Η ανακάλυψη και χρήση του χαλκού επηρέασε καθοριστικά την ιστορία και την οικονομική εξέλιξη του νησιού και είχε πολλές και σοβαρές συνέπειες. Εκτός από το ότι εξασφάλισε πλούτο και ευημερία στους κατοίκους του νησιού, μεταξύ άλλων, προκάλεσε και την ανάγκη δημιουργίας λιμανιών. Η ιστορία των λιμανιών, ιδιαίτερα της Κύπρου, αποτελεί την ίδια την ιστορία της.
Η εμφάνιση των πρώτων λιμανιών στην Κύπρο μπορεί να τοποθετηθεί στην Πρώιμη Χαλκοκρατία (π. 2300-1850), εποχή που το νησί άρχισε δειλά τις πρώτες επαφές του με τον έξω κόσμο. Η ανάγκη δημιουργίας λιμανιών προκλήθηκε κυρίως από την εξαγωγή του χαλκού. Τις πρώτες διευθετήσεις για την ομαλή εξαγωγή του ορυκτού προς την Ανατολή ή την Κρήτη τις συναντούμε στο βορρά, γιατί τα πρώτα κοιτάσματα που άρχισα να εκμεταλλεύονται βρίσκονταν στην οροσειρά του Τροόδους και απ΄εκεί διοχετεύονταν στη βόρεια ακτή της Κύπρου.
Βλέπε λήμμα: Χαλκός και Κύπρος
Κατά τη διάρκεια της Μέσης Χαλκοκρατίας (π. 1850-1600) με τη δημιουργία της Έγκωμης ως νέο κέντρο εξαγωγής ως λιμάνι χρησιμοποιήθηκε περιοχή κοντά στη μετέπειτα Σαλαμίνα. Λίγο αργότερα, κατά την εποχή της Ύστερης Χαλκοκρατίας (π. 1600-1050), όταν οι εξαγωγές χαλκού αυξήθηκαν περισσότερο, δημιουργήθηκαν νέες εγκαταστάσεις λιμανιών, όπως το Κίτιο (κοντά στην Αλυκή της Λάρνακας) και την Έγκωμη. Στη βόρεια περιοχή συναντούμε επίσης εγκαταστάσεις μικρών λιμανιών στην Αγία Ειρήνη, στην Κερύνεια και στην Ακανθού.
Κατά τη διάρκεια της Ύστερης Χαλκοκρατίας ΙΙΙ (π. 1150) ένα νέο κύμα Αχαιών αποίκων άλλαξε ριζικά την κατάσταση. Η οριστική εγκατάστασή τους, όπως είναι φυσικό, θα μπορούσε να συμβάλει στη δημιουργία νέων πόλεων, που για λόγους ευνόητους, ήταν όλες παραθαλάσσιες και κάθε μια από τις πόλεις αυτές θα διέθετε το λιμάνι της.
Βλέπε λήμμα: Αχαιοί και Κύπρος
Στην Κύπρο κατά την αρχαιότητα υπήρχαν αρκετά λιμάνια, εκ των οποίων τα περισσότερα ήταν πολύ μικρής σημασίας. Μερικά απ΄αυτά ήσαν «κλειστά», δηλαδή μπορούσαν να φιλοξενήσουν πλοία και κατά το χειμώνα.
Τα σημαντικότερα λιμάνια που υπήρχαν στην Κύπρο κατά την περίοδο αυτή ήσαν:
Το λιμάνι της Σαλαμίνας
Η Σαλαμίνα ιδρύθηκε τον 16ο αιώνα π.Χ. σε αντικατάσταση της Έγκωμης που καταστράφηκε τον προηγούμενο αιώνα. Η πόλη σύμφωνα με τη μελέτη των Linder και Raban, είχε ένα «κλειστό» λιμάνι που κατασκεύασε ο ίδιος ο βασιλιάς, ο Ευαγόρας Α΄. Η Σαλαμίνα ήταν τότε πρωτεύουσα του νησιού και ευημερούσε. Το παλιό τμήμα του λιμανιού, που βρισκόταν κατά μήκος της ακτής στα νότια της πόλης, αποτελούσε το εμπορικό λιμάνι. Το νέο λιμάνι, το πολεμικό, αποτελείτο από μια μακρόστενη λωρίδα θάλασσας κατά μήκος της ανατολικής ακτής της πόλης. Το λιμάνι αυτό από τα μέσα του 11ου αιώνα μέχρι τον 4ο π.Χ. αιώνα ήταν από τα σημαντικότερα που διέθετε το νησί, αφού η γεωγραφική του θέση ευνούσε το εμπόριο τόσο με την Ανατολή όσο και με το Αιγαίο.
Το λιμάνι της πόλης ήταν κατάλληλο να δέχεται πλοία που κατέφευγαν για να προστατευθούν από τις καταιγίδες και το χειμώνα («Σαλαμίς λιμένα έχουσα κλειστόν χειμερινόν»).
Η σπουδαιότητα του μειώθηκε προς το τέλος του 4ου αι. π.Χ. αφού ήδη το 306 π.Χ. (πολιορκία της πόλης από το Δημήτριο Πολιορκητή) η είσοδός του έκλεισε σχεδόν από τις προσχώσεις. Με την κατάκτηση της Κύπρου από τον Πτολεμαίο Α΄ τον επονομαζόμενο Σωτήρα (το 295 π.Χ.) του δόθηκε η χαριστική βολή, αφού οι Πτολεμαίοι ευνοούσαν περισσότερο το λιμάνι της Νέας Πάφου που βρισκόταν πιο κοντά στην Αλεξάνδρεια. Το λιμάνι ξαναβρίσκει τη σπουδαιότητά του κατά τη Ρωμαϊκή εποχή όταν η Κύπρος είχε γίνει επαρχία της Ρώμης. Η θέση του τότε μετατοπίστηκε λίγα χιλιόμετρα προς τα νότια, εκεί που βρίσκεται το σημερινό λιμάνι της Αμμοχώστου.
Το λιμάνι του Κιτίου
Το λιμάνι του Κιτίου ήταν ήδη σπουδαίο από την εποχή της Ύστερης Χαλκοκρατίας (1650-1400 π.Χ.). Βρισκόταν στη δυτική πλευρά της Αλυκής, που σίγουρα τότε θα ήταν πλωτή, όπως φαίνεται από τις άγκυρες που βρέθηκαν εκεί. Γύρω στα τέλη του 14 π. Χ. αιώνα μόνο ένα μέρος της θάλασσας έμπαινε στην Αλυκή επειδή το υπόλοιπο καλύφθηκε με χώμα. Είναι ακριβώς το μέρος της Αλυκής που ήταν πλωτό που έγινε το κατοπινό λιμάνι του Κιτίου. Σύμφωνα με το Στράβωνα ήταν «λιμήν κλειστός».
Το λιμάνι του Κιτίου ήταν εξίσου σπουδαίο όπως εκείνο της Σαλαμίνας όχι μονάχα γιατί η γεωγραφική του θέση ήταν προνομιούχα, αλλά επίσης και για το ότι ήταν το καθαρά φοινικικό λιμάνι του νησιού. Το λιμάνι του Κιτίου εγκαταλείφθηκε γύρω στο τέλος της Ρωμαϊκής εποχής κατά πάσα πιθανότητα μετά από τους σεισμούς του 332 και 342 μ.Χ.
Κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου το λιμάνι είχε εγκαταλειφθεί πλήρως.
Το λιμάνι της Αμαθούντας
Το λιμάνι της Αμαθούντας κατασκευάστηκε κατά την Ελληνιστική περίοδο (325-50 π.Χ.) κατά πάσα πιθανότητα από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή.Οι αρχαιολόγοι συμπεραίνουν από την κατασκευή των εξωτερικών πλευρών του λιμανιού, ότι το λιμάνι ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για την άμυνα του νησιού.
Κανένα κείμενο δεν αναφέρει το λιμάνι της Αμαθούντας. Ο Ψευδοσκύλακας του Καρύαντα, που γράφτηκε το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. αναφέρει ότι η Αμαθούντα είχε ένα λιμάνι έρημο. Φαίνεται ότι η ζωή του λιμανιού ήταν σύντομη. Πιθανόν στην ερήμωσή του θα συνέβαλε η διάλυση του βασιλείου της πόλης από τους Πτολεμαίους. Φαίνεται ότι προηγουμένως το λιμάνι ήταν αρκετά σημαντικό, αφού είναι στην Αμαθούντα που βρέθηκαν τα πιο πολλά ομοιώματα πλοίων σε τερρακόττες που χρονολογούνται από την Κυπρο-Αρχαϊκή εποχή (725-600 π.Χ.).
Το λιμάνι της Νέας Πάφου
Η Παλαίπαφος παρά τη σπουδαιότητα που είχε από τη λατρεία της Αφροδίτης, σύμφωνα με τον Στράβωνα δεν διέθετε λιμάνι, παρά ένα «ύφορμο». Αυτό οφειλόταν στην απόσταση της από τη θάλασσα.
Βλέπε λήμμα: Αφροδίτη- Λατρείες στον ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο
Αντίθετα, η θέση της Νέας Πάφου πρόσφερε θαυμάσιες προϋποθέσεις για την ύπαρξη λιμανιού. Ο ιδρυτής της πόλης Νικοκλής, ένας τοπικός βασιλιάς, βελτίωσε το φυσικό αγκυροβόλιο της πόλης κτίζοντας δύο κυμματοθραύστες από την παραλία για να δημιουργήσει μια εσωτερική λεκάνη μέσα στον ήδη προστατευόμενο κόλπο του λιμανιού. Η αίγλη της Πάφου και ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζει το λιμάνι της τοποθετείται από τους ερευνητές στην εποχή των Πτολεμαίων.
Μετά το 312 π.Χ. φαίνεται ότι ο Πτολεμαίος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη νέα πόλη της δυτικής Κύπρου και κατασκεύασε το λιμάνι της. Συνέχισε τα βελτιωτικά έργα που είχε αρχίσει ο Νικοκλής και προχώρησε στην κατασκευή του τεχνητού λιμανιού, κτίζοντας οχυρώσεις πάνω στους κυμματοθραύστες, δημιουργώντας έτσι ένα κλειστό λιμάνι. Η παρουσία ενός σημαντικού λιμανιού στους κύριους θαλάσσιους δρόμους Δύσης-Ανατολής, που πρόσφερε ασφαλές καταφύγιο και σταθμό στα πλοία σ΄ένα τόσο νευραλγικό σημείο της Ανατολικής Μεσογείου, όπως γράφει η Άννα Μαραγκού, στο αξιόλογο έργο της «Τα λιμάνια της Κύπρου» (Λευκωσία 1997, σ. 247), έδωσε στον Πτολεμαίο ακόμη μεγαλύτερη δύναμη, αλλά και στην πόλη της Πάφου μιαν άμεση γεωπολιτική σπουδαιότητα στον Ελληνιστικό κόσμο της Μέσης Ανατολής.
Άνκαι κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους το λιμάνι της Πάφου παρουσίασε μια παρακμή, αργότερα κατά τη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. τα πράγματα παρουσίασαν σημαντικές αλλαγές, αφού η πρωτεύουσα του νησιού μεταφέρθηκε από τη Σαλαμίνα στην Πάφο. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο το λιμάνι της Πάφου, αφού βελτιώθηκε και διορθώθηκε, συνέχισε να έχει τη σημασία. Ο ρωμαίος αυτοκράτορας Αύγουστος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Πάφο και το λιμάνι της. Το χαρακτήρισε ως ένα σημαντικό λιμάνι κατά μήκος των θαλασσίων οδών από τη Ρώμη στη συριακή ακτή και την Αίγυπτο.
Το λιμάνι του Κουρίου
Η πόλη του Κουρίου, όπως μας είναι γνωστή από τον 7ο αιώνα, ήταν κτισμένη σ΄ένα πολύ απότομο λόφο (το σημερινό Παλαιόκαστρο), αρκετά μακριά από τη θάλασσα. Σύμφωνα με τον Στράβωνα (XIV, 683) εδιέθετε ένα μικρό αγκυροβόλιο («όρμος»). Φαίνεται πως τέτοια θα ήταν η κατάσταση και από την εποχή της ίδρυσης της πόλης.
Το λιμάνι του Μαρίου
Το λιμάνι του Μαρίου θα βρισκόταν στη θέση του σημερινού λιμενίσκου του «Λατσιού» θέση που προστατευόταν καλύτερα από τα κύματα. Μέχρι το 312 π.Χ. που ο Πτολεμαίος κατέστρεψε συθέμελα την πόλη μεταφέροντας τους κατοίκους της στη Νέα Πάφο, το λιμάνι θα ήταν σπουδαίο εμπορικό κέντρο. Αργότερα, όταν η πόλη ξανακτίστηκε με το όνομα Αρσινόη, φαίνεται ότι το λιμάνι έχασε τη σπουδαιότητά του αφού ο Στράβων και ο Πλίνιος ενώ αναφέρουν την πόλη του Μαρίου ως σημαντική πόλη, δεν αναφέρονται σε λιμάνια. Ο Στράβων αναφέρει ότι διέθετε ένα απλό αγκυροβόλιο («πρόσορμος»).
Τα ερείπια του αρχαίου λιμανιού, που εγκαταλείφθηκε στις αρχές της Ελληνιστικής εποχής, βρίσκονται σήμερα κάτω από τις σύγχρονες εγκαταστάσεις του λιμανιού της Πόλης Χρυσοχούς.
Η μεγάλη πλειονότητα των ελληνικών αγγείων, κυρίως των αττικών, βρέθηκαν στις νεκροπόλεις του Μαρίου. Το πιθανότερο είναι ότι η πόλη ήταν κατά κάποιο τρόπο το σημείο συγκέντρωσης των ελληνικών αγγείων πριν διακλαδωθούν στις αγορές των άλλων βασιλείων. Πράγματι το Μάριο είναι το πιο κοντινό σημείο της Κύπρου με την Ελλάδα και επιπλέον ήταν πλούσιο σε κοιτάσματα χαλκού που εξάγονταν στον ελληνικό κόσμο.
Ο Ψευδο-Σκύλαξ υποστηρίζει ότι η πόλη αυτή και η Σαλαμίνα ήσαν οι πιο αμιγείς ελληνικές πόλεις της Κύπρου («Μάριον ελληνίς»).
Το λιμάνι της Κερύνειας
Ο Στράβωνας δεν αναφέρει καθόλου λιμάνι στην Κερύνεια. Η περιγραφή της βόρειας ακτής της Κύπρου είναι η εξής: Ανάμεσα στο (ακρωτήριο) Κρόμμυο και τις Κλείδες είναι η Λάπηθος, πόλις με καραβοστάσι και ναυπηγεία, (ύφορμον έχουσα και νεώρια) κτίσμα των Λακώνων και Πραξάνδρου, απέναντι από τη Νάγιδο, έπειτα το Αφροδίσιο... ύστερα η Αχαιών Ακτή ... έπειτα η Καρπασία, πόλη με λιμάνι (πόλις λιμένα έχουσα).
Ανώνυμος γεωγράφος της εποχής γράφει:«... είναι πόλις η Κερύνεια, έχει αραξόλι (έχει ύφορμον). Αναφέρει στη συνέχεια και τη Λάπηθο: «... Είναι πόλις η Λάπαθος με λιμανάκι (όρμον έχουσα).
Το λιμάνι των Σόλων
Ο Σκύλαξ στο βιβλίο του Περίπλους, ανάμεσα στις επτά παράλιες πόλεις της Κύπρου συγκαταλέγει και τους Σόλους με την προσθήκη ότι: και αυτή έχει λιμένα χειμερινό. Ο Στράβων το αναφέρει απλώς «... Είτα Σόλοι πόλις, λιμένα έχουσα και ιερον...» Το λιμάνι αυτό πιθανόν να βρισκόταν στη θέση του σημερινού λιμανιού, απ΄όπου γινόταν η εξαγωγή κοιτασμάτων χαλκού και χαλκοπυρίτη από τα γειτονικά μεταλλεία του Μαυροβουνίου και Σκουριώτισσας.
Βλέπε λήμμα: Μεταλλεία- μετάλλευμα
Το λιμάνι της Καρπασίας
Όπως το Μάριον ήταν το πλησιέστερο σημείο με την Ανατολή. Επομένως μ΄αυτή θα είχε και τις εξαγωγές της. Ο Στράβων αναφέρει την Καρπασία ως πόλη με λιμάνι, που βρίσκεται πάνω από το ακρωτήρι Σαρπηδόνα. Ένας ανώνυμος γεωγράφος αναφέρει την Καρπασία ως πόλη μικρή με λιμάνι για μικρά πλοία και σημειώνει ότι το λιμάνι αυτό ταράζουν οι φουρτούνες του βοριά.
Σε ορισμένες πηγές αναφέρεται ότι στην Καρπασία το 4ο αι. π.Χ. υπήρχε λιμάνι. Φαίνεται ότι είναι σ΄αυτό το λιμάνι που ο Δημήτριος ο Πολιορκητής στάθμευσε το στόλο του πριν πάει να συναντήσει τον Πτολεμαίο στη Σαλαμίνα. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο ο ρόλος του λιμανιού εκτιμάται ότι ήταν ακόμη πιο σημαντικός.
Το ότι η Κύπρος κατά την αρχαιότητα είχε πολλά μικρά λιμάνια οφειλόταν στο γεγονός ότι ήταν κατατεμαχισμένη σε μικρά βασίλεια με πολύ περιορισμένη έκταση και επομένως μικρό λιμάνι, αφού αυτό ήταν πολύ στενά συνδεδεμένο με την πόλη-βασίλειο. Τα σημαντικότερα λιμάνια κατά την περίοδο αυτή είχαν η Σαλαμίνα, το Κίτιο και η Νέα Πάφος, τρεις πόλεις που ξεχώριζαν και υπερείχαν σημαντικά από τις άλλες σε διάφορους τομείς, κυρίως όμως στον πολιτικό και οικονομικό.
Σχέσεις με άλλες χώρες
Η ανάπτυξη της ναυτιλίας συνέβαλε σημαντικά και στην ανάπτυξη των σχέσεων της Κύπρου, κυρίως των εμπορικών, με άλλα κράτη και ιδιαίτερα με τις γειτονικές χώρες. Φαίνεται ότι ένα υποτυπώδες εμπόριο πρέπει να υπήρχε με τη νότια ακτή της Μικράς Ασίας από τη Νεολιθική εποχή. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ο οψιανός λίθος –από τον οποίο κατασκευάζονταν λεπίδες για το κόψιμο των δερμάτων- που αφθονεί στους νεολιθικούς συνοικισμούς, δεν υπάρχει στα γεωλογικά πετρώματα της Κύπρου. Επομένως, το πιθανότερον είναι ότι εισαγόταν από τη Μικρά Ασία.
Είναι γνωστό ότι κατά την Πρώιμη εποχή του χαλκού (2500-1900 π.Χ.) η εξαγωγή του χαλκού, μια και η Κύπρος είναι νησί, προκάλεσε την ανάγκη δημιουργίας λιμανιών και εμπορικού στόλου. Οι δύο αυτοί παράγοντες, συνέβαλαν με τη σειρά τους σημαντικά στην ανάπτυξη του εμπορίου μεταξύ Κύπρου και γειτονικών μεσογειακών χωρών, όπως τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη Μικρά Ασία, τη Φοινίκη και άλλες. Η Κύπρος εκτός από το χαλκό και διάφορα αντικείμενα από χαλκό εξήγε αγγεία σε μεγάλες ποσότητες, ξυλεία, μυρωδικά από κυπριακά αρωματικά αγριολούλουδα, κ.ά. και εισήγαγε (εισήγε) προϊόντα τα οποία δεν υπήρχαν, ακατέργαστα και κατεργασμένα, όπως φαγεντιανή, αλάβαστρο και αλαβάστρινα αγγεία, χρυσό, κασσίτερο, κ.ά.
Απόδειξη του γεγονός ότι η Κύπρος διατηρούσε εμπορικές σχέσεις με την Κρήτη αποτελούν τα κρητικά αγγεία που βρέθηκαν στην Κύπρο. Φαίνεται πως οι Μινωίτες, στην αρχή της 2ης χιλιετίας, επιστρέφοντας από συριακές πόλεις, όπως την Ουγκαρίτ (Ρας-Σάμρα), στάθμευαν στην Κύπρο, για νά ανταλλάζουν τα εμπορεύματά τους με εκείνα των Κυπρίων και να προμηθευτούν χαλκό. Αξίζει να σημειωθεί ότι τάλαντα χαλκού από την Κύπρο βρέθηκαν στην Κρήτη, στην Ουγκαρίτ, στην Αίγυπτο και αλλού.
Βλέπε λήμμα: Κρήτη και Κύπρος
Σε κείμενα του 18ου-17ου αιώνα π.Χ. που προέρχονται από συριακές πόλεις, όπως εκείνα που ανακαλύφθηκαν στο ανάκτορο της πόλης Μάρι, η Κύπρος (Αλάσια) αναφέρεται ως χαλκοπαραγωγός χώρα. Η εξαγωγή του χαλκού βοήθησε τους Κυπρίους να αναπτύξουν τη ναυτιλία και έντονη εμπορική δραστηριότητα.
Επίσης είναι γνωστό πως η Κύπρος κατά την περίοδο της βασιλείας του Ευαγόρα Α΄ (5ος αι. π.Χ.), προμήθευε την Αθήνα με ορισμένες ποιότητες σιταριού για την κάλυψη των αναγκών της πόλης. Ένα άλλο προϊόν της Κύπρου που εξαγόταν ήσαν τα αμύγδαλα.
Πηγές: