Δάσκαλος και Λογοτέχνης. Ο Κώστας Μοιράνθης, του Γιάννη Χατζή Τσιρίπιλλου και της Θεονίτσας Χατζή Παπακωσταντή κατάγεται από τον Άγιο Ιωάννη Αγρού. Δραστηριοποιήθηκε ως δάσκαλος, λογοτέχνης και μουσικός στην Κερύνεια. Βάσει μαρτυρίων, δολοφονήθηκε στα περίχωρα της Κερύνειας στις 22 Ιουλίου 1974 κατά την προέλαση των τουρκικών στρατευμάτων μετά την εκεχειρία.
Το 2008 η Ρήνα Κατσελλή κυκλοφόρησε βιβλίο για τον σημαντικό Κερυνειώτη δάσκαλο Κώστα Μοιράνθη με τίτλο Κώστας Μοιράνθης, τάφος άγνωστος - Η ζωή και οι δημοσιεύσεις του.
Ο Κώστας Μοιράνθης γεννήθηκε στο ορεινό χωριό Άγιος Ιωάννης του Αγρού στις 27 Ιουλίου 1904. Πατέρας του ήταν ο Γιάννης Χατζή Τσιρίπιλλος και μητέρα η Θεονίτσα Χατζή Παπά Κωσταντή. Ήταν το πέμπτο παιδί μιας εννιαμελούς οικογένειας και από μικρός έδειξε την αγάπη του για τα γράμματα αλλά και τη μουσική. Οι δυσκολίες όμως της ζωής και τα πολλά στόματα που είχε να θρέψει ο πατέρας του δεν του έδιδαν πολλές ελπίδες να φοιτήσει στο γυμνάσιο όταν τέλειωσε το δημοτικό του χωριού του το 1916. Η ευκαιρία ήρθε μετά από μια επίσκεψη του προοδευτικού Μητροπολίτη Κιτίου, Μελέτιου Μεταξάκη (μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης – Μελέτιος Δ΄) στο χωριό του όπου και φιλοξενήθηκε στο σπίτι του πατέρα του όντας ο μουκτάρης του χωριού. Ο επίσκοπος, αφού διέκρινε τα χαρίσματα του, πρότεινε στον πατέρα του να τον δώσει στην εκκλησία για να μορφωθεί και αργότερα να γίνει ιερωμένος. Ο πατέρας του που είχε μεγάλες προσδοκίες για το μέλλον του γιου του αποδέχτηκε.
Ως τρόφιμος της Μητρόπολης Κιτίου στην κοσμοπολίτικη τότε Λάρνακα είχε την ευκαιρία να ανακαλύψει ένα νέο κόσμο, πολύ διαφορετικό από αυτόν του χωριού του, να διευρύνει τους ορίζοντες του και προπαντός να ξυπνήσει μέσα του το πάθος για την κλασσική μουσική. Είχε μάλιστα την ευκαιρία να πάρει τα πρώτα του ιδιαίτερα μαθήματα στην εκμάθηση βιολοντσέλου και βιολιού. Το 1918, σε ηλικία 14 χρονών γράφτηκε στο Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο Λάρνακας, ένα εξαίρετο εκπαιδευτήριο όπου φοιτούσαν πολλά υποσχόμενοι νέοι της εποχής.
Σύντομα όμως, επηρεασμένος από διάφορους διανοούμενους με τους οποίους ήρθε σε επαφή, από τα κοσμογονικά γεγονότα της εποχής (Α’ παγκόσμιος πόλεμος, Οκτωβριανή επανάσταση, σοσιαλιστικό κίνημα) αλλά κι’ από τη φτώχεια και την εξαθλίωση που βίωναν οι Κύπριοι, συνειδητοποίησε ότι δεν ήθελε να ακολουθήσει το δρόμο της ιεροσύνης για τον οποίο τον προόριζαν. Η εντιμότητα του δεν του επέτρεπε να συνεχίσει στο Ιεροδιδασκαλείο και αποφάσισε να το εγκαταλείψει, μια απόφαση που τον αποξένωσε από την οικογένεια του αφού ο πατέρας του ένοιωσε προδομένος από την αθέτηση της υπόσχεσης που είχε δώσει ο γιος του.
Μη έχοντας πλέον δεσμούς με την Μητρόπολη Κιτίου και χωρίς τη συμπαράσταση της οικογένειας του, τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν πολύ δύσκολα. Αφού βρήκε στήριξη από οικογένειες που τον συμπαθούσαν γράφτηκε στο κανονικό γυμνάσιο Λάρνακας. Για να βγάζει τα προς το ζην, τα βράδια αναγκαζόταν να παίζει βιολοντσέλο σε νυκτερινά κέντρα. Με τα χρήματα που κέρδιζε παρακολουθούσε παράλληλα και μαθήματα βιολιού. Την ίδια περίοδο άρχισε να γράφει και ποιήματα, επιλέγοντας, αντί το πατρικό του επίθετο, το ψευδώνυμο Μοιράνθης (άνθος της Μοίρας)!
Το 1921 ολοκλήρωσε το γυμνάσιο στη Λάρνακα και με τα λιγοστά χρήματα που είχε μαζέψει, αποφάσισε να μετακομίσει στη Λευκωσία και να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παγκύπριο Διδασκαλείο με σκοπό να τελειώσει δάσκαλος. Απώτερος του στόχος όμως ήταν να καταφέρει με το μισθό του δασκάλου να οικονομήσει αρκετά χρήματα για να συνεχίσει με ανώτερες μουσικές σπουδές στο εξωτερικό. Στη Λευκωσία εξάλλου είχε περισσότερες ευκαιρίες να αναπτύξει τη δεξιότητα του στο βιολί.
Τον αποκλήρωσε
Η ζωή στην πρωτεύουσα ήταν μοναχική, συχνά αφιλόξενη για το νεαρό φοιτητή. Εδώ τουλάχιστον συνδέθηκε με άτομα που είχαν παρόμοια ενδιαφέροντα με τον ίδιο, τη μουσική και τη λογοτεχνία, όπως τους Σόλωνα Μιχαηλίδη και άλλους με τους οποίους διατήρησε στενές φιλικές σχέσεις και μετά το Παγκύπριο Διδασκαλείο. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στη Λευκωσία, αφιερώθηκε στο βιολί θέλοντας να τελειοποιήσει την τεχνική του. Παράλληλα όμως, οι αντιξοότητες που αντιμετώπιζε τον ώθησαν να αναπτύξει ακόμη περισσότερο τα φιλολογικά του ενδιαφέροντα, όπως καταμαρτυρείται από την αλληλογραφία που είχε στο τελευταίο έτος των σπουδών του με το γνωστό τότε συγγραφέα και καθηγητή Ιωάννη Συκουτρή. Την ίδια εποχή, ο πατέρας του έμαθε πως η μάνα του τον βοηθούσε κρυφά για να τελειώσει τις σπουδές του, και τον αποκλήρωσε. Ο ίδιος υιοθετεί και επίσημα πλέον το ποιητικό του ψευδώνυμο “Μοιράνθης” ως το επίθετό του.
Δάσκαλος
To 1924 μετά την αποφοίτηση του από το Παγκύπριο Διδασκαλείο διορίστηκε δάσκαλος στο αρρεναγωγείο Κάτω Δικώμου. Εδώ έμελε να γνωρίσει την Κερυνειώτισσα Όλγα, τη γυναίκα του, η οποία ήταν κι’ αυτή διορισμένη δασκάλα στο Πάνω Δίκωμο. Μαζί έκαναν όνειρα να πάνε στο εξωτερικό να συνεχίσουν τη ζωή τους και να αναπτύξουν τα ενδιαφέροντά τους. Αποφάσισαν να μην παντρευτούν αμέσως γιατί έτσι μπορούσαν να οικονομήσουν περισσότερα χρήματα καθώς οι Άγγλοι τότε έπαυαν τι δασκάλες όταν αυτές παντρεύονταν. Παρέδιδαν μάλιστα τις οικονομίες τους στον πατέρα της Όλγας, τον Δημήτρη-τσαούση, για να τους τις φυλάει και να τους τις δώσει μετά που θα παντρευτούν για να πάνε στο εξωτερικό και να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Αυτός όμως είχε άλλα σχέδια για την κόρη του την οποία δεν ήθελε να χάσει από κοντά του όπως τις δύο μεγαλύτερες αδελφές της που είχαν ήδη αποφασίσει να ξενιτευτούν.
Όταν τελικά παντρεύτηκαν στην Κερύνεια το καλοκαίρι του 1929, ο Δημήτρη-τσαούσης, αντί χρήματα, τους παρέδωσε τους τίτλους ενός κτήματος 36 σκαλών στα δυτικά της Κερύνειας που τους το είχε αγοράσει με τα χρήματα που του έδιδαν συμπληρώνοντας κι’ αυτός από τα δικά του. Έτσι αναγκάστηκαν και πάλι να επιστρέψουν πίσω στo διδασκαλικό τους επάγγελμα, η Όλγα με προσωρινό διορισμό, για να μαζέψουν τις απαραίτητες οικονομίες και να πάνε στο εξωτερικό να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Η μοίρα όμως άλλα τους επιφύλασσε.
Οκτωβριανά
Η γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε τότε στην Κύπρο και οι ταραχές των Οκτωβριανών του 1931 άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους στη μετέπειτα πορεία του νεαρού ζευγαριού. Συμμετέχουν και αυτοί στο ξεσήκωμα των Κυπρίων με την Όλγα μάλιστα να πρωτοστατεί στα γεγονότα που συνέβησαν στην Κερύνεια, με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί και να καταδικαστεί, ευτυχώς μόνο σε πρόστιμο λόγω των γνωριμιών του πατέρα της. Τον επόμενο χρόνο ήρθε και το πρώτο τους παιδί, ο Δάφνης, ο οποίος ξύπνησε μέσα στο νεαρό πατέρα τις ευθύνες του ως οικογενειάρχη. Αρχικά δεν επέτρεψε στη γυναίκα του, η οποία δυσκολεύτηκε πολύ στη γέννα, να επιστρέψει στο σχολείο, ενώ ένοιωσε έντονα την ανάγκη να τους εξασφαλίσει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης από το μικρό σπίτι του πεθερού του στο λιμάνι της Κερύνειας. Αποφάσισε λοιπόν να κτίσει ένα μικρό σπίτι στο κτήμα που τους είχε αγοράσει ο πεθερός του στο οποίο εγκαταστάθηκαν το 1933.
Με την έλευση του δεύτερου παιδιού τους, της Λήδας, το 1936 συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε πλέον να κάνει όνειρα για μουσική καριέρα στο εξωτερικό. Σ’ αυτό συνέβαλε και η σοβαρή περιπέτεια που είχε με την υγεία του, έλκος στομάχου. Για την θεραπεία του ταξίδεψε στην Αθήνα όπου και παρέμεινε όλο το καλοκαίρι ακολουθώντας τις συμβουλές ενός γνωστού φυσιοθεραπευτή που του συνέστησαν. Η πλήρης αποθεραπεία του και η βαθιά γνώση που απέκτησε μέσα από τη μελέτη των βιβλίων του φυσιοθεραπευτή τον ώθησαν να γίνει αυστηρός χορτοφάγος μέχρι το τέλος της ζωής του. Μάλιστα, στα χρόνια που ακολούθησαν, πολλοί ήταν αυτοί που τον συμβουλεύονταν για θεραπείες, ενίοτε φιλοξενώντας τους και στο σπίτι του, πάντοτε αφιλοκερδώς.
Αποδεχόμενος τη μοίρα του, αποφάσισε να αφιερωθεί στο διδασκαλικό του έργο καθώς και τη συγγραφή διηγημάτων και μυθιστορημάτων. Το βιολί όμως παρέμεινε η μεγάλη αγάπη και ψυχαγωγία του μέχρι τέλους. Υπηρέτησε κατά καιρούς σε πολλά σχολεία κερδίζοντας την εκτίμηση των κατοίκων στις κοινότητες όπου υπηρετούσε, όχι μόνο ως πνευματικός καθοδηγητής των παιδιών τους αλλά και ως έμπρακτος συμπαραστάτης τους, μεταφέροντας τους τις πλούσιες γεωπονικές του γνώσεις για να αποκτήσουν κι’ αυτοί ένα καλύτερο μέλλον. Οι γνώσεις του αυτές τον βοήθησαν και στην καλλιέργεια του δικού του κτήματος, υπόδειγμα σ’ όλη την Κερύνεια, το οποίο και απέφερε στην οικογένεια ένα επιπρόσθετο εισόδημα εξασφαλίζοντας τους σχετική οικονομική άνεση. Ακόμη όμως και μέσα από την ενασχόληση του αυτή προσπαθούσε να κάνει τα ιδεολογικά του πιστεύω πράξη, βοηθώντας τους φτωχούς και αδικημένους συμπολίτες του. Διαμοίραζε φρούτα στους περαστικούς και φρόντιζε όπως οι εργάτες που προσελάβανε κυρίως από το κοντινό Κάρμι και το γειτονικό τουρκοκυπριακό χωριό Τέμπλος να αμείβονται καλύτερα από το κανονικό.
Σε κανένα στάδιο της ζωής του δεν ξέχασε τη γη που τον γέννησε για την οποία ένοιωθε μια ακαταμάχητη έλξη. Αν και ο ίδιος ακολούθησε από πολύ νωρίς το δικό του ξεχωριστό δρόμο, ξεφεύγοντας από τα στενά όρια του χωριού του και τους προσκολλημένους στα πατροπαράδοτα κατοίκους του, δεν έπαψε ποτέ να ενδιαφέρεται για την εκεί οικογένεια του. Περήφανος για τη βουνίσια καταγωγή του, ένοιωθε μια απέραντη συμπόνια για τους ανθρώπους αυτούς που θεωρούσε ως καταδικασμένους σ’ ένα αέναο αγώνα με τη γη τους. Επιδίωξε πεισματικά την συμφιλίωση με τον πατέρα του, κάτι που τελικά κατάφερε το 1951, κλείνοντας έτσι οριστικά ένα μαύρο κεφάλαιο στη ζωή του, γεγονός που άνοιξε το δρόμο της επανασύνδεσης με την οικογένεια που τόσο πολύ στερήθηκε στα νεανικά του χρόνια., Αυτό τον χαροποίησε ιδιαίτερα αφού απέδιδε μεγάλη σημασία στους συγγενικούς δεσμούς όπως φρόντιζε να αποδεικνύει συνεχώς με τις πράξεις του. Θέλοντας μάλιστα να ξεπληρώσει ένα προαιώνιο χρέος προς τη γενέθλια γη του, επιδίωξε και διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό του την περίοδο 1951-53.
Η Κερύνεια όμως ήταν ο τόπος που είχε φτιάξει το σπιτικό του και τη δική του οικογένεια. Αγαπούσε την Κερύνεια ως να ήταν ο τόπος καταγωγής του. Οι Κερυνειώτες, επηρεασμένοι ίσως από τους ορίζοντες που άνοιγε μπροστά τους η θάλασσα, ήξεραν πώς να χαίρονται τη ζωή, ήταν ανοιχτόκαρδοι και προπαντός ανοιχτόμυαλοι. Πολύ σύντομα τον έκαναν να νοιώθει ότι ήταν δικός τους άνθρωπος και ανέπτυξε ειλικρινείς φιλίες με άτομα που ενστερνίζονταν παρόμοια ενδιαφέροντα και ανησυχίες συμβάλλοντας στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και των ιδεολογικών του πιστεύω. Ο ίδιος φρόντισε να ανταποδώσει μέσα από τη συνεχή εμπλοκή του στα κοινά καθώς και μέσα από την προσπάθεια του να εμφυσήσει στους Κερυνειώτες το πάθος του για γνώση και μουσική. Εδώ επίσης ήταν που ανδρώθηκε λογοτεχνικά.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του σαν δάσκαλος αγόραζε βιβλία δημιουργώντας μια ιδιαίτερα πλούσια βιβλιοθήκη. Μελετούσε και ενημερωνόταν συνεχώς για τις σύγχρονες λογοτεχνικές τάσεις και τα καλοκαίρια, όταν δεν δούλευε, επιδιδόταν στο γράψιμο διηγημάτων και μυθιστορημάτων. Μερικά δείγματα από το πλούσιο συγγραφικό του έργο περισώθηκαν σε δημοσιεύσεις διηγημάτων του σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Περιγράφανε με πολύ παραστατικό τρόπο την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής μέσα κυρίως από τις προσωπικές του εμπειρίες στα δύσκολα χρόνια που πέρασε. Δυστυχώς όμως κανένα από τα εννέα συνολικά μυθιστορήματα που έγραψε δε διασώθηκε. Πέραν της τελειομανίας του, είχε την άποψη ότι το τολμηρό για την εποχή περιεχόμενό τους ενδεχομένως να ενοχλούσε και να είχε επιπτώσεις στο βιοποριστικό του επάγγελμα, έτσι συνειδητά ανέβαλλε την έκδοσή τους.
Το καλοκαίρι του 1974 είχε ολοκληρώσει τη διόρθωση και των εννέα μυθιστορημάτων του. Είχε μάλιστα προγραμματίσει ταξίδι στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο για να κανονίσει την έκδοσή τους. Δεν πρόλαβε. Αν και διορατικός, αφού παρακολουθούσε τις διαμορφούμενες εξελίξεις και ήταν γνώστης των γεωστρατηγικών συμφερόντων στην περιοχή διαβλέποντας έγκαιρα και τις επεκτατικές διαθέσεις της Τουρκίας, δεν ήταν δυνατό να προβλέψει το χρονικό σημείο της καταστροφής. Τη Δευτέρα, 22 Ιουλίου 1974, δύο μέρες μετά την εκδήλωση της τουρκικής εισβολής και ενώ υπήρχε συμφωνία για κατάπαυση του πυρός, γράφτηκε ο τραγικός επίλογος για το δάσκαλο, μουσικό, λογοτέχνη, φυσιοθεραπευτή, γεωργό Κώστα Μοιράνθη.
Έχοντας έντονη αγάπη για την πατρίδα του και θέλοντας να φανεί χρήσιμος στις δύσκολες ώρες της δοκιμασίας, προσφέρθηκε να μεταφέρει με το αυτοκίνητο του τρόφιμα στους μαχόμενους εθνοφρουρούς. Στο δρόμο, σε μικρή απόσταση από το κτήμα του, πληγώθηκε θανάσιμα από τα τούρκικα πυρά. Πέθανε μόνος σε παρακείμενο χαντάκι όπου τον άφησε ο συνοδηγός του, στον οποίο προέτρεψε να φύγει για να γλυτώσει εξηγώντας του παράλληλα και τρόπο διαφυγής. Τα έργα του όπως και ο ίδιος έγιναν ένα με τα χώματα της Κερύνειας.
Ο τόπος ταφής του παραμένει ως σήμερα άγνωστος.
Πηγές