Ο Κλήμης Ζ' (αντίπαπας με έδρα την Αβινιόν 1378 - 1394 που η αναγνώριση του από διάφορες χώρες αποτέλεσε την αρχή του μεγάλου σχίσματος της Δυτικής Εκκλησίας.
Γεννήθηκε ως Ροβέρτος της Γενεύης, ήταν ο πρώτος αντίπαπας που διέμεινε στην Αβινιόν (1378-1394). Τον εξέλεξαν οι Γάλλοι καρδινάλιοι που ήταν αντίθετοι με τον Ουρβανό ΣΤ΄. Η εκλογή του οδήγησε στο Δυτικό Σχίσμα.
Ήταν γιος του αμεδαίου Γ΄ από τον Οίκο της Γενεύης. Ο Ροβέρτος χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος του Καμπραί και έγινε καρδινάλιος το 1371. Ως απεσταλμένος (legatus), κατά τον Πόλεμο των Οκτώ Αγίων λέγεται ότι ενέκρινε τη σφαγή περισσοτέρων από 2000 αμάχων στην Τσεζένα (Cesena) το 1377. Εξελέγη πάπας το επόμενο έτος από τους καρδιναλίους, που αντιτάχθηκαν στην εκλογή του πάπα Ουρβανό ΣΤ΄ και εγκαταστάθηκε στην Αβινιόν.
Ο Ροβέρτος γεννήθηκε στον πύργο του Αννεσύ (chateau d'Annecy) το 1342, γιος του Αμεδαίου Γ΄ κόμη της Γενεύης και της Μαώς του Μπουλόν (Boulogne).[2] Ο Γκυ του Μπουλόν ήταν εκ μητρός θείος του. Ο Ροβέρτος σπούδασε στη Σορβόννη στο Παρίσι. Το 1359 διορίστηκε αποστολικός πρωτονοτάριος, έγινε επίσκοπος του Τερουάν το 1361, αρχιεπίσκοπος του Καμπραί το 1368 και καρδινάλιος στις 30 Μαΐου 1371. Από το 1373 κατείχε τη θέση του αρχιδιάκονου του Ντόρσετ, και από το 1374 επίσης πρωθιερέας (prebent) της Εκκλησίας της Ενορίας Αγ. Πάντων στο Μίντλ Γούντφορντ του Συλλόγου στο Γουίλτσαϊρ, αφήνοντας και τις δύο θέσεις το 1378. Από το 1375 ζούσε ως πρύτανης (rector) του Μπίσοπγουεαρμαουθ στην κομητεία Ντάραμ της Αγγλίας, και χρησιμοποίησε το εισόδημα από αυτή την πολύτιμη διαβίωση για να εκλεγεί πάπας.
Το 1377, ενώ υπηρετούσε ως παπικός απεσταλμένος (legatus) στην Άνω Ιταλία (1376–1378), προκειμένου να καταπνίξει μία εξέγερση στα Παπικά Κράτη, γνωστή ως Πόλεμος των Οκτώ Αγίων, διέταξε προσωπικά στρατεύματα -που δάνεισε στον πάπα ο κοντοτιέρος Τζον Χώκγουντ- για να υποτάξει τη μικρή πόλη Τσεζένα στην επικράτεια του Φορλί, η οποία αντιστεκόταν να προστεθεί στην Κληρονομία του Πέτρου (Παπικά πατριμόνια) για δεύτερη φορά σε μία γενιά. Εκεί ενέκρινε τη σφαγή 3.000–8.000 αμάχων, μία θηριωδία ακόμη και με τους κανόνες του πολέμου της εποχής, που του χάρισε το παρωνύμιο "ο χασάπης της Τσεζένα".
Το 1392, με το τέλος του αδελφού του Πέτρου, κληρονόμησε τον τίτλο του κόμη της Γενεύης, με τα τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια του να έχουν αποβιώσει χωρίς απογόνους πριν από αυτόν. Στη συνέχεια, ο τίτλος πέρασε από αυτόν, μέσω της μεγαλύτερης αδελφής του Μαρίας, στον γιο της Ουμβέρτο του Τουάρ.
Παπική εκλογή και αρχιερατεία
Εξελέγη πάπας στο Φοντί στις 20 Σεπτεμβρίου 1378 από τους καρδινάλιους που αντιτάχθηκαν στον πάπα Ουρβανό ΣΤ΄. Ήταν ο πρώτος αντίπαπας του Δυτικού Σχίσματος, της δεύτερης από τις δύο περιόδους που αναφέρονται ως το Μεγάλο Σχίσμα, το οποίο διήρκεσε μέχρι το 1417. Ο Κλήμης είχε την άμεση υποστήριξη της βασίλισσας Ιωάννας Α΄ της Νάπολης και αρκετών από τους Ιταλούς βαρόνους. Ο Κάρολος Ε΄ της Γαλλίας, ο οποίος φαίνεται ότι είχε εκ των προτέρων ακούσει για την επιλογή του ποντίφικα Ρώμης, έγινε σύντομα ο θερμότερος προστάτης του. Ο Κλήμης Ζ΄ κατάφερε τελικά να κερδίσει για τον σκοπό του την Καστίλη, την Αραγονία, τη Ναβάρρα, ένα μεγάλο μέρος της Λατινικής Ανατολής και τη Φλάνδρα. Η Σκωτία υποστήριξε τον Κλήμη Ζ΄, επειδή η Αγγλία είχε υποστηρίξει τον Ουρβανό ΣΤ΄. Είχε οπαδούς, εξάλλου, διασκορπισμένους στη Γερμανία, ενώ η Πορτογαλία σε δύο περιπτώσεις τον αναγνώρισε, αλλά στη συνέχεια τον εγκατέλειψε. Η Βουργουνδία και η Σαβοΐα επίσης αναγνώρισαν την εξουσία του. Μη μπορώντας να διατηρηθεί στην Ιταλία, εγκαταστάθηκε στην Αβινιόν στη νότια Γαλλία [[Κομτά Βεναισέν], όπου εξαρτήθηκε από τη Γαλλική Αυλή.
Με το δόλωμα ενός βασιλείου που θα αποκόπτετο από τα κράτη της Εκκλησίας και θα ονομαζόταν το βασίλειο της Αδρίας, και την προσδοκία να διαδεχθεί τη βασίλισσα Ιωάννα Α΄, ο Κλήμης υποκίνησε τον Λουδοβίκο Α' των Βαλουά δούκα του Ανζού, τον μεγαλύτερο από τους αδελφούς του Καρόλου Ε΄, για να πάρει τα όπλα υπέρ του. Αυτές οι δελεαστικές προσφορές οδήγησαν σε μία σειρά αποστολών στην Ιταλία, που πραγματοποιήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά με έξοδα του Κλήμη Ζ΄, στην πρώτη από τις οποίες ο Λουδοβίκος Α΄ πήγε στον πόλεμο με περίπου 40.000 στρατιώτες. Η εκστρατεία ήταν ανεπιτυχής: ο Λουδοβίκος Α΄ απεβίωσε ξαφνικά στο Μπισέλιε (Bisceglie) στις 20 Σεπτεμβρίου 1384. Ωστόσο, αυτές οι επιχειρήσεις σε πολλές περιπτώσεις ξεκίνησαν την κυριαρχία των Βαλουά-Aνζού στα νότια της Ιταλικής χερσονήσου και το πιο αποφασιστικό αποτέλεσμά τους ήταν η διασφάλιση της Προβηγκίας στους δούκες του Aνζού και στη συνέχεια στους βασιλείς της Γαλλίας. Μετά το τέλος του Λουδοβίκου Α΄, ο Κλήμης Ζ΄ ήλπιζε να βρει εξίσου γενναίο και ενδιαφερόμενο αγωνιστή στον γιο τού Λουδοβίκου Α΄ και συνονόματο Λουδοβίκο Β΄ δούκα του Ανζού, στον οποίο δώρισε το μεγαλύτερο μέρος των Ποντιφικών Πολιτειών. Στη συνέχεια ο Κλήμης Ζ΄ προσπάθησε να συμμαχήσει με τον Λουδοβίκο Α΄, δούκα της Ορλεάνης, αδελφό του νέου βασιλιά Καρόλου ΣΤ΄ της Γαλλίας, με τον ίδιο τον Κάρολο ΣΤ΄ και με τον Ιωάννη Γ΄ κόμη του Αρμανιάκ. Η προοπτική της λαμπρής εισόδου του στη Ρώμη ήταν πάντα μπροστά στα μάτια του Κλήμη Ζ΄ και στις σκέψεις του η δύναμη των Γαλλικών όπλων, θα ήταν το όργανο του ένδοξου θριάμβου του επί του ανταγωνιστή του.
Ήρθε μία στιγμή, ωστόσο, που ο Κλήμης Ζ΄ και πιο συγκεκριμένα οι ακόλουθοί του έπρεπε να αναγνωρίσουν τη ματαιότητα αυτών των άπιαστων ονείρων. Στο τέλος της ζωής του συνειδητοποίησε την αδυναμία να υπερνικήσει με ωμή βία μία αντίθεση, που βασιζόταν στις πεποιθήσεις του μεγαλύτερου μέρους της Καθολικής Ευρώπης. Επιπλέον, οι φιλοδοξίες του και οι οικονομικές ανάγκες της Αυλής του είχαν καταφύγει στη σιμωνία, την απώλεια γης και τον εκβιασμό που διέκρινε στους οπαδούς του τα μικρόβια της δυσαρέσκειας. Είχε δημιουργήσει εξαιρετικούς καρδινάλιους, αλλά φαίνεται ότι ποτέ δεν επιθυμούσε ειλικρινά τον τερματισμό του Σχίσματος.
Απεβίωσε στην Αβινιόν στις 16 Σεπτεμβρίου 1394.
Τελικά καθορίστηκε ότι θα καταγραφόταν ως αντίπαπας και όχι ως πάπας. Η αβεβαιότητα σχετικά με το ποιος θα μπορούσε να είναι ο νόμιμος πάπας κατά την εποχή του Δυτικού Σχίσματος, οδήγησε στη νομική θεωρία που ονομαζόταν Conciliarism, η οποία ισχυριζόταν ότι ένα γενικό συμβούλιο της Εκκλησίας ήταν ανώτερο από τον πάπα και επομένως μπορούσε να κρίνει μεταξύ των ανταγωνιστών διεκδικητών.