Τούρκος κυβερνήτης της Κύπρου επί ημερών του σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ, και συγκεκριμένα, από το τέλος του 1856 ή την αρχή του 1857 (πριν τις 15.1.1857) μέχρι τον Μάρτιο του 1858 (από τον Μάρτιο του 1858 είχε ήδη αναλάβει ως κυβερνήτης της Βοσνίας).
Ο Κανί πασάς, που ήταν αρκετά μορφωμένος και μιλούσε και ξένες γλώσσες, χαρακτηριζόταν ως «δίκαιος, τίμιος και ενεργητικός». Στο σύντομο διάστημα της κυβερνητείας του αναμόρφωσε την τελωνειακή υπηρεσία της Κύπρου κι αναδιοργάνωσε το σύστημα πληρωμής των δημοσίων υπαλλήλων και των δημοσίων λογαριασμών.
Φαίνεται ότι η δικαιότητα και τιμιότητα του Κανί πασά είχε βρει εφαρμογή σε κάποιο βαθμό και στις σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου, που κατά τη διάρκεια της σύντομης κυβερνητείας του παρουσιάζονται κάπως βελτιωμένες. Χαρακτηριστικά, σε επιστολή του Γάλλου διπλωματικού υπαλλήλου Laffon από τη Λευκωσία, ημερομηνίας 12 Μαΐου του 1858, αναφέρεται ότι μετά την αναχώρηση του Κανί πασά από την Κύπρο, οι Τούρκοι επανήλθαν στην παλαιότερη νοοτροπία και συμπεριφορά τους, δέρνοντας και παρενοχλώντας τους Χριστιανούς όπως την εποχή των Γενιτσάρων.
Σε επιστολή του, εξάλλου, προς τον Κανί πασά, ημερομηνίας 11 Απριλίου του 1857, ο Γάλλος πρόξενος Darrasse έγραφε στον κυβερνήτη παραπονούμενος ότι οι άνδρες του, με δική του εντολή, είχαν επέμβει βίαια για να διακόψουν θρησκευτική τελετή των Ελλήνων, τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου. Επρόκειτο για επεισόδιο που συνέβη στη Λευκωσία, επειδή οι Έλληνες γιόρταζαν την Ανάσταση με πυροβολισμούς και άλλους παρόμοιους θορύβους.
Κατά την περίοδο της κυβερνητείας του Κανί πασά, αρχιεπίσκοπος Κύπρου ήταν ο Μακάριος Α'. Αναφέρεται περίπτωση κατά την οποία ο αρχιεπίσκοπος ζήτησε, νωρίς το 1857, από τον κυβερνήτη την άδεια να τοποθετηθεί μια μικρή καμπάνα στην εκκλησία της Φανερωμένης, στη Λευκωσία. Ο Κανί πασάς απάντησε ότι δεν μπορούσε να αναλάβει την ευθύνη με το να επιτρέψει κάτι τέτοιο, κι ο αρχιεπίσκοπος απευθύνθηκε στο μεγάλο βεζίρη. Ο τελευταίος όμως έδωσε εντολή στον Κανί πασά να μη επιτρέψει στους Χριστιανούς της Λευκωσίας να χρησιμοποιούν καμπάνες στις εκκλησίες, πολύ περισσότερο αφού ο πληθυσμός της πρωτεύουσας ήταν μεικτός. Ωστόσο ο οικονόμος της Φανερωμένης τοποθέτησε καμπάνα, όχι όμως στην εκκλησία, αλλά κάπου κοντά και σε σημείο που να μη φαίνεται από το δρόμο. Ο αρχιεπίσκοπος όμως μετακίνησε την καμπάνα, ύστερα από εντολή του κυβερνήτη. Στο όλο θέμα αναμείχθηκε και ο Γάλλος πρόξενος Darrasse. Το πρόβλημα τελικά λύθηκε με εξασφάλιση άδειας από την Υψηλή Πύλη για χρήση καμπάνων στη Λευκωσία, όμως τούτο συνέβη μετά την αναχώρηση του Κανί πασά από την Κύπρο.