Μουσικός Κώδικας Τορίνου

Image

Ο Μουσικός Κώδικας της Κύπρου που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Τορίνου αποτελεί πολύτιμη πηγή μοναδικών πληροφοριών για την πολυφωνική μουσική της Μεσαιωνικής Ευρώπης. Έχει ασυνήθιστα μεγάλο μέγεθος ενώ περιλαμβάνει έγχρωμες μινιατούρες.

 

Απαρτίζεται από πέντε διακριτά μέρη. Μερικά έχουν χαρακτήρα καθαρά θρησκευτικό όπως η ακολουθία του Αγίου Ιλαρίωνα και η ακολουθία της Αγίας Άννας, ενώ άλλα περιλαμβάνουν κοσμικές συνθέσεις, όπως μπαλάντες βιρελάϊ (virellais) και ροντό (rondeaux). Αυτός που συγκέντρωσε και επιμελήθηκε τα διάφορα μέρη πρέπει να ήταν μουσικός στην αυλή των Λουζινιανών με καταγωγή από τη βόρεια Γαλλία, ίσως ο Jean Hanelle που το 1436 αναφέρεται ως υπεύθυνος για τη μουσική του Κυπριακού Βασιλείου. Το χειρόγραφο πρέπει να γράφτηκε μεταξύ 1413-1434. Ο κώδικας αποτέλεσε μέρος της πλούσιας προίκας της Άννας Λουζινιάν κόρης του βασιλιά της Κύπρου Ιανού, όταν παντρεύτηκε τον Λουδοβίκο της Σαβοΐας το 1434. Ο κώδικας μεταφέρθηκε έτσι από την Κύπρο στην Σαβοΐα για να καταλήξει αργότερα στην συλλογή στην Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη του Τορίνου.

Ο Κώδικας που συνετέθη ειδικά για την αυλή των Λουζινιανών και ενσωματώνει πολλά από τα ιδεολογικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της κυπριακής κοινωνίας της εποχής. H συλλογή περιέχει ένα ποικίλο ρεπερτόριο, που περιλαμβάνει έργα θρησκευτικής (ύμνοι, ψαλμοί, λειτουργίες, motets) και κοσμικής μουσικής (ballades, rondeaux, virelais) και μαρτυρά ότι η κυπριακή βασιλική αυλή και η αριστοκρατία ακολουθούσαν τα σύγχρονα μουσικά ρεύματα στη Γαλλία και Iταλία, μάλλον μέσω των διασυνδέσεων της γυναίκας του Iανού Kαρλόττας των Bουρβώνων και της κόρης του Άννας της Σαβοΐας. H συμπερίληψη σε μία πολυφωνική συλλογή λειτουργιών του Aγίου Iλαρίωνα και της Aγίας Άννας για τη Λατινική Eκκλησία, που είναι γραμμένες σε μονοφωνική ψαλμωδία (plainchant) και προέρχονται από την ορθόδοξη λατρεία, δείχνει την αμφίδρομη γοητεία που ασκούσαν στους Έλληνες και τους Φράγκους του νησιού η μονοφωνία της βυζαντινής και η πολυφωνία της λατινικής ψαλτικής.

 

Δημογραφικές και κειμενικές μαρτυρίες υποδεικνύουν ότι οι γάλλοι έποικοι στην Kύπρο μιλούσαν τη langue d’oil, δηλαδή τη γλωσσική ποικιλία της βόρειας Γαλλίας που έδωσε τη σύγχρονη Γαλλική. Ως αποτέλεσμα της ανεκτικής γλωσσικής στάσης των Λουζινιανών, η οποία δεν απέκλεισε καμία γλώσσα από οποιονδήποτε τομέα γλωσσικής χρήσης, τόσο οι Έλληνες όσο και οι Φράγκοι διέκριναν αμοιβαία oφέλη από τη διατήρηση των γλωσσών τους. Tαυτόχρονα, τα κοινωνικά και οικονομικά πλεονεκτήματα που προέκυπταν από τη γνώση γλωσσών, παρείχαν το απαραίτητο κίνητρο στους Έλληνες για την εκμάθηση της Γαλλικής ή και της Λατινικής, ενώ η κοινωνική και δημογραφική πραγματικότητα απαιτούσε την υιοθέτηση της τοπικής ποικιλίας της Eλληνικής από μέρους των Φράγκων ως μέσου επικοινωνίας με τον ευρύτερο πληθυσμό (Άγγελ Νικολάρου Κονναρή- Η Κύπρος κάτω από την κυριαρχία της δυναστείας των Λουζινιανών).