Οι παραλογές είναι εκτενή αφηγηματικά τραγούδια με δραματικό και περιπετειώδη χαρακτήρα, σύνθετη, επεισοδιακή και εξελικτική πλοκή με σταδιακά κλιμακούμενη δράση, έντονα παραμυθικά και εξωλογικά στοιχεία και, κατά κανόνα, όχι αίσιο τέλος. Τα θέματά τους τα αντλούν από ποικίλες πηγές: αρχαίους και νεότερους μύθους, θρύλους και παραδόσεις, ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα, ακόμη και από εμπειρίες και καταστάσεις της δύσκολης καθημερινότητας των απλών ανθρώπων. Από άποψη τεχνοτροπίας, βρίσκονται πολύ κοντά στα ακριτικά τραγούδια, τα οποία, όπως είδαμε, είναι επίσης πολύστιχα και με αντίστοιχα επικολυρικά και μυθιστορικά στοιχεία.
Οι περισσότεροι ερευνητές, παρά τη δυσκολία επακριβούς καθορισμού της γεωγραφικής προέλευσης και της χρονολογικής τοποθέτησης της δημιουργίας τους, θεωρούν τις παραλογές (μαζί με τα ακριτικά τραγούδια) τα αρτιότερα και παλαιότερα δείγματα δημοτικής/προφορικής ποίησης˙ η διαπίστωση αυτή δίνει και την εξήγηση της ευρύτατης διάδοσής τους πέρα από τον ελληνικό χώρο (για παράδειγμα, στα Βαλκάνια), ενώ φαίνεται να παρουσιάζουν ομοιότητες με αντίστοιχα παραμύθια και τραγούδια των λαών της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης.
» Βλέπε λήμμα: Ακριτική Ποίηση
Οι παραλογές και τα ακριτικά τραγούδια με πρωταγωνιστές ηρωικά πρόσωπα συνιστούσαν στην Κύπρο μιαν αρκετά πλούσια ποιητική κατηγορία, όσο κι αν η ιστορική τους προέλευση δεν μπορεί να διευκρινιστεί με σιγουριά. Η πιο γνωστή γνωστή κυπριακή παραλλαγή έχει θέμα τη νεκρανάσταση του αδερφού (του «Κωστάντινου» ή «Κωσταντά» σε άλλες παραλλαγές), προκειμένου αυτός να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στη μητέρα του και να φέρει πίσω από την ξενιτειά τη μοναχοκόρη της, την Αρετή.
» Βλέπε λήμμα: Οι ήρωες των ακριτικών κύκλων
Και στην περίπτωση αυτή, η επιβίωση του τραγουδιού μέχρι τα νεότερα χρόνια οφείλεται στους ποιητάρηδες: οι πολλές παραλλαγές που έχουν καταγραφεί σε συλλογές κυπριακών δημοτικών τραγουδιών αποδεικνύουν την αντοχή και τη διάδοση της παραλογής στον κυπριακό ελληνισμό, έστω και αν το συγκεκριμένο τραγούδι, όπως και τα ακριτικά, δεν δημιουργήθηκε το πιθανότερο στην Κύπρο, αλλά έφτασε στο νησί από τη γειτονική Μ. Ασία. Δύναμη φαντασίας στις περιγραφές, τόλμη στην έκφραση και στη δημιουργία εικόνων, γοργός ρυθμός, θεατρικότητα και ζωντανοί διάλογοι: αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που συμβάλλουν στην πρωτοτυπία, στη φρεσκάδα και στην απήχηση του τραγουδιού (και) στον κυπριακό χώρο
Το τραγούδι της Αρετής
Πολλές σηράτες* τες λαλούν, πολλές σηράτες έσει
μα σαν την σήραν την ωρκάν* άλλην καμμιάν σγοιον τζείνην,
απού ’σεν τους εννιά γιούες, την κόρην θυγατέραν˙
προξένια της εφέρασιν απού την Εγγλιτέραν.
Ο γιος της ο Κωστάντινος αννοίει τζαι λαλεί της˙
–Μανά, να την αρμάσουμεν* την Αρετήν στα ξένα,
στα ξένα τζι εις την ξενικειάν, μακριά στην Εγγλιτέραν.
–Γιέ μου, να την αρμάσουμεν την Αρετήν στα ξένα,
μ’ αν τύσει πλήξη* γή χαρά, πκοιος εννά μου την φέρει;
Ήρτεν ο γρόνος δίσεχτος τζαι τα εννιά πεθάναν!
Κανέναν δεν επήαιννεν, κανέναν δεν επάταν,
το μνήμαν του Κωστάντινου τρεις βολές* την ημέραν˙ πααίννει μιαν ’
πού το πωρνόν τζαι μιαν το μεσομέριν τζαι μιαν τα ’λιοβουττήματα,
που ’σεν να δύσ’ ο νήλιος.
Απού το κλάμαν το πολλύν ο Άδης εβαρέθην,*
τζι έγιν’ ο Άδης άλοον τζι οι πέτρες χαλινάριν
τζαι βρέθηκεν τζι ο Κωσταντάς πάνω του καβαλλάρης.
Τζαι πκιάνει τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει τον στης Αρετής την πόρταν.
Επήεν εις της Αρετής τζι έσουσεν το τερτζέλλιν.*
–Τζαι πκοιος είναι τζαι τις ένι, που σούζει το τερτζέλλιν;
Ανν έν δκιαβάτης, ας κιαβεί,* περάτης,* ας περάσει,
τζι αν είναι ’πού τ’ αδέρκια μου, ας γύρει να πεζέψει.
–Έλα να πάμεν, Αρετή, τζι η μάνα σου σε θέλει
–Ίντα με θέλει η μάνα μου τζι ίντα ’ν το μήνυμάν της!
Ανν έν τ’ αδέρκια μου καλά, να παστρικοφορήσω,*
τζι ανν έν η μάνα μ’ άρωστη, τα μαύρα να φορήσω.
–Έλα να πάμεν, Αρετή, τζι ό,τι λοής τζι αν είσαι.
Έμπην έσσω τζι εφόρησεν ρούχα της φορησιάς της,
μέ μακριά, μήτε κοντά, ίσια της ελιτζιάς* της.
Π’ αππ’ έξω φόρησεν γρουσά, π’ αππ’ έσσω γρυσταλλένα,
τέλεια ’πού πάνω φόρησεν τα μαύρα βελουδένα.
Εκρόκατσεν* τον μαύρον του, πίσω του την πετάσσει.
Τζαι πκιάννει τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει τους σ’ ενού δεντρού τον κλώνον
τζαι τζειαχαμ’ εσταμάτησεν, για να ποκαματίσει,*
στο γόνατόν της έππεσεν, για να τον-ι-φτειρίσει.*
Έναν πουλλάκιν έρεσσεν, τέθκοιαν φωνούλλαν λέει˙
–Πκοιος είεν τέθκοιαν Αρετήν, πκοιος είεν τέθκοιαν κόρην,
να παρπατεί, να τσέλλεται* με τους νεκρούς στα όρη;
Τζαι ξύπνα, ξύπνα, Κωσταντά, τούν’ το πουλλίν τι λέει;
–Θαμμάζουμαί σε, Αρετή, τα λόγια που μου λέεις!
Τούτου του κάμπου τα πουλλιά ούλά ’τσι τζιλαούσιν.
–Τζαι πε μου, πε μου, Κωσταντά, ίντα ’ν που ’γίνεις έτσι;
Τα δόγκια σου ’μαυρίσασιν τζαι τα μαλλιά σου ’ππέσαν,
ως τζαι τα ρούχα, που φορείς, πολλά κορνιαχτιστήκαν.*
–Τα δόγκια μου ’μαυρίσασιν, έν ’πού την αρωσκιάν μου,
τζαι τα μαλλιά μου ’ππέσασιν, ’πού την τζεφαλαρκάν* μου,
τα ρούχα μου ’χουν κορνιαχτόν,* έν ’πού την στράταν που ’ρτα.
Εκρόκατσεν τον μαύρον του, πίσω του την πετάσσει,
τζαι πκιάννει τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει τον στ’ Άϊ Γιωρκού την πόρταν.
–Άτε κατέβα, Αρετή, στην μάναν σου να πάεις˙
γρωστώ τζερίν τ’ Άϊ Γιωρκού, να πα να του το πάρω.
–Ανν έν τζερίν τ’ Άϊ Γιωρκού, εγιώ να το βοράσω,*
ανν έν λάϊν τ’ Άϊ Γιωρκού, να το ξαναδιπλάσω.*
Γρικά του τάφου τζι άννοιξεν, του τζιουρκού* βαώννει,*
του μυρωμένου λίβανου ’πού πάνω τζαι καπνίζει.
Τζαι πκιάννει τζείνον το στρατίν, τζείνον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει την στης μάνας της την πόρταν.
Επήεν εις την μάναν της τζι έσουσεν το τερτζέλλιν.
–Τζαι πκοιος είναι τζαι τις ένι, που σούζει το τερτζέλλιν;
Ανν έν δκιαβάτης, ας κιαβεί, περάτης, ας περάσει,
τζ’ ανν έν ο πικροχάροντας, έντζ’ έχω πκοιον να πκιάσει.
Έχω μιαν κόρην Αρετήν, που ’ν μακριά στα ξένα,
στα ξένα τζι εις την ξενικειάν, μακριά στην Εγγλιτέραν.
Τζείνη γή ζεί γή εν-ι-ζει, έν η ζωή μου ’μέναν.
–Έλ’ άννοιξέ μου, μάνα μου, τζι είμαι η Αρετή σου.
–Τζαι πκοιος σ’ εφέρεν, Αρετή, εσέναν τούν’ τα μέρη;
–Ο γιος σου ο Κωστάντινος μ’ έφερεν τούν’ τα μέρη.
–Του γιου μου του Κωστάντινου έκαμα τες εννιά του,
τζι αν δεν πιστεύκεις, Αρετή, έ τζαι τα κόλλυφά του.
Εσφιχταγκαλιαστήκασιν τζι οι δκυό τζ’ εξηψυσήσαν.
Λεξιλόγιο:
Πηγή: