Βρετανός πολιτικός που διετέλεσε αρχηγός του Εργατικού Κόμματος και πρωθυπουργός της χώρας του. Γεννήθηκε το 1912 και πέθανε το 2005 στο Λονδίνο. Υπηρέτησε σε θέσεις δημοσίου υπαλλήλου. Ως στέλεχος του Εργατικού Κόμματος, υπουργοποιήθηκε το 1964 (ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών) αφού το κόμμα του, με αρχηγό τον Χάρολντ Γουίλσον, είχε κερδίσει τις εκλογές. Το 1967 παραιτήθηκε κι ανέλαβε στη συνέχεια το υπουργείο Εξωτερικών, μέχρι το 1970. Το ίδιο υπουργείο ανέλαβε και το 1974, και το κράτησε μέχρι τον Απρίλιο του 1976, οπότε διαδέχθηκε τον Γουίλσον στην πρωθυπουργία και στην αρχηγία του κόμματος. Στην εξουσία παρέμεινε μέχρι τον Μάιο του 1979.
Ο Τζέιμς Κάλλαχαν ήταν υπουργός των Εξωτερικών το καλοκαίρι του 1974, όταν στην Κύπρο συνέβη το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας που ακολουθήθηκε από την τουρκική στρατιωτική εισβολή. Χειρίστηκε τότε, σε στενή συνεργασία με τον πρωθυπουργό Γουίλσον, το Κυπριακό από την πλευρά της χώρας του, χωρίς όμως να κατορθώσει να αποτρέψει ή να περιορίσει την τραγωδία. Μετά το πραξικόπημα, κι όταν ο τότε Τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ* πρότεινε στην κυβέρνηση του Λονδίνου «κοινή δράση» στην Κύπρο, ο Κάλλαχαν κι ο Γουίλσον αρνήθηκαν την ενεργό ανάμειξη της χώρας τους στις κυπριακές εξελίξεις. Δεν κατόρθωσαν όμως να πείσουν και την τουρκική κυβέρνηση να αποφύγει τη στρατιωτική δράση στην Κύπρο. Στην ουσία, άφησαν την Τουρκία να χειριστεί την κυπριακή κρίση με τον τρόπο που η ίδια επεδίωξε, πραγματοποιώντας δηλαδή μονομερή στρατιωτική επέμβαση.
Αμέσως μετά την πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής (20 - 23 Ιουλίου του 1974) ο Κάλλαχαν προήδρευσε των συνομιλιών της Γενεύης, που όμως κατέληξαν σε αδιέξοδο με αποτέλεσμα να αφεθεί ελεύθερη η Τουρκία (όπως ήταν κι ο σκοπός της) για να συνεχίσει την προέλασή της στην Κύπρο τον Αύγουστο του 1974. (Για το θέμα αυτό βλέπε λήμμα Γενεύης συνομιλίες).
Ούτε και κατά το διάστημα που υπηρέτησε ως πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας κατόρθωσε ο Κάλλαχαν να συμβάλει στην επίτευξη προόδου στο Κυπριακό ή να βοηθήσει στην επίλυση του προβλήματος της Κύπρου, χώρας μέλους της Κοινοπολιτείας, χώρας επίσης, της οποίας η Βρετανία είχε επίσημα εγγυηθεί το 1959 την ανεξαρτησία κι εδαφική ακεραιότητα.