Γεννήθηκε το 1875 στο Μαζωτό Λάρνακας. Φοίτησε δύο χρόνια στο δημοτικό σχολείο και το 1888 σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων, επιβιβάστηκε λαθρεπιβάτης σε πλοίο στο λιμάνι της Λάρνακας και έφτασε στη στη Βουρνόβα της Σμύρνης όπου εργάστηκε για έξι χρόνια, όπου γνώρισε και αγάπησε την κόρη του μάστρου του, την οποία παντρεύτηκε ύστερα από πολλά χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Η πολυκύμαντη ζωή του καταγράφεται μέσα από τη βιογραφία του όπως την κατέγραψε ο ίδιος, σε σημείο που πολλοί τον χαρακτήρισαν ως τον Κύπριο Οδυσσέα.
Το 1894 επέστρεψε στην Κύπρο αλλά ξενιτεύτηκε για δεύτερη φορά προς αναζήτηση εργασίας σε διάφορα μέρη της ελληνικής διασποράς (Βηρυτό, Ιόππη, Αλεξάνδρεια).
Πολέμησε στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 ως εθελοντής για περισσότερο από έναν χρόνο. Το 1898 επανήλθε στην Κύπρο. Το δρομολόγιο Κύπρος-Σμύρνη, το έκανε αρκετές φορές πάντα για βιοποριστικούς λόγους μέχρι το 1907. Το 1907, σε ηλικία 33 χρόνων, έφυγε για την Αμερική. Προσπαθώντας να βρει κατάλληλη ευκαιρία να μπει στις Ηνωμένες Πολιτείες, για οκτώ μήνες ταξίδευε στο Μπουένος Άϊρες, Κάρδιφ, Αμβέρσα, Λίβερπουλ, Νιουκάστλ, Χριστιανία, Παρά (Βραζιλία), Περναμπούκο, Λίβερπουλ, South Shields, και τελικά Φιλαδέλφεια. Από εκεί στην Νέα Υόρκη κατέληξε στο Λος Άντελες. Ασχολήθηκε με εποχιακά επαγγέλματα και το 1911 άρχισε να υποφέρι από σοβαρή υποτροπή παλιού τραχώματος και σχεδόν τυφλώθηκε.
Παρόλα αυτά κατατάγηκε εθελοντής στον Βαλκανικό Πόλεμο και πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Τον Ιούνιο του 1913 τραυματίστηκε και νοσηλεύτηκε για τρεις μήνες. Απολύθηκε με αναρρωτική άδεια και επέστρεψε στο χωριό του όπου του επεφύλαξαν «βασιλική υποδοχή». Ύστερα από ολιγόμηνη διαμονή πήγε στην Αθήνα και από εκεί τον Μάιο του 1914, μετανάστευσε στο Λος Άντζελες όπου για πρώτη φορά ένιωσε κάποια οικονομική άνεση και κατάφερε να ξοφλήσει τα χρέη του.
Μεσολάβησε η Μικρασιατική Εκστρατεία και ο Τσερκεζής αρχίζει να αναζητά μέσω επιστολών την παλιά του αγάπη, την κόρη του αφεντικού του στην Σμύρνη, Θεοδώρα Πιπεράκη. Την εντόπισε στη Μασσαλία πρόσφυγα με την οικογένειά της. Τον Οκτώβρη του 1922 άφησε οριστικά την Αμερική με σκοπό να τη συναντήσει. Παντρεύτηκαν στην Κύπρο το 1924. Έμειναν στον Μαζωτό, όπου ο Τσερκεζής επαγγελόταν τον καφετζή.
Το 1931 το ζεύγος έφυγε από την Κύπρο και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο κρασιών.
Ο Σάββας Τσερκεζής πέθανε το 1963, δύο χρόνια μετά τον θάνατο της γυναίκας του.
Αυτοβιογραφία
Έγραψε με μοναδικό αφηγηματικό τρόπο, την αυτοβιογραφία του ξεκινώντας από 1880 έως το 1924. Οι προσωπικές του μαρτυρίες συμπίπτουν με τις πιο δραματικές στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας, με δύο πολέμους του 1897 και τους Βαλκανικούς το 1912, και δίνουν ανάγλυφη εικόνα των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν οι μετανάστες στα πέρατα του κόσμου για ένα καλύτερο αύριο για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.
Η αυτοβιογραφία του Σ. Τσερκεζή, «Ημερολόγιον του βίου μου», εκδόθηκε με επιμέλεια και σημειώσεις του Φοίβου Σταυρίδη από το Εκπαιδευτικό και Πολιτιστικό Κέντρο της Λαϊκής Τράπεζας το 1988. Ανατυπώθηκε το 1993 και επανεκδόθηκε σε Β΄ έκδοση επαυξημένη το 2007 με τίτλο «Ημερολόγιον του βίου μου αρχόμενον από του 1886». Τα τρία κεντρικά θέματα της αφήγησης του Τσερκεζή είναι Οι ελληνικές παροικίες της Μεσογείου, Το μεταναστευτικό κύμα στην Αμερική και Οι αγώνεςΕλλήνων για εθνική ολοκλήρωση, τα οποία πλαισιώνονται από τον έρωτά του για τη μετέπειτα σύζυγό του, ένα ειδύλλιο που θα ευοδωθεί μετά από πολλές αντιξοότητες, αν αναλογιστεί κανείς ότι το ζευγάρι δεν θα ιδωθεί για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια και η μεταξύ τους αλληλογραφία θα διακόπτεται συχνά και για μεγάλα χρονικά διαστήματα (1912-1920), λόγω των «δυστροπιών της τύχης».
Απόσπασματα από το βιβλίο
………Όταν αφίχθην εις Λάρνακα, εξήλθον με τα στρατιωτικά. Τας αποσκευάς μου μετέφερεν είς αχθοφόρος εις το ξενοδοχείον, εγώ δε στηριζόμενος εις τας βακτηρίας μου εβάδιζον βραδέως με τον πάσχοντα πόδα αιωρούμενον και διηυθυνόμην προς την πλατείαν Aγίου Λαζάρου, μέρος εις ό εσύχναζον οι εγχώριοί μου κατερχόμενοι εις την πόλιν. Όθεν διηρχόμην, όλοι σχεδόν ηγείροντο και με παρετήρουν. Εις την πλατείαν Aγίου Λαζάρου συνήντησα εγχωρίους μου, οίτινες έφερον αυθημερόν την είδησιν εις την αδελφήν μου και εις τους λοιπούς συγγενείς. Την επομένην, περί την 10ην πρωινήν, δι’ αμάξης αφίχθην και εγώ εις το χωρίον μου. Έξωθεν του χωρίου όλοι οι κάτοικοι συν γυναιξί και τέκνοις εξήλθον εις προϋπάντησίν μου.
Oυδέποτε θα λησμονήσω την υποδοχήν εκείνην, η χαρά των αγαθών χωρικών ήτο εζωγραφισμένη εις όλων τα πρόσωπα. Ήτο όντως βασιλική υποδοχή, ήτο εν μικρογραφία ομοία εκείνης όπου έγινεν εις Aθήνας εις τον Bασιλέα Kωνσταντίνον.
Ο κώδων της εκκλησίας του χωρίου ήχει καλών τους πάντας προς συγκέντρωσιν. Ο διδάσκαλος Κωνστ. Συμεών, μετά των μαθητών του σχολείου, φέρων στέφανον με διάφορα άνθη διά της αριστεράς χειρός, διά δε της δεξιάς έκαμε χειρονομίαν εις τον αμαξάν να σταματήσει. Είς ευσταλής νέος κρατών την ελληνικήν σημαίαν επλησίασεν την θύραν της αμάξης όπως με βοηθήσει να κατέλθω, μία ομοβροντία εχαιρέτισε την εξ αμάξης έξοδόν μου, μία δωδεκαέτις κόρη μού προσέφερεν μικράν ανθοδέσμην (ήν ησπάσθην εις το μέτωπον). Ο διδάσκαλος μού εξεφώνησεν ενθουσιαστικόν λόγον και μου προσέφερε τον στέφανον.
Ήρχισαν τότε οι ασπασμοί. Πρώτη με εφίλησεν η αδελφή μου. Η συγκίνησίς μου ήτο τοιαύτη, ώστε δεν ηδυνάμην να ομιλήσω. Κατόπιν, προηγουμένου του διδασκάλου, οδηγήθημεν όλοι εις την εκκλησίαν όπου εψάλη δοξολογία. Έξωθεν της εκκλησίας οι συγκεντρωθέντες έψαλον τον Eθνικόν ύμνον, εκεί εζήτησα όπως μοι δείξωσιν τον τάφον του προ έξι μηνών αποβιώσαντος πατρός. Εκεί προσηυχήθην ολίγα λεπτά και κατόπιν διηυθύνθην εις τον οίκον της αδελφής μου ένθα έγινεν η δεξίωσις.
Tέσσαρας ολοκλήρους μήνας διέμεινα εις Kύπρον. Όταν επέστρεψα εις Aθήνας παρησιάσθην εις την ανωτάτην υγειονομικήν επιτροπήν, μου εδόθη τετράμηνος σύνταξις εκ τριάκοντα δραχμών μηνιαίως, παρήτησα την μίαν βακτηρίαν και βοηθούμενος υπό της ράβδου μου εβάδιζον χωλαίνων ολίγον…..
(Η ευτυχής κατάληξη του ειδυλλίου)
Όταν επήρα την άδειαν του ιατρού ότι δύναμαι να φύγω και ότι συν τω χρόνω θα δυναμώσει το φως μου, απεφάσισα να επισκεφθώ την γενέτειράν μου. Επέβην του αγγλοαιγυπτιακού εκ Πειραιώς την 16 Φεβρουαρίου 1924 και διά μέσον Αλεξανδρείας έφθασα εις Κύπρον τη 24η του ιδίου. Είχα δέκα έτη να ίδω τους συγγενείς μου, οίτινες με υπεδέ χθησαν με δάκρυα χαράς όλοι, συγγενείς και γνωστοί. Και αφού τους ανακεφαλαίωσα τας τόσας και τόσας δυστυχίας άς υπέστην ένεκεν της ασθενείας των οφθαλμών μου και τους εξέθεσα την πενιχρότητα της οικονομικής μου καταστάσεως, τους εδήλωσα ότι, με τα ολίγα χρήματα –σαράντα περίπου λίρας– άτινα μου απέμεινον, θα αγοράσω ολίγα κεντήματα και θα φύγω διά την Ευρώπην, όπως διά του μικροεμπορί ου τούτου προσπορίζωμαι τα προς το ζην. Διότι εις ήν θέσιν έχουν έλθει τα μάτια μου, δεν δύναμαι να κάμω καμίαν εργα σίαν βαρείαν, άλλωστε και η ηλικία μου δεν μου το επιτρέπει. Απέφυγα επιμελώς να τους είπω ότι η κυριοτέρα αιτία ήτις με κάμνει να πέσω και πάλιν εις τους κόλπους της κακής μη τρυιάς, της αφιλοστόργου ξένης, ήτις επί τριάντα έξι έτη με εβασάνιζεν χωρίς ποτέ να μου προσφέρει μίαν θωπείαν ή έν μειδίαμα καν, το ελατήριον όθεν το οποίον με ώθησεν να επαναλάβω τον προς την ξενητιά άχαρι δρόμον μου ήτο έν
αίσθημα ευγενές, το οποίον υπό των ποιητών αποκαλείται Έρως. Έρως εις την ηλικίαν μου, ηλικίαν πενήντα ετών. Αι κοινωνίαι ίσως θα το θεωρήσωσι γελοίον, και είμαι βέ βαιος ότι τα 99% θα το σχολιάσωσιν, και η φιλοκατήγορος και σεμνότυφος κοινωνία θα γελάσει εις βάρος μου και θα εκφέρει την ετυμηγορίαν της με τας συνήθεις λέξεις: «μα δεν εντρέπεται, ο παλιόγερος!»
Αυτά όλα τα είχα προ πολλού λάβει υπ’ όψιν μου και προσε πάθησα να ξεριζώσω την ιδέαν αυτήν από το κεφάλι μου προ δώδεκα ετών, ότε έκαμα κάποιαν απόπειραν να συναντήσω το πρόσωπον εκείνο και δεν το κατόρθωσα. Τα αλλεπάλληλα έκτοτε ατυχήματα με έκαμαν να πεισθώ ότι δεν είναι πεπρω μένον και οφείλω να το βγάλω –κατά το δη λεγόμενον– από τον νου μου, και παρεδέχθην ότι ούτω έπρεπεν και επίστευσα και ήμην ήσυχος.
Ω! ποία πλάνη! Ποσάκις η ψυχρά λογική δεν συνε κρούσθη μετά της καρδίας και δεν της υπέδειξεν το ασυμβίβαστον, το άτοπον, το παράκαιρον, το αδύνα τον. Η πτωχή και τάλαινα* καρδία, εξαντλημένη από τας ταλαιπωρίας και πιεζομένη από την αδυσώπητον δυστυχίαν, εκάμφθη, εξέφερεν υπόκωφον γογγυσμόν και εσιώπησεν.
Άραγε υπέκυψεν εις τας υποδείξεις της λογικής; Δεν το πιστεύω. […] Είχομεν δεκαεπτά όλα έτη να ιδωθώμεν, το υπό την τέφραν πυρ δεν είχεν εντελώς σβεσθεί, μία ριπή ανέμου ήρκει όπως αναδώσει φλόγας και καπνόν μελαίνοντα. Τώρα, ότε εβεβαιώθην από τον ιατρόν ότι τα μάτια μου δεν θα με επόνουν πλέον, εσκέφθην ότι περισσοτέραν ανάγκην είχα της κόρης εκείνης παρά άλλοτε, εις ήν θέσιν ευρισκόμην, διότι η σύζυγος είναι ο μόνος άνθρωπος όστις θα παρευρεθεί εις το προσκέφαλόν μας και την τελευταίαν στιγμήν.
Ο αδελφός της, όστις εγνώριζε αμυδρώς πως τον έρωτά μας, μου επρότεινεν να της γράψει να έλθει εις Αθήνας και τελέ σωμεν τους γάμους μας προσφυγικά, αλλ’ εγώ τον ημπόδισα.
«Όχι», του λέγω, «Γιώργο. Πρέπει πρώτον να με ίδει, διό τι δεν είμαι εκείνος όν προ δεκαεπτά ετών εγνώριζεν. Όταν έλθει εδώ, θα αναγκασθεί, και εγώ δεν θέλω να γίνει τούτο. Πρέπει να με ίδει εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκομαι, χωρίς να πιεσθεί, και αν στέργει να ενώσει την τύχην της μαζί μου, έχει καλώς, εάν όχι, ουδόλως θα μου κακοφανεί, διότι γνωρίζω κάλλιστα την θέσιν μου, δεν είμαι εγωιστής».
Και προς τούτο απεφάσισα να υπάγω εις Κύπρον, να αγοράσω με τα ολίγα χρήματα άτινα έχω –τριάντα περίπου λίρας– κυ πριακά κεντήματα, θα αποβιβασθώ εις Μασσαλίαν και εκεί, συναντώμενοι, θα εξηγηθώμεν. Με τα κεντήματα, εάν βοηθήσει ο Θεός και εύρω καλήν αγοράν, θα καλύψω τα έξοδά μου…
(Στον «άτυχο» ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897)
Ήτο η 18η Μαρτίου του έτους 1897∙ μας ειδοποίησαν ότι το Γενικόν Προξενείον της Ελλάδος δέχεται προς εγγραφήν εθε[1]λοντάς. Ήμην ο πρώτος εκ των προσελθόντων: ενεγράφημεν εν όλω την ημέραν εκείνην 85 Κύπριοι διαμένοντες εν Αλεξανδρεία. Η Κυπριακή Αδελφότης μάς επρόσφερεν τρόφιμα δι’ όλους και τον ναύλον μας∙ το ατμόπλοιον εις ό επέβημεν, την 19ην Μαρτίου, ήτο Ρωσικόν. Την στιγμήν καθ’ ήν επρόκειτο να αναχωρήσει το ατμόπλοιον, οι πλείστοι εκ των εθε λοντών εφόρουν φέσια, αλλ’ ότε το ατμόπλοιον ανέσυρε την άγκυραν τα έριψαν εις την θάλασσαν δείχνοντες την περιφρόνησιν του τουρκικού καλύμματος.
Την 9ην πρωινήν της 21ης Μαρτίου εφθάσαμεν αισίως εις Πειραιά άνευ ουδενός επεισοδίου∙ ετύχομεν μεγίστης εν Πειραιεί υποδοχής: μόλις εξήλθομεν του ατμοπλοίου, ο δήμαρχος Πειραιώς μάς εξεφώνησεν έν σύντομον πλην ενθουσιαστικόν λόγον εξυμνών την Κύπρον διά τον πατριωτισμόν της, μετά το πέρας του λόγου διηυθύνθημεν εις τον σταθμόν Πειραιώς– Αθηνών, προπορευομένης της μουσικής του ορφανοτροφείου και παιανιζούσης τον ελληνικόν ύμνον. Εις τον σταθμόν μάς εκέρασαν από δύο κονιάκ, την στιγμήν καθ’ ήν έφθασεν η αμαξοστοιχία το πλήθος εξερράγη εις ζητωκραυγάς: «Ζήτω ο πόλεμος, ζήτω ο βασιλεύς Γεώργιος, ζήτω οι Κύπριοι εθελονταί!» Εφθάσαμεν εις τας Αθήνας την 11ην π.μ. Εις τον σταθμόν Ομονοίας μάς ανέμενεν σώμα Κυπρίων εθελοντών συγκείμενον εκ 250 ανδρών, μία στρατιωτική μουσική και τέσσαρες αξιωματικοί του πεζικού.
Δεν δύναμαι να περιγράψω την έξοδόν μας εκ του σταθμού, ήτο αληθές πανδαιμόνιον, οι πίλοι μας ανεβιβάζοντο και κατεβιβάζοντο αδιακόπως. Οι αξιωματικοί μάς έταξαν εις τετράδας, έμπροσθεν προπορεύοντο τέσσαρες καλόγηροι Κύπριοι κρατούντες μίαν ελληνικήν σημαίαν την οποίαν εκόμισαν εκ της μονής του Κύκκου, καθ’ οδόν αι ζητωκραυγαί δεν διεκό[1]πτοντο ούτε επί έν δευτερόλεπτον, ιδίως εκ μέρους των πολιτών. Όταν εφθάσαμεν εις την πλατείαν του Συντάγματος το θέαμα ήτο απερίγραπτον: κύριοι και κυρίαι εκρέμοντο εις τους εξώστας και εις τα παράθυρα ζητωκραυγάζοντες υπέρ των Κυπρίων εθελοντών, λέγοντες ότι η Ελλάς θα ενθυμείται πολύν καιρόν την Κύπρον διά τον πατριωτισμόν της, διά την γενναιότητα ήν έδειξε με άνδρας και με χρήμα εις την προσφιλή της Μητέρα∙ εφθάσαμεν εις την οδόν Κολωνάκι και εκεί διεσκορπίσθημεν εις τα ξενοδοχεία.
Την επιούσαν επήγαμεν όλοι ομού εις το στρατολογικόν γραφείον, εξετάσθημεν υπό υγιεινήν έποψιν και ορκίσθημεν, και από εκεί μας επήρεν ένας αξιωματικός εις τα παραπήγματα και ύστερον από τρεις ημέρας ενεδύθημεν στρατιωτικάς στολάς∙ ήτο Σάββατον η 29η Μαρτίου ότε ενεδύθημεν όλοι τα στρατιωτικά, ήμεθα το όλον 800, δηλαδή ένα τάγμα. Κάθε ημέραν εκάμναμεν γυμνάσια εντός του περιβόλου των παραπηγμάτων.
Την 29ην Μαρτίου ένα τάγμα έλαβε διαταγήν από το υπουργείον να αναχωρήσει διά Βόλον, το τάγμα εκείνον ήτο το 2ον έμπεδον των εφέδρων της ταξιαρχίας του Τερτίπη∙ μεταξύ των εφέδρων προσελήφθησαν και είκοσι εθελονταί εξ ών ήμην και εγώ είς. Την 6ην μ.μ. μας έβαλαν εις την γραμμήν,ήμεθα όλοι πλήρει πανοπλίας, μας έδωσαν από τριάντα έξι φυσίγγια και μας παρήγγειλαν ότι όστις από ημάς ρίψει θα τιμωρείται∙ παρετάχθημεν εις τετράδας και αμέσως δεκαοκτώ σάλπιγγες έδωσαν το σημείον της αναχωρήσεως∙ διηυθύνθημεν εις τον σταθμόν Ομονοίας βαδίζοντες κανονικώ βήματι εις τετράδας όλοι επ’ ώμου άρμ.
Ο ενθουσιασμός των Αθηναίων ήτο απερίγραπτος. Από τους εξώστας και από τα παράθυρα ήναπτον διάφορα πυροτεχνή[1]ματα, μας έριπτον άνθη και μας ηύχοντο να γυρίσωμεν νι[1]κηταί. Πλησίον του σταθμού οι αξιωματικοί διέταξαν αλτ∙ εσταθήκαμεν. Εκεί όπου εστάθην εγώ βλέπω και πίπτει πλησίον μου έν κυτίον σιγάρων, εν ροπή οφθαλμού το διεμοιράσθην μετά των συντρόφων μου. Επειδή ήργει εισέτι η αμαξοστοιχία, οι αξιωματικοί μάς επέτρεψαν να προμηθευθώμεν καπνόν διά τον πλουν∙ έτρεξαν τότε άλλοι εις τα καπηλεία και άλλοι εις τα καπνοπωλεία, αλλά μετ’ ολίγον έφθασεν η συνολκή και η σάλπιγξ ήχησεν συνάθροισιν, πάντες δε οι απομακρυνθέντες ήλθον και ετάχθησαν εις τας θέσεις των∙ εισήλθομεν εντός των βαγονίων ζητωκραυγάζοντες και αποχαιρετούντες τας Αθήνας, τας οποίας Κύριος οίδε εάν θα επανεβλέπαμεν. Μετά ημίωρον εφθάσαμεν εις Πειραιά και επεβιβάσθημεν ατμοπλοίου μεταγωγικού της εταιρείας Τσον, ονομαζόμενον Ελπίς.
Εις τας 9 ακριβώς ανεχωρήσαμεν εκ Πειραιώς και την 31ην Μαρτίου εφθάσαμεν εις Βόλον. Εξήλθομεν εις την πλατείαν Βόλου, μας έδωσαν άρτον και συσσίτιον και εισήλθομεν εντός της αμοξοστοιχίας διά να φθάσωμεν εις την Λάρισαν, αλλ’ αίφνης ήλθεν τηλεγράφημα εκ του αρχηγείου Λαρίσης να μένει το τάγμα μας εις Βόλον μέχρι νεοτέρας διαταγής∙ εκαθίσαμεν εις Βόλον μέχρι της 5ης Απριλίου, εκάμναμεν γυμνάσια. Αίφνης την 6ην Απριλίου, ημέραν Σαββάτον περί ώραν 10ην πρωινήν, καθ’ ήν στιγμήν επεστρέφαμεν από τα γυμνάσια, είδαμεν τους εφημεριδοπώλας τρέχοντας τήδε κακείσε και φωνάζοντας ούτω!!! «Έκτακτον τηλεγράφημα εκ Λαρίσης. Χθες την νύκτα, περί ώραν 2αν μετά το μεσονύκτιον έγινεν η έναρξις του πολέμου, οι ημέτεροι εξετόπισαν τον εχθρόν».
Πηγές:
*Σάββας Τσερκεζής, “Ημερολόγιον του βίου μου, αρχόμενον από του 1886”, β΄έκδοση. Επιμ. Φ. Σταυρίδης. Λευκωσία: Πολιτιστικό Κέντρο Ομίλου Λαϊκής, 2007).
*Σάββας Τσερκετζής- Ένας Κύπριος Οδυσσέας (1875-1963). Λούης Περεντός
*Κείμενα Κυπριακής Λογοτεχνίας, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, σελ. 163-173