Παραδοσιακός τεχνίτης, κατασκευαστής βούρκας. Γεννήθηκε στα Πάνω Πολεμίδια τέλη της δεκαετίας του ’50 και ασκεί το επάγγελμα του βοσκού από τα 19 του χρόνια και παράλληλα έχει εργαστήρι κατασκευής της παραδοσιακής βούρκας. Από μικρός είχε ο μεράκι να μάθει να κατασκευάζει βούρκες, βέργες, μαχαίρια και κουδούνια, δηλαδή όλα τα σημαντικά εργαλεία του βοσκού. Μαθήτευσε κοντά σε παλιούς τεχνίτες, ενώ παράλληλα πειραματιζόταν και ο ίδιος. Για τη βούρκα θεωρεί δάσκαλό του τον γέρο τότε βοσκό στα Πάνω Πολεμίδια Ανδρέα Παφίτη, ο οποίος ήξερε την τέχνη της παφίτικης βούρκας, όπου και η καταγωγή του.
«Γνάψιμο» τομαριού
Σύμφωνα με τον Μάριο Γιασεμή τα στάδια κατασκευής μιας βούρκας χωρίζονται σε δύο μέρη, το «γνάψιμο», δηλαδή η επεξεργασία του δέρματος (βυρσοδεψία), και το ράψιμο. Σήμερα, τονίζει, κανένας βούρκατζιης δεν «γνάφκει», αλλά όλοι τους προμηθεύονται έτοιμο επεξεργασμένο δέρμα. Ο λόγος, όπως εξηγεί, έχει να κάνει με τις μεγάλες απαιτήσεις (αποφυγή καψιμάτων του δέρματος) και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνεται η επεξεργασία (δυσοσμία). Ακόμη και ο ίδιος, ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά τη διαδικασία και ίσως, όπως πιστεύει, να είναι ο τελευταίος που την κατέχει στο νησί -κατόπιν μαθητείας του κοντά στον γέροντα Τριαντάφυλλο από τη Γιαλιά της Πάφου ο οποίος ήταν ο τελευταίος «γναψιάς» (βυρσοδέψης) στην Κύπρο- προτιμά σήμερα να πηγαίνει τα αλατισμένα δέρματα αιγών ή τράγων σε βυρσοδεψείο της Λεμεσού , το οποίο στη συνέχεια θα του τα παραδώσει επεξεργασμένα με σύγχρονες μεθόδους.
Πρώτες ύλες
Τη μέθοδο την άσκησε πολλές φορές στο παρελθόν και ακούγοντάς τον να την περιγράφει αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς ότι ακουμπά στα βάθη των αιώνων, μέσα από την παρατήρηση και τους πειραματισμούς του ανθρώπου, αναζητώντας πάντα τις πρώτες ύλες στο γύρω του περιβάλλον, στη φύση. Η πρώτη τέχνη, όπως μας λέει χαρακτηριστικά ο Μάριος, είναι να είναι μερακλής ο σφαγέας, ο «κασάπης», ώστε όταν αφαιρέσει το δέρμα να μην αφήσει τρύπες με «τη μούττην του μασιαιρκού». Αυτό, όπως τονίζει, το έλεγχε πολύ καλά ο κατασκευαστής βούρκας, ώστε να προμηθευόταν τα δέρματα ανέπαφα από τον λαιμό μέχρι τα πόδια. Στη συνέχεια τα έπαιρνε στο εργαστήρι του, τα αλάτιζε και τα φύλαγε, μέχρι να έρθει ο κατάλληλος καιρός του «γναψίματος», ο Σεπτέμβρης, αφού από τη μία προαπαιτείτο να μαζέψει για φυτική κατεργασία το ρούδι που βγαίνει τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο στο Τρόοδος και από την άλλη έπρεπε να πέσουν οι υψηλές θερμοκρασίες, που συχνά είχαν ως αποτέλεσμα να καίγονται τα τομάρια με μείγμα από ασβέστη και κοπριά ορνίθων. Ο Μάριος πιστεύει ότι ειδικά το στάδιο αυτό, το οποίο αποτελεί το τρίτο στη σειρά, μετά το σφάξιμο και το αλάτισμα, είναι ο λόγος που έχει εγκαταλειφτεί στις μέρες μας το «γνάψιμο» από τους κατασκευαστές βούρκας. Αφού γίνει η επάλειψη, σειρά έχει το τρίψιμο με «πουρόπετρα», ώστε να αφαιρεθεί η τρίχα, μετά και τη δράση του μείγματος.
Ρούδι και νερό
«Μετά θα ράψεις τα πόδκια, τον κώλον, τζαι θα μείνει ο λαιμός ανοιχτός», συνεχίζει ο Μάριος, «τζαι θα μπήξεις μέσα το ρούδι μέχρι να γίνει τυμπάνωση». Ακολούθως το «σκηνικό» αυτής της μεγάλης διαδικασίας μεταφέρεται σε μια δεξαμενή. Αφού γεμίσει με ρούδι η βούρκα, όπως αναφέρθηκε, γεμίζει και με νερό. Αυτά τα δύο θα καταστήσουν το τομάρι λείο και εύκαμπτο. Τώρα μπορεί να ραφτεί ο λαιμός και να αφεθεί η βούρκα να επιπλέει στη δεξαμενή για οκτώ μέρες, φροντίζοντας ο κατασκευαστής κάθε πρωί να αλλάζει την πλευρά που τη χτυπά ο ήλιος. Μετά από οκτώ μέρες βγαίνει από το νερό, αφαιρείται το ρούδι και ολοκληρώνεται έτσι η διαδικασία επεξεργασίας του τομαριού. Η βούρκα είναι έτοιμη για ράψιμο.
Ράψιμο
Για να είναι «εύπλαστο» το δέρμα στα χέρια του, πρέπει να το διατηρεί βρεγμένο, μετά το αφήνει να στεγνώνει και ξανά το ίδιο για αρκετές φορές. Έτσι το ράψιμο μιας βούρκας δεν είναι υπόθεση της μιας μέρας. Το σημερινό δέρμα που κρατά στα χέρια του, σε σύγκριση με το παλιό που ετοίμαζε ο ίδιος και οι παλιοί κατασκευαστές, είναι πιο μαλακό. Και πάλι, επισημαίνει ο Μάριος, εάν η παλιά βούρκα «δουλευτεί», χρησιμοποιηθεί αρκετές φορές, το δέρμα σιγά-σιγά μαλακώνει. Ειδάλλως όσα χρόνια και να περάσουν θα παραμείνει σκληρό. Πόσω μάλλον εάν είναι από δέρμα «τραουλλινό», το οποίο προσφερόταν και για τις μπότες παλιά.
Εργαλεία
Στο τραπέζι που ράβει είναι ακουμπισμένα τα εργαλεία της δουλειάς: τα «σουβλιά» για το τρύπημα, ψαλίδι, βελόνα και κλωστή. Παλιά, λέει, δεν χρησιμοποιείτο κλωστή, αλλά το λεγόμενο «συρίμι», λεπτό και διαφανές νήμα από δέρμα εριφίου. Σήμερα χρησιμοποιεί κλωστή για τα δίχτυα των ψαράδων, που είναι κι αυτή γερή.
Κλώσια
Στην αρχή, λέει, ο λαιμός μένει στο κάτω μέρος και ράβεται. Το άλλο άκρο γυρίζει ανάποδα, σχίζεται και σχηματίζονται τα «κλώσια». Στο σημείο όπου γίνεται το γύρισμα θα σχηματίσει και το στόμα της βούρκας, απ’ όπου θα κρέμονται τα κλώσια. Εδώ, λέει, η τέχνη είναι να τα «κλαδέψει» μακριά και σε αυτό παίζει ρόλο το σημείο όπου θα γίνει το γύρισμα του δέρματος. Στην «πλάτη» της βούρκας προστίθενται δύο λουριά-ιμάντες από άλλο τομάρι. Επίσης από άλλο τομάρι και ο «κώλος» της βούρκας. Συνολικά για την κατασκευή της απαιτείται ενάμιση τομάρι ζώου. Αφού γίνουν τα ραψίματα γεμίζει το εσωτερικό της βούρκας, η οποία παραμείνει βρεγμένη, με σιτάρι, έτσι ώστε να πάρει το γνωστό της σχήμα, και αφήνεται 3-4 μέρες να στεγνώσει καλά. Στο τέλος γίνεται στόλισμα με αμματόπετρα ή κέρατο ή καμπανελλούιν.
Πηγή
40 χρόνια παραδοσιακός βούρκατζιης (Εφημερίδα Πολίτης, 13/08/2019)