Χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, στη γεωγραφική περιφέρεια της Σολιάς, περί τα 53,5 χμ. νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας Λευκωσίας. Βρίσκεται απέναντι του χωριού Σινά Όρος και μεταξύ των χωριών Γαλάτας και Τεμπριάς.
Το χωριό είναι κτισμένο στην κοιλάδα του ποταμού Καρκώτη, σε μέσο υψόμετρο 600 μέτρων. Το τοπίο είναι διαμελισμένο από το ποτάμιο δίκτυο του ποταμού αυτού. Στα νότια και τα δυτικά του οικισμού το ανάγλυφο γίνεται τραχύ, βουνίσιο και το υψόμετρο φθάνει τα 1.000 μέτρα.
Από γεωλογικής απόψεως, στη διοικητική έκταση του χωριού κυριαρχούν τα πυριγενή πετρώματα, κυρίως οι γάββροι, οι διαβάσες και οι πλαγιογρανίτες. Πάνω στα πετρώματα αυτά αναπτύχθηκαν πυριτιούχα εδάφη.
Το χωριό δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 550 χιλιοστόμετρα. Στην περιοχή του καλλιεργούνται τα οπωροφόρα δέντρα (κυρίως μηλιές, αχλαδιές, ροδακινιές και βερικοκιές), τα αμπέλια (με επιτραπέζιες και οινοποιήσιμες ποικιλίες), οι ελιές, τα λαχανικά (κυρίως πατάτες και μπιζέλι) και λίγα σιτηρά. Καλλιεργούνται επίσης τα εσπεριδοειδή, οι αμυγδαλιές, τα όσπρια και λίγα νομευτικά φυτά. Ωστόσο υπάρχουν και αρκετές ακαλλιέργητες εκτάσεις. Μέρος του δάσους Τροόδους, στα δυτικά του χωριού, εμπίπτει στα διοικητικά του όρια. Η σχετικά ψηλή βροχόπτωση που δέχεται το δάσος επέτρεψε την ανάπτυξη μιας πλούσιας φυσικής βλάστησης στην περιοχή, από πεύκα, τρεμιθιές, μαζιές, ξισταρκές και κόνιζους.
Από συγκοινωνιακής απόψεως, τα Καλιάνα βρίσκονται πολύ κοντά τόσο στον παλαιό δρόμο Λευκωσίας - Τροόδους, όσο και στον νέο ο οποίος συνδέει το χωριό με την πρωτεύουσα και τα ορεινά θέρετρα του Τροόδους.
Ο πληθυσμός του χωριού αυξήθηκε σταθερά από το 1881 και εξής. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:
Χρονολογία | Κάτοικοι | |
---|---|---|
1881 | 163 | |
1891 | 175 | |
1901 | 208 | |
1911 | 209 | |
1921 | 224 | |
1931 | 241 | |
1946 | 326 | |
1960 | 358 | |
1973 | 346 | |
1976 | 465 | |
1982 | 277 | |
1992 | 227 | |
2001 | 177 | |
2011 | 200 | |
2021 | 176 |
Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, τα Καλιάνα δέχτηκαν αριθμό Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων, κυρίως από την πεδιάδα της Μόρφου.
Το μεταλλείο της Σκουριώτισσας, σε μικρή απόσταση στα βόρεια του χωριού, βοήθησε, πριν από την τουρκική εισβολή, στην εργοδότηση αρκετού πληθυσμού του χωριού και της περιοχής.
Το χωριό Καλιάνα, αν και δεν αναφέρεται από τους μεσαιωνικούς χρονογράφους, ωστόσο υφίστατο, με την ίδια μάλιστα ονομασία, τουλάχιστον από την εποχή της Φραγκοκρατίας. Σε μεσαιωνικούς χάρτες, το χωριό βρίσκεται σημειωμένο ως Calina.
Ο Φλώριος Βουστρώνιος (16ος αιώνας) αναφέρει τα «αμπέλια στα Καλιάνα» (vigne a Cagliana) που μετά το 1460 εκχωρήθηκαν από τον βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβο Β΄ μαζί με άλλες κτηματικές περιουσίες στον αξιωματούχο του Ιωάννη Κιρκάσιον.
Βλέπε λήμμα: Αγία Άννα
Σημαντικό μνημείο είναι η εκκλησία του χωριού, αφιερωμένη στην αγία Άννα (και στον άγιο Ιωακείμ), στο εσωτερικό της οποίας σώζονται τοιχογραφίες. Η εκκλησία υπέστη πολλές επεμβάσεις και τροποποιήσεις σε διάφορες εποχές, από τον 12ο αιώνα μέχρι τον 16ο ή 17ο αιώνα. Τούτο αποτελεί ένδειξη ότι ο οικισμός γύρω από την εκκλησία υφίστατο καθ' όλο το διάστημα αυτό. (Για την εκκλησία, βλέπε χωριστό λήμμα Άννας Αγίας εκκλησία). Στο εσωτερικό της εκκλησίας είναι ζωγραφισμένοι και διάφοροι θυρεοί, πιθανώς του 15ου αιώνα, πράγμα που σημαίνει ότι ο οικισμός, η εκκλησία και η περιοχή αποτελούσαν τότε φέουδο.
Μια δεύτερη παλαιά εκκλησία του χωριού, ερειπωμένη σήμερα, είναι αφιερωμένη στην Παναγία την Ιαματική.
Μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου (1570/71), το χωριό Καλιάνα ήταν ένα από τα 6 χωριά των οποίων τους φόρους καρπωνόταν ο αρχιγραμματέας ή δευτερδάρης, ένας από τους τέσσερις αγάδες της Λευκωσίας (τα άλλα χωριά που πλήρωναν ειδικά σ' αυτόν τους φόρους τους ήσαν η Ανώγυρα, η Γαλάτα, η Πέτρα και οι δυο Περιστερώνες, της Αμμοχώστου και της Μόρφου).
Κοντά στο χωριό, πάνω στον παλαιό δρόμο Λευκωσίας - Τροόδους, βρισκόταν ο γνωστός σ' όλους σχεδόν τους Κυπρίους, Σταθμός των Καλιάνων. Ο σταθμός αυτός, που ξεκούραζε τους ταξιδιώτες σε παλαιότερες εποχές όταν τα ταξίδια ήσαν δύσκολα και προβληματικά, λειτουργούσε αρχικά σαν χάνι κι αργότερα σαν καφενείο - εστιατόριο. Στεγαζόταν σε διώροφο κτίριο με καμάρες, που αποτελεί ωραίο δείγμα λαϊκής κυπριακής αρχιτεκτονικής και ταυτιζόταν θαυμάσια με το καταπράσινο τοπίο ολόγυρα, τον ποταμό και το παλαιό γεφύρι εκεί δίπλα. Το κτίριο αυτό, που εξακολουθεί να υφίσταται αλλά δεν έχει πια την αρχική του λειτουργικότητα, υπολογίζεται ότι είναι ηλικίας πέραν των 100 χρόνων, κι έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο.
Βλέπε λήμμα: Χάνια
Για κάποιο διάστημα, επειδή ο σταθμός είχε γίνει γνωστός με την ονομασία Καλιάνα, το ίδιο το χωριό αναφερόταν ως Πάνω Καλιάνα για να ξεχωρίζει. Ο διαχωρισμός όμως αυτός δεν επεκράτησε.
Το ίδιο το χωριό Καλιάνα διατηρεί, σε αρκετά μεγάλο βαθμό, τα ωραία στοιχεία της λαϊκής ημιορεινής κυπριακής αρχιτεκτονικής. Είναι επίσης γνωστό για τη ζιβανία του, που εξακολουθεί να παράγεται με τον παραδοσιακό τρόπο απόσταξης.
Κατά τον Ν. Κληρίδη, το χωριό πήρε την ονομασία αυτή πιθανώς από το ότι αρχικά τα σπίτια του δεν ήσαν παρά ξύλινες καλύβες που ονομάζονταν ακριβώς καλιάνα (τα).