Η μεγάλη ποσότητα των επιφανειακών κεραμεικών οστράκων και αρκετών άλλων κινητών αρχαιολογικών καταλοίπων, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των κατά καιρούς συστηματικών δοκιμαστικών ανασκαφικών ερευνών σε διάφορα σημεία στα νότια και νοτιοδυτικά του χωριού Καλοψίδα, μαρτυρούν ότι στη μεγάλη αυτή συνοριακή περιοχή του χωριού κρύβεται ένας από τους κυριότερους αρχαίους κυπριακούς συνοικισμούς ή μια σημαντική πόλη με εκτενέστατο νεκροταφείο, που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στη διάρκεια της Μέσης εποχής του Χαλκού (1900-1650 π.Χ.) και της πρώτης φάσης της Ύστερης εποχής του Χαλκού (1650 -1400 π.Χ.).
Βλέπε λήμμα: Εποχή του Χαλκού
Ο αρχαιολογικός χώρος, που βρίσκεται σε ελάχιστη απόσταση από το χωριό ανάμεσα στις τοποθεσίες Κουφός, Τραπέζια, Βούρνες και Γαστρικά, καλύπτει μια έκταση 4 περίπου τ. χμ. και χωρίζεται σε δυο μέρη από τον παλαιό κύριο δρόμο Λευκωσίας - Αμμοχώστου.
Ο εντοπισμός του αρχαιολογικού χώρου και οι πρώτες ανασκαφικές έρευνες έγιναν το 1894 από τον John L. Myres. To έργο του Myres περιορίστηκε στην ανασκαφή 33 συνολικά τάφων, σε διάφορα αντιπροσωπευτικά τμήματα του νεκροταφείου, και στην αποκάλυψη ενός τοίχου από αργούς λίθους στην κορφή του λόφου, που υπάγεται στην τοποθεσία Γαστρικά και διαχωρίζεται από το δρόμο. Όλοι οι ανασκαφέντες τάφοι ήσαν λαξευτοί μέσα στο φυσικό ασβεστολιθικό βράχωμα και είχαν ομοιόμορφο νεκρικό θάλαμο ακανόνιστου κυκλικού σχήματος. Παρόλο που οι περισσότεροι απ' αυτούς είχαν συληθεί στο απώτερο παρελθόν, τα νεκρικά κτερίσματά τους περιλαμβάνουν αρκετά πήλινα αγγεία και μεγάλη ποικιλία χάλκινων αντικειμένων και μικροτεχνικών έργων, από τα οποία μερικά είχαν εισαχθεί από την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο και πολλά είχαν κατασκευαστεί στην περιοχή της Καρπασίας και σε άλλα μέρη του νησιού. Από το σύνολο των ταφικών ευρημάτων μόνο ελάχιστα δείγματα αγγείων, πήλινων βαρών και άλλων μικρών αντικειμένων χρονολογούνται στην τελευταία φάση της Πρώιμης εποχής του Χαλκού (γύρω στο 2000 π.Χ.), ενώ τα υπόλοιπα εντάσσονται στη Μέση εποχή του Χαλκού (1900 - 1650 π.Χ.). Αρκετά από τα ευρήματα αυτά βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Asmolean της Οξφόρδης.
Οι ανασκαφικές εργασίες του Myres συνεχίστηκαν το 1924, σε μικρή κλίμακα, από την πρώτη σουηδική αρχαιολογική αποστολή στην Κύπρο, υπό τη διεύθυνση του Einar Gjerstad, με κύριο στόχο την αποκάλυψη οικιακών αρχιτεκτονικών καταλοίπων και τον εντοπισμό του μεγάλου συνοικισμού ή της πόλης, που συνορεύει με τη σημερινή Καλοψίδα. Άμεσο αποτέλεσμα των σουηδικών αρχαιολογικών ερευνών, που περιορίστηκαν στο χώρο όπου ο Myres αποκάλυψε τον προαναφερθέντα λιθόκτιστο τοίχο, ήταν η ανακάλυψη μιας μεγάλης κατοικίας διαστάσεων 15X12 μ., από την οποία διασώθηκαν τα θεμέλια και το κατώτερο τμήμα των περισσότερων τοίχων. Πρόκειται για οικιστικό σύμπλεγμα, που αποτελείται από έντεκα δωμάτια ορθογώνιου σχήματος, κτισμένα γύρω από τις τρεις πλευρές ενός τετράγωνου ανοικτού χώρου, που αποτελεί ένα είδος υπαίθριας επίπεδης αυλής. Τα θεμέλια και το σωζόμενο κατώτερο μέρος των τοίχων είναι κατασκευασμένα από ακατέργαστους μικρούς αργόλιθους και χαλίκια, ενώ το υπόλοιπο πάνω μέρος τους φαίνεται να ήταν πλινθόκτιστο. Στην ανατολική της πλευρά η κατοικία ενώνεται με άλλο οικοδόμημα, άγνωστης χρήσης, γιατί η ανασκαφή του δεν έχει περατωθεί, και κατά μήκος της νότιας πλευράς της υπάρχει φαρδύς δρόμος. Τα δάπεδα των δωματίων είναι καμωμένα από κτυπητή γη και αρκετές ενδείξεις φανερώνουν ότι οι στέγες ήσαν επίπεδες. Τα διάφορα κινητά ευρήματα από τα δάπεδα και τ' άλλα αρχιτεκτονικά λείψανα της κατοικίας περιλαμβάνουν πολυάριθμα όστρακα από ερυθροστιλβωτά αγγεία των εξελιγμένων τύπων, από λευκά ζωγραφιστά αγγεία και από αγγεία με ερυθρωπή διακόσμηση πάνω σε μελανή επιφάνεια.
Από τα άλλα είδη των ανευρεθέντων κινητών αντικειμένων σημαντικό θεωρείται ένα πήλινο ομοίωμα ιερού, που παριστάνει ανάγλυφα ξόανα με ταυροκεφαλές, παρόμοιο με τα ομοιώματα ιερών, που προέρχονται από τον ανασκαφικό χώρο του ιερού στο χωριό Κοτσιάτης, της επαρχίας Λευκωσίας.
Βλέπε λήμμα: Ταύρος, ταύρου λατρεία
Εξίσου σημαντικά είναι και αρκετά δείγματα από κόκαλα σκύλων και αλόγων, που μαρτυρούν ότι τα ζώα αυτά περιλαμβάνονται ανάμεσα στ' άλλα γνωστά κατοικίδια ζώα της προϊστορικής Κύπρου, δηλαδή στα αιγοπρόβατα και τους χοίρους. Σύμφωνα με τα γενικά ανασκαφικά δεδομένα και τη χρονολόγηση της αγγειοπλαστικής και των άλλων κινητών ευρημάτων, που καλύπτει όλες τις φάσεις της Μέσης εποχής του Χαλκού, συμπεραίνεται ότι η αποκαλυφθείσα κατοικία κτίστηκε στη διάρκεια της πρώτης φάσης της εποχής αυτής και, αφού με διάφορες προσθήκες και μετατροπές διατηρήθηκε μέχρι και τα μέσα της τρίτης φάσης της, τελικά καταστράφηκε από πυρκαγιά λίγο πριν από το 1650 π.Χ.
Οι δοκιμαστικές ανασκαφικές έρευνες της πρώτης σουηδικής αρχαιολογικής αποστολής επαναλήφθηκαν και περατώθηκαν το 1959 από τη δεύτερη σουηδική αποστολή, υπό τη διεύθυνση του Paul Astrom. Με τις τελευταίες αυτές μεθοδικές αρχαιολογικές εργασίες, που επεκτάθηκαν σε διάφορα αντιπροσωπευτικά τμήματα του αρχαιολογικού χώρου και αποσκοπούσαν στη λεπτομερή μελέτη της στρωματογραφίας και στην ακριβή χρονολόγηση των διαδοχικών οικιστικών φάσεων του συνοικισμού, αποκαλύφθηκαν τ' αρχιτεκτονικά κατάλοιπα δυο μεγάλων ορθογώνιων δωματίων, που αποτελούν μέρος μιας άλλης μεγάλης κατοικίας, και πληθώρα κεραμεικών οστράκων, που αντιπροσωπεύουν τα διάφορα στρώματα. Τα δείγματα των κεραμεικών οστράκων, που προέρχονται από τα βαθύτερα στρώματα — πάνω στα οποία είναι κτισμένα τ' αποκαλυφθέντα οικιακά κατάλοιπα — χρονολογούνται στην τελευταία φάση της Πρώιμης εποχής του Χαλκού (2000 -1900 περίπου π.Χ.), όπως ακριβώς και τα αρχαιότερα δείγματα κεραμεικής από τους τάφους που σκάφτηκαν από τον Myres και από τα στρώματα, που βρίσκονται κάτω από τα θεμέλια της πρώτης μεγάλης κατοικίας, η οποία ανακαλύφθηκε από τον Gjerstad. Τα υπόλοιπα δείγματα των κεραμεικών οστράκων αντιπροσωπεύουν χρονολογικά τέσσερα διαδοχικά στρώματα του οικιστικού χώρου και εντάσσονται στις τρεις φάσεις της Μέσης εποχής του Χαλκού (1900 -1800, 1800 - 1700, 1700 - 1650 π.Χ.) και στην πρώτη φάση της Τελευταίας εποχής του Χαλκού (1650 - 1400 π.Χ.). Ελάχιστα άλλα κεραμεικά όστρακα και μικροτεχνικά δείγματα από τα ανώτερα στρώματα και από την επιφάνεια του αρχαιολογικού χώρου χρονολογούνται σε διάφορες περιόδους από τη Γεωμετρική εποχή μέχρι και τα Μεσαιωνικά χρόνια και αναμφίβολα σχετίζονται με τα οικιακά κατάλοιπα των αντίστοιχων χρονολογικών περιόδων που δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί.
Το γενικό συμπέρασμα από τα μέχρι σήμερα ανασκαφικά δεδομένα είναι ότι η Καλοψίδα συνορεύει μ' ένα πολύ μεγάλο συνοικισμό ή πόλη, που κτίστηκε γύρω στο 2000 π.Χ., αναπτύχθηκε σ' ένα από τα πιο σημαντικά εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα της Κύπρου σ' ολόκληρη τη διάρκεια της Μέσης εποχής του Χαλκού και της πρώτης φάσης της Ύστερης εποχής του Χαλκού, άρχισε να παρακμάζει από το 1400 π.Χ. και να φθίνει σταδιακά από την εποχή του Σιδήρου μέχρι την τελική καταστροφή και εγκατάλειψή του στα Μεσαιωνικά χρόνια.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια