Κατά την αρχαιότητα οι Κύπριοι είχαν φήμη ικανών ναυτικών και ναυπηγών. Η αρχή της επαφής των Κυπρίων με τη θάλασσα χάνεται στα βάθη των αιώνων, γιατί είναι τόσο παλιά όσο και η ιστορία του ίδιου του νησιού, αφού οι πρώτοι κάτοικοι του ήλθαν με πλεούμενα από την απέναντι ακτή. Ο νησιώτικος χαρακτήρας της Κύπρου, η προνομιακή γεωγραφική της θέση, τα άφθονα δάση της που έδιναν καλή ξυλεία για τη ναυπήγηση καραβιών, η ανάγκη διεξαγωγής του εμπορίου και επικοινωνίας με τους γειτονικούς λαούς, καθώς και η παρουσία των Φοινίκων στην Κύπρο, που ήσαν γνωστοί για την εμπειρία τους στην ανάπτυξη της ναυπηγικής, υπήρξαν οι κυριότεροι λόγοι που ανέδειξαν την ικανότητα των Κυπρίων στη θάλασσα.
Βλέπε λήμμα: Φοίνικες και Κύπρος
Οι πιο πάνω παράγοντες συνέβαλαν τα μέγιστα ώστε οι Κύπριοι βασιλιάδες, όπως αναφέρει και ο Στράβων (XIV 684,5) να διαθέτουν σημαντικούς για την εποχή στόλους. Τα κυπριακά βασίλεια διέθεταν σημαντικούς αριθμούς πλοίων, τόσο εμπορικών όσο και πολεμικών. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι κατά την εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας (5ος αι.π.Χ.) οι Κύπριοι μετείχαν με 150 πλοία. Επίσης αργότερα (4ος αι.π.Χ.) πρόσφεραν 120 πλοία ως ναυτική βοήθεια στον Μέγα Αλέξανδρο (356-326 π.Χ.).
Οι Κύπριοι από τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στο νησί ήσαν αναγκασμένοι να ασχοληθούν με τη θάλασσα. Η ανάπτυξη οποιονδήποτε σχέσεων και κυρίως η διεξαγωγή εμπορίου με τις γειτονικές χώρες, ακόμη και με την ενδοχώρα, έπρεπε να γίνει μέσω της θάλασσας. Η σύνδεση και σχέση των Κυπρίων με τη θάλασσα με την πάροδο των χρόνων εξελίχθηκε σε ανάγκη επιβίωσής τους.
Βλέπε λήμμα: Εμπόριο
Η αύξηση της εγχώριας παραγωγής και η ανάγκη ανάπτυξης εμπορικών σχέσεων με τις γειτονικές χώρες επέβαλλαν τη χρήση πλοίων, γεγονός που οδηγούσε στην ανάπτυξη της ναυπηγικής. Ο γνωστός γεωγράφος της αρχαιότητας Στράβων, περιγράφοντας την Κύπρο αναφέρεται σε πληροφορία του Ερατοσθένη (5ος αι.π.Χ.) για τη ναυπήγηση πλοίων από τα άφθονα δάση του νησιού. Σημειώνει ακόμη ότι οι Κύπριοι διέθεταν ναυτικές δυνάμεις και ταξίδευαν στη θάλασσα χωρίς φόβο. Καταγράφοντας τις παράλιες πόλεις της Κύπρου, ο Στράβων αναφέρει ότι οι πιο πολλές διέθεταν όρμους και, σε αρκετές περιπτώσεις, λιμάνια. Για τη Λάπηθο, ειδικά, σημειώνει ότι είχε ναυπηγεία (εξού και Καραβάς όπου έφτιαχναν καράβια).
Η εμπειρία των Κυπρίων και η ικανότητα που διέθεταν ως ναυτικοί επιβεβαιώνεται και από γραπτές μαρτυρίες. Από μια περιγραφή του βασιλιά Σενναχερίμ πληροφορούμαστε ότι όταν οι Ασσύριοι κατάκτησαν το νησί (709 π.Χ.) μετέφεραν μαζί τους αιχμαλώτους ναύτες από την Κύπρο τους οποίους, αργότερα, χρησιμοποίησαν για εργασία στον Τίγρη ποταμό.
Θαλασσοκρατορία των Κυπρίων
Η ιστορία των Κυπρίων ήταν πάντοτε συνδεδεμένη με τη θάλασσα και το εμπόριο, κυρίως το εξωτερικό. Οι δύο αυτοί παράγοντες έπαιζαν πολύ σημαντικό ρόλο στην ευημερία των κατοίκων σ΄όλη τη μακραίωνη ιστορία του νησιού. Η αγάπη των Κυπρίων προς τη θάλασσα και η συνεχής προσπάθεια τους να επιβιώσουν σ΄ένα μικρό νησί, ξεκομμένο από τα νησιά του Αιγαίου πελάγους, τους έσπρωχνε όλο και περισσότερο προς την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας. Αποτέλεσμα ήταν να αναπτύξουν τις ναυτικές και ναυπηγικές τους ικανότητες στο μέγιστο δυνατό βαθμό και κάποια στιγμή να γίνουν ακόμη και θαλασσοκράτορες.
Όπως γράφει ο Ευσέβιος, μετά τον τρωϊκό πόλεμο εθαλασσοκράτησαν διάφοροι λαοί για διάφορες χρονικές περιόδους. Μεταξύ των λαών αυτών συγκαταλέγονταν και οι Κύπριοι. Η θαλασσοκρατία των Κυπρίων διάρκεσε 33 χρόνια και συγκρίνεται πολύ ευνοϊκά με εκείνη των Φρύγων, που διάρκεσε 25 χρόνια, των Ρόδιων 23 χρόνια και των Φοινίκων 45. Ο Άγγλος ιστορικός Τζωρτζ Χίλλ (Sir George Hill, A History of Cyprus) θεωρεί ότι πιθανόν η θαλασσοκρατία των Κυπρίων να άρχισε μετά τη συντριβή των Φοινίκων και των Σύρων (ανταγωνιστών των Κυπρίων στη θάλασσα) από τους Ασσυρίους το 741/740 π.Χ. Την ίδια άποψη είχε διατυπώσει πιο πριν και ο J. Myres, ενώ άλλοι μελετητές πρότειναν κατά καιρούς διάφορες άλλες χρονολογίες.
Με βάση τις περιόδους κατά τις οποίες εθαλασσοκράτησαν διάφοροι λαοί, όπως παρατίθενται από τον Ευσέβιο, η θαλασσοκρατορία των Κυπρίων μπορεί να τοποθετηθεί περί τα μέσα του 9ου π.Χ. αιώνα.
Έστω και αν μερικοί αμφισβητούν το γεγονός ότι οι Κύπριοι υπήρξαν κάποτε θαλασσοκράτορες ακόμη και για ένα μικρό χρονικό διάστημα, εκείνο που κανείς δεν αμφισβήτησε είναι η στενή και αδιάκοπη σχέση προς τη θάλασσα και η ικανότητά τους ως ναυτικών αλλά και ναυπηγών κατά την Αρχαιότητα.
Τύποι Κυπριακών Πλοίων
Η Κύπρος, χάρη στην αφθονία της ξυλείας, είχε μεγάλες δυνατότητες για την κατασκευή πλοίων. Η εντόπια κατασκευή πλοίων βοηθούσε τους βασιλιάδες του νησιού να διαθέτουν σημαντικούς στόλους για την εποχή και το μεγεθός της.
Για τα πλοία (τας νήας όπως αναφέρονται στις αρχαίες ελληνικές πηγές) γίνεται λόγος στα Ομηρικά έπη. Σ΄αυτά αποδίδονταν διάφορα ονόματα, όπως «νήες μέλαναι», «νήες κοίλαι» κ.τλ. και αναφέρονται διάφορα μέρη τους. Όμως η ακριβής περιγραφή τους δεν είναι γνωστή. Είναι βέβαιο ότι τα πλοία της εποχής αυτής ήσαν αβαθή και άφρακτα, δηλαδή χωρίς κατάστρωμα, το πιθανότερο μονήρη, δηλαδή με μία σειρά κουπιών και εχρησιμοποιούνταν μάλλον για μεταφορά πολεμιστών και όχι για ναυμαχία.
Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, εκτός των μικρών πλοιαρίων, που ονομάζονταν λέμβοι, άκατοι, κέλητες, κέρκουροι, κ.τλ., είχαν δυο κυρίως κατηγορίες πλοίων: τα μακρά ή πολεμικά και τα στρογγύλα ή εμπορικά. Τα πολεμικά ήταν αβαθή και στενόμακρα και ως εκ τούτου εύστροφα και ευκίνητα, κινούνταν συνήθως με κουπιά και χρησιμοποιούσαν τα ιστία ως βοηθητικά, ενώ τα εμπορικά ήταν πλατιά, εκινούνταν με ιστία και χρησιμοποιούσαν τα κουπιά μόνο ως βοηθητικά.
Τα αρχαιότερα πλοία ήσαν οι μονήρεις, αργότερα όμως έγιναν διήρεις, δηλαδή με δύο σειρές κουπιών και τριήρεις, δηλαδή με τρεις σειρές κουπιών. Νέοι τύποι πλοίων ήσαν οι τριήρεις και οι πεντήρεις. Οι τριήρεις και οι πεντήρεις μαζί με το περίφημο κέρκουρο, σύμφωνα με διάφορες παραδόσεις ήσαν εφευρέσεις Κυπρίων ναυπηγών. Ο Πλήνιος ο Πρεσβύτερος (23-79 μ.Χ.) αναφερόμενος στην ανάπτυξη της ναυτιλίας, επιβεβαιώνει ότι το κέρκουρο ήταν προϊόν κυπριακής επινόησης και γράφει: «Ο Ίππος ο Τύριος εφεύρε το φορτηγό πλοίο, οι Κυρηναίοι τη λέμβο, οι Φοίνικες την κύμβη, οι Ρόδιοι τον κέλητα, οι Κύπριοι το κέρκουρο». Περιγραφή του κέρκουρου μας δίνει ο Αθήναιος: «... ήταν μικρότερο, που μπορούσε να δεχθεί βάρος τρεις χιλιάδες τάλαντα (90 τόνοι περίπου). Αυτός εκινείτο εξ ολοκλήρου με κουπία».
Από την πιο πάνω μαρτυρία επιβεβαιώνεται ότι το κέρκουρο επινοήθηκε και κατασκευάστηκε πράγματι από Κυπρίους, γεγονός που δείχνει ότι οι Κύπριοι όχι μόνο κατασκεύαζαν πλοία, αλλά μερικοί τύποι απ΄αυτά ήταν δικές τους εφευρέσεις. Όσον αφορά τις τριήρεις μπορεί να μην έχουμε κάποια αναφορά ότι αποτελούν εφεύρεση των Κυπρίων, έχουμε όμως και αξιόλογες μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν ότι μεταξύ των πλοίων που κατασκευάζονταν στην Κύπρο περιλαμβάνονταν οι τριήρεις και οι πεντήρεις.
Εκτός από τις φιλολογικές πηγές πολύτιμη γνώση για τις θαλάσσιες δραστηριότητες και ειδικότερα για τους τύπους των κυπριακών πλοίων προσφέρεται από την εικονογραφία στις τερρακότες καθώς και στη «γραπτή» κεραμική. Με τη βοήθειά τους και από το χαρακτήρα τους, μπορούμε να διακρίνουμε μερικούς τύπους πλοίων που χρησιμοποιούσαν οι Κύπριοι και να έχουμε έτσι μια εικόνα των μέσων μετά οποία περιπλανιόνταν στις θάλασσες.
Ομοιώματα (τύπους) πλοίων σε τερρακότα κατέχουμε από τη Μέση Χαλκοκρατία (1900-1650 π.Χ.). Η μεγάλη τους όμως πλειονότητα χρονολογείται από την Κυπρο-Αρχαϊκή εποχή όταν η Κύπρος έπαιξε, όπως αναφέρθηκε σε διάφορες ευκαιρίες, ένα σημαντικό ρόλο στο θαλάσσιο εμπόριο. Ένας αριθμός τέτοιων ομοιωμάτων βρέθηκε στην Αμαθούντα. Άλλα ομοιώματα προέρχονται από τη Σαλαμίνα και το Καλό Χωριό Κλήρου.
Η εικονογραφία ομοιωμάτων πάνω στη γραπτή κυπριακή κεραμική είναι σπάνια. Μέχρι σήμερα γνωρίζουμε μόνο τρία παραδείγματα. Αυτά δημοσιεύτηκαν από το Βάσο Κααγιώργη και τον Jean de Gagniers. Πρόκειται για τρία αγγεία που βρίσκονται ένα στο βρεττανικό Μουσείο, ένα στο Μουσείο Λευκωσίας και ένα στο Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης. Και τα τρία χρονολογούνται από την Κυπρο-Αρχαϊκή Ι εποχή (700-600 π.Χ.). Αναπαριστάνουν πλοία με πολλές λεπτομέρειες (κουπιά, ιστούς, πανιά, πηδάλια, άγκυρες, σχοινιά, κ.λπ.) από τα συνηθισμένα ομοιώματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι:
Το αρχαιότερο ναυάγιο
Στην επίδοση των Κυπρίων στη ναυτιλία και την ανάπτυξη της κυπριακής ναυτιλίας, από τα πολύ παλιά χρόνια, μεταξύ άλλων παραγόντων συνέβαλε και η παραγωγή και εμπορία του χαλκού. Για περισσότερα από 3000 χρόνια η Κύπρος υπήρξε το μεγαλύτερο κέντρο παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας χαλκού σ΄ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο.
Ειδικότερα από τη 2η χιλιετία π.Χ. η Κύπρος έγινε το μεγαλύτερο κέντρο παραγωγής χαλκού και είχε καταστεί πια συνώνυμη με το μέταλλο. Η τεχνική της κατεργασίας του χαλκού αποτελούσε την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Όσοι είχαν στα χέρια τους την εκμετάλλευση αυτού του πολύτιμου μετάλλου αποκτούσαν πλούτο και δύναμη. Ο χαλκός και τα προϊόντα του έγιναν απαραίτητα σε πολλούς τομείς της ζωής. Από το χαλκό κατασκευάζονταν εργαλεία, όπλα, κοσμήματα και πλήθος άλλων αντικειμένων. Ο χαλκός χρησιμοποιείτο ακόμη και στην ιατρική στην οποία υποπροϊόντα και παράγωγα του χαλκού χρησιμοποιύνταν ως φάρμακα, όπως ο θειϊκός χαλκός η « γαλαζόπετρα».
Βλέπε λήμμα: Χαλκός
Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού φαίνεται πως η παραγωγή του μετάλλου αυτού είχε αυξηθεί σημαντικά, ώστε να επιβάλλεται αφενός η αποδοτικότερη αξιοποίησή του και αφετέρου η εξεύρεση νέων αγορών για την εξαγωγή του στις γειτονικές χώρες. Ανάμεσα στις διάφορες πόλεις γίνονταν συμφωνίες και διευθετήσεις ώστε να διευκολύνεται η κατεργασία και μεταφορά του μετάλλου στα λιμάνια με ασφάλεια όπου θα φορτωνόταν σε πλοία για να μεταφερθεί στο εξωτερικό. Ο χαλκός εξαγόταν από τα λιμάνια της Κύπρου, όπως της Έγκωμης και του Κιτίου, σε μορφή ταλάντων, δηλαδή μεγάλων κομματιών χαλκού που είχαν σχήμα δέρματος βοδιού και βάρος μερικές δεκάδες κιλά. Τέτοια τάλαντα βρέθηκαν στην Κρήτη, με την οποία φαίνεται πως οι Κύπριοι είχαν άμεση επικοινωνία, στην Ουγκαρίτ, στην Αίγυπτο και αλλού.
Το γεγονός αυτό είχε ευνοϊκές επιπτώσεις στην οικονομική και πολιτιστική εξέλιξη του νησιού, γιατί αποτελούσε πηγή συνεχούς εισροής εσόδων και πλούτου για την Κύπρο. Ταυτόχρονα όμως η ανάπτυξη ενός τέτοιου εμπορίου υποβοηθούσε σημαντικά στην ανάπτυξη της ναυπήγισης πλοίων και την εξέλιξη της ναυτιλίας. Η συνεχής αυξανόμενη ζήτηση του χαλκού, ενός περιζήτητου για την εποχή εμπορεύματος, με μεγάλο όγκο και σημαντικό βάρος, απαιτούσε την κατασκευή ισχυρών πλοίων με μεγαλύτερη διαρκώς χωρητικότητα.
Τη σχέση και το ρόλο που η παραγωγή και εμπορία του χαλκού διεδραμάτισε στην ανάπτυξη της κυπριακής ναυτιλίας κατά την αρχαιότητα φανερώνει το «αρχαιότερο ναυάγιο του κόσμου» (14ος-13ος αι. π.Χ.) που ανακαλύφθηκε το 1982 κοντά στις νότιες ακτές της Μ. Ασίας, κάπου ανάμεσα στην Κύπρο και στη Ρόδο. Το πλοίο φαίνεται πως είχε ξεκινήσει από την Κύπρο μεταφέροντας ένα μεγάλο φορτίο, το οποίο αποτελείτο από 200 πλάκες χαλκού, που είναι πιθανό να είχαν εξορυχθεί από τα μεταλλεία της Κύπρου, κυπριακά αγγεία, εργαλεία, όπλα, ασημένια και χρυσά αντικείμενα. Το χρυσό μετάλιον, η χρυσή καρφίτσα και κυρίως το ολόχρυσο κύπελλο, που βρέθηκαν στο ναυάγιο, οδήγησαν στην υπόθεση ότι το βασιλικό αυτό φορτίο είχε σταλεί από κάποιο Κύπριο βασιλιά στο Φαραώ της Αιγύπτου. Ο χαλκός που μετέφερε το πλοίο ζύγιζε συνολικά έξι τόνους.
Το αρχαίο καράβι της Κερύνειας
Το ναυάγιο της Κερύνειας, ή το αρχαίο καράβι της Κερύνειας όπως είναι ευρύτερα γνωστό, είναι πολύ σημαντικό τόσο για την ιστορία γενικά, όσο και την ιστορία της ναυπηγικής ειδικά.
Η άριστη κατάσταση στην οποία βρέθηκε το πλοίο βοήθησε ώστε να κατασκευαστεί ξανά με τις ίδιες μεθόδους, όπως και στην αρχαιότητα, επιπλέον αύξησε τις γνώσεις μας και επιβεβαίωσε ακόμη μια φορά τη συμβολή του νησιού στο εμπόριο που διεξαγόταν μεταξύ Αιγαίου και Εγγύς Ανατολής.
Το καράβι ήταν μήκους 14,75 μέτρων και πλάτους 4,3 μέτρων και ταξίδευε από τα νησιά του Αιγαίου μέχρι την Κύπρο γύρω στον 4ο αιώνα π.Χ., δηλαδή πριν από 2500 χρόνια. Το πλοίο ναυάγησε περίπου κατά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Διαδόχων του.
Το πλήρωμα αποτελείτο από τον καπετάνιο και τρεις ναύτες. Τούτο εξακριβώθηκε από τα σκεύη του φαγητού που βρέθηκαν, στα οποία ήσαν χαραγμένα και τα αρχικά του καπετάνιου. Το φορτίο του καραβιού όταν βούλιαξε είχε βάρος 20 τόνους και απετελείτο από 404 οξυπύθμενους ροδιακούς, ως επί το πλείστον, αμφορείς, γεμάτους, όπως πιστεύεται, με λάδι από τη Σάμο και κρασί από τη Ρόδο. Μετέφερε επίσης 29 μυλόπετρες από τη Νίσυρο, όπως εξακριβώθηκε από το πέτρωμά τους, οι οποίες πιθανόν να χρησιμοποιούνταν σαν σαβούρα, και 10.000 αμύγδαλα που χρονολογήθηκαν στο 288 π.Χ. και φορτώθηκαν σε κάποιο λιμάνι της Κύπρου. Όταν το καράβι έπλεε σε απόσταση ενός περίπου ναυτικού μιλίου από τη «Χρυσοκάβα» έξω από το λιμάνι της Κερύνειας, βούλιαξε είτε από υπερβολική κλίση είτε από ρήγμα, όταν μέρος του φορτίου του μετατοπίστηκε λόγω θαλασσοταραχής. Μια άλλη άποψη είναι ότι βυθίστηκε από πειρατές.
Το πλοίο είχε γερό σκαρί και ταξίδευε στο Αιγαίο καθόλη τη διάρκεια του 4ου αιώνα μεταφέροντας εμπορεύματα από το ένα λιμάνι στο άλλο. Λίγο πριν το 300 π.Χ., φόρτωσε στο λιμάνι της Κερύνειας τα αμύγδαλα και ξεκίνησε για το ταξίδι (της επιστροφής). Στο μετραξύ το χτύπησαν πειρατές και βυθίστηκε μαζί με το εμπόρευμά του και παρέμεινε εκεί για 2300 χρόνια μέχρι να ανελκυθεί από τη θάλασσα.
Το ναυάγιο, αποτελεί το παλαιότερο καλύτερα διατηρημένο στον κόσμο ξύλινο εμπορικό πλοίο που έχει βρεθεί στο βυθό. Το ναυάγιο ανακάλυψε ο Κερυνειώτης αυτοδύτης Ανδρέας Καριόλου το 1965 στη θάλασσα της Κερύνειας, σε βάθος 30 μέτρων περίπου. Αρχικά ο Καριόλου εντόπισε αρχαίους αμφορείς, που αποτελούσαν μέρος του φορτίου του πλοίου.
Το 1967, μετά από πρόσκληση του Τμήματος Αρχαιοτήτων, ήλθε στην Κύπρο μια διεθνής επιστημονική αποστολή με ειδίκευση στη θαλάσσια αρχαιολογία, επί κεφαλής της οποίας βρισκόταν ο Αμερικανός αρχαιολόγος Michael Katzev. Η αποστολή δύλεψε για 5 περίπου χρόνια για την ανέλκυση και συντήρηση του ναυαγίου. Η συναρμολόγηση του σκάφους έγινε στο κάστρο της Κερύνειας, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα (από το 1974 είναι υπό την κατοχή των τουρκικών δυνάμεων εισβολής). Κατά τη συναρμολόγηση του σκάφους επί κεφαλής βρισκόταν ο επίσης Αμερικανός αρχαιολόγος Richard Steffy.
Η μελέτη του αρχαίου καραβιού συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Στο ναυάγιο βρέθηκαν βαρίδια, πιθανώς διχτύων, με τα οποία πιστεύεται ότι τα μέλη του πληρώματος ψάρευαν και έτρωγαν τα ψάρια που έπιαναν στις ακτές. Βρέθηκαν και 100 περίπου μολυβένιοι δακτύλιοι που χρησιμοποιούνταν για το πανί. Επίσης βρέθηκαν κουκούτσια από ελιές και σταφύλια, σπόροι από σύκα και ένα κομμάτι σκόρδο, που αποτελούσαν μέρος της τροφής του πληρώματος. Το καράβι διατηρήθηκε στο προστατευτικό στρώμα της άμμου κατά 70% περίπου. Το πλοίο, όταν βυθίστηκε ήταν ήδη ηλικίας 100 χρόνων περίπου και κατά καιρούς είχε δεχθεί επισκευές.
Επειδή τα ξύλα του αρχαίου πλοίου πρέπει να διατηρούνται σε ελεγχόμενες θερμοκρασίες, για να μη καταστραφούν, η κυπριακή κυβέρνηση αγόρασε ειδικές συσκευές κλιματισμού τις οποίες έστειλε στο κάστρο της Κερύνειας μέσω του ΟΗΕ.
Για την Κύπρο, η ανεύρεση και ανέλκυση του αρχαίου αυτού καραβιού δεν έχει μόνο αρχαιολογική αλλά και ιστορική και εθνική σημασία. Το καράβι αποτελεί μια ακόμη απόδειξη της συνεχούς επαφής, κατά την Αρχαιότητα, της Κύπρου με τον ελληνικό κόσμο και τον ελληνικό πολιτισμό. Επειδή τούτο ήταν μικρό, εκτελεούσε όπως και πολλά άλλα παρόμοια σκάφη, ταξίδια μεταξύ των βορείων ακτών του νησιού και των νοτίων ακτών της Μικράς Ασίας. Απ΄εκεί, παραπλέοντας τα μικρασιατικά παράλια συνέδεε την Κύπρο με το Αιγαίο, όπως εξάλλου αποδεικνύεται και από το φορτίο του.
Τέτοια μικρά καράβια είχαν διαδραματίσει, κατά την Αρχαιότητα, σημαντικό ιστορικό ρόλο. Δεν μετέφεραν απλώς εμπορεύματα αλλά ακολουθούσαν και εφοδίαζαν και στρατιές όπως εκείνη του μεγάλου Αλεξάνδρου. Πέραν τούτου, η συνεχής επαφή μέσω των εμπορικών συναλλαγών που γίνονταν με τέτοια καραβάκια, διακινούσε ταυτόχρονα μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας και ιδέες, φιλοσοφίες, γλώσσες, θρησκείες, ήθη και έθιμα, παραδόσεις και, γενικά, πολιτισμό.
Το «Κερύνεια Δύο»
Το 1981 ιδρύθηκε στην Ελλάδα το Ελληνικό Ινστιτούτο Προστασίας Ναυτικής Παράδοσης (Ε.Ι.Π.Ν.Π.), με πρόεδρο τον Χάρη Τζάλα. Το 1982 εξαγγέλθηκε από το πιο πάνω Ελληνικό Ινστιτούτο η απόφαση να κατασκευαστεί σε πιστό ομοίωμα το αρχαίο καράβι της Κερύνειας, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο ναυπήγησης των αρχαίων Ελλήνων, με στόχους αφενός τη διατήρηση της ελληνικής ναυτικής παράδοσης, αφετέρου δε τη μελέτη της ναυπηγικής και ναυσιπλοΐας των αρχαίων Ελλήνων. Η ναυπήγηση άρχισε το Νοέμβριο του 1982 σε καρνάγιο του Περάματος στην Ελλάδα, στο εργαστήριο του Ψαρρού, με παραδοσιακούς καραβομαραγκούς, σε σχέδια που έγιναν από τον Αμερικανό καθηγητή R. Steffy.
Η ναυπήγηση του «Κερύνεια Δύο», που είναι ακριβές αντίγραφο του αρχαίου και που μοιάζει με το παραδοσιακό τρεχαντήρι, κράτησε 32 μήνες περίπου, αφού ξεπεράστηκαν δυσκολίες, τόσο οικονομικές όσο και τεχνικές. Το σκάφος φτιάχτηκε με την αρχαία τεχνική, δηλαδή πρώτα η επένδυση και μετά ο σκελετός, χωρίς μηχανικά και σύγχρονα τεχνολογικά μέσα και υλικά.
Οι διαστάσεις του καραβιού είναι ακριβώς όπως και του αρχαίου: Μήκος 14,75 μέτρα, μέγιστο πλάτος 4,30 μέτρα, εκτόπισμα 20 τόννοι και χωρητικότηα 30 τόννοι. Το αξιόπλοο του «Κερύνεια Δύο» διαπιστώθηκε μετά από πραγματογνωμοσύνη νηογνώμονα, και τον Ιούνιο του 1985 ενεγράφη στα νηολόγια του Πειραιά.
Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1986 το «Κερύνεια Δύο» με τετραμελές εναλλασσόμενο πλήρωμα σάλπαρε από το Μικρολίμανο του Πειραιά για την Κύπρο. Το καράβι έκανε σταθμούς στο Σούνιο και στα νησιά Κύθνο, Σύρο, Νάξο, Κω, Νίσυρο, Ρόδο, Ρω και Καστελλόριζο. Στους σταθμούς έπαιρνε συμβολικό φορτίο και τοπικά προϊόντα, όπως μυλόπετρες από τη Νίσυρο.Την 1 Οκτωβρίου έφθασε στη θαλάσσια περιοχή του Αγίου Γεωργίου της Πέγειας και στις 2 Οκτωβρίου μπήκε πανηγυρικά στο λιμάνι της Πάφου. Στη συνέχεια το καράβι επισκέφθηκε τη Λεμεσό, Λάρνακα, Αγία Νάπα, Πρωταρά και την περιοχή του αρχαίου λιμανιού της Αμαθούντας. Το ταξίδι έγινε με πλήρωμα από εννέα άτομα, ανάμεσα στους οποίους και δύο Κύπριοι, χωρίς χάρτες και σύγχρονα μέσα ναυτιλίας, με οδηγό τα άστρα και κινητήρια δύναμη τον αέρα και τα κουπιά.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια