοσέπαλο. Ο καρπός είναι σφαιρικός, λείος, σκληρός, που σπάζει εύκολα, με γκριζοπράσινο χρώμα και διάμετρο 0,2 - 0,5 εκατοστόμετρα. Το βάρος 1.000 σπόρων είναι 9 - 25 γραμμάρια.