Ο Κωνσταντίνος Β΄ τέως Βασιλιάς των Ελλήνων γεννήθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 1940. Ηταν ο μόνος γιος του Βασιλέως Παύλου Α΄ και της Βασίλισσας Φρειδερίκης. Πέθανε στις 10 Ιανουαρίου 2023.
Ήταν βασιλιάς των Ελλήνων από το 1964 έως και το 1973 όταν με δημοψήφισμα καταργήθηκε η μοναρχία και κηρύχθηκε έκπτωτη η δυναστεία από τη Δικτατορική Κυβέρνηση της Ελλάδας. Με το δημοψήφισμα του 1974 εξέπεσε οριστικά του αξιώματός του στην Ελλάδα, καθώς οι πολίτες επέλεξαν με ποσοστό 69,2% την Αβασίλευτη Δημοκρατία ως μορφή του πολιτεύματος. Από το 1967 ζούσε αυτοεξόριστος στην Ιταλία και την Αγγλία, ενώ τα τελευταία χρόνια αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Πόρτο Χέλι στην Πελοπόννησο.
Ως βασιλιάς διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά γεγονότα που οδήγησαν στην επιβολή της δικτατορίας με σημαντικότερη την εμπλοκή του στα γεγονότα της Αποστασίας, όταν συγκρούστηκε με τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, με αποτέλεσμα την παραίτηση του ιδίου. Είχε καλές σχέσεις στην Κύπρο τόσο με τον Πρόεδρο Μακάριο, όσο και τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα.
Μετά την αποπομπή του μέσω δημοψηφίσματος, στράφηκε κατά του ελληνικού Δημοσίου απαιτώντας 161,1 εκατομμύρια ευρώ και τελικά μετά από μακρές δικαστικές διαμάχες κατάφερε να αποζημιωθεί με 13,7 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία εισπράχθηκαν από τη ΔΟΥ Αχαρνών, τον Μάρτιο του 2003.
Στον δημόσιο λόγο μετά την κατάργηση της βασιλείας αναφέρεται συνήθως ως τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος ή Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ.
Οικογένεια
Γονείς του ήταν ο πρίγκιπας Παύλος της Ελλάδας, αδελφός και διάδοχος του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου Β, και η πριγκίπισσα της Ελλάδας, του Αννόβερου, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας Φρειδερίκη. Την ημέρα της γέννησής του ρίφθηκαν 101 κανονιοβολισμοί από το λόφο του Λυκαβητού, όπως συνηθιζόταν για να αναγγελθεί ότι ο νέος πρίγκιπας ήταν αγόρι.
Βαπτίστηκε στην Αθήνα με ανάδοχο τις Ένοπλες Δυνάμεις. Έχει δύο αδελφές, τη Σοφία και την Ειρήνη. Η Σοφία ήταν βασίλισσα της Ισπανίας από το 1975 μέχρι την παραίτηση του συζύγου της βασιλιά Χουάν Κάρλος Α της Ισπανίας το 2014 και την άνοδο του υιού της Φιλίππου ΣΤ στον ισπανικό θρόνο.
Η οικογένειά του ακολούθησε τη βασιλική οικογένεια, η οποία κατά τις παραμονές της ναζιστικής προέλασης στην Αθήνα, μαζί με την κυβέρνηση και την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, μέσω της Κρήτης κατέφυγαν στην Αίγυπτο, όπου και σχημάτισαν τη λεγόμενη «Κυβέρνηση της Αιγύπτου» και τέθηκαν επικεφαλής ελληνικών ταγμάτων που μαχόταν στην Αφρική κατά του Αξονα. Αργότερα διέμεινε στη Νότια Αφρική. Επέστρεψαν στην Ελλάδα το 1946 με την παλινόρθωση της μοναρχίας και την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β΄.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1947, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Γεωργίου Β΄, ο πατέρας του ανέβηκε στον θρόνο και ο Κωνσταντίνος ορίστηκε διάδοχος. Το 1955 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Δούκα της Σπάρτης. Την ίδια χρονιά ζητήθηκε από τον λόγιο και καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνο Τσάτσο να του παραδώσει μαθήματα φιλοσοφίας. Το 1958 αποφοίτησε από το Εθνικό Εκπαιδευτήριο Αναβρύτων, συνεχίζοντας διετή φοίτηση στα Σώματα των Ενόπλων Δυνάμεων. Το 1960 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών.
Το 1960 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης συμμετείχε στην ομάδα ιστιοπλοΐας της Ελλάδας, η οποία κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στην κατηγορία Ντράγκον. Συμμετείχε ως πηδαλιούχος του σκάφους «Νηρεύς» όπου πλήρωμα ήταν ο Οδυσσέας Εσκιτζόγλου και ο Γιώργος Ζαΐμης. Η ομάδα απέσπασε το πρώτο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο της Ελλάδας από το 1912. Συμμετείχε ακόμη και στα Πανελλήνια Πρωταθληματα τοιχοσφαίρισης με πολλές δεύτερες και τρίτες νίκες στο διπλό.
Στις 20 Φεβρουαρίου 1964 ο βασιλιάς Παύλος, εξαιτίας της επιδείνωσης της υγείας του, εξέδωσε διάταγμα σύμφωνα με το οποίο μετέφερε τις εξουσίες του στο διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος γινόταν πλέον Αντιβασιλέας της Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια της σύντομης αντιβασιλείας, ο Κωνσταντίνος περιορίστηκε στην υπογραφή διαταγμάτων και νομοθετημάτων, όπως ο διορισμός και η αποδοχή παραιτήσεων κυβερνητικών μελών.
Στις 6 Μαρτίου 1964 ο βασιλιάς Παύλος πέθανε από καρκίνο και τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο 24χρονος Κωνσταντίνος ως Βασιλιάς της Ελλάδας Κωνσταντίνος Β΄. Αν και δημοφιλής, θεωρήθηκε νέος, άπειρος και ευρισκόμενος υπό την ισχυρή επιρροή της μητέρας του βασίλισσας Φρειδερίκης.
Η πολιτική κατάσταση την περίοδο της βασιλείας του Κωνσταντίνου ήταν ιδιαίτερα πολωμένη μεταξύ του πρωθυπουργού και αρχηγού της Ένωσης Κέντρου Γεωργίου Παπανδρέου και του αρχηγού της ΕΡΕ Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ο οποίος ουσιαστικά υποκαθιστούσε τον αυτοεξόριστο ιδρυτή του κόμματος Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Την Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 1964 παντρεύτηκε Άννα Μαρία.
Ιουλιανά
Αν και αρχικά είχε δοθεί η εικόνα της αγαστής συνεργασίας μεταξύ του νεαρού μονάρχη και του Παπανδρέου, το σκηνικό αυτό ανατράπηκε σύντομα με την παρέμβαση αυλικών συμβούλων, που προέτρεπαν τον Κωνσταντίνο να κρατήσει τον πλήρη έλεγχο του στρατού όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε, και ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε, την αντικατάσταση του αρχηγού του ΓΕΣ Ιωάννη Γεννηματα. Στο στράτευμα κυριαρχούσαν αξιωματικοί οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στον εμφύλιο πόλεμο και διατηρούσαν στενές επαφές με τον παλαιό κρατικό μηχανισμό. Όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου προσπάθησε να αποστρατεύσει μερικούς από αυτούς συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση των Ανακτόρων. Το Μάιο του 1965 ο Πρωθυπουργός αποφάσισε την αποπομπή του υπουργού Εθνικής Αμύνης, βασικού χρηματοδότη του αλλά και έντονα φιλομοναρχικού, Πέτρου Γαρουφαλιά αναλαμβάνοντας ο ίδιος το υπουργείο. Ο βασιλιάς με πρόσχημα την εκδικαζόμενη τότε υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, στην οποία φερόταν να εμπλέκεται ο γιος του πρωθυπουργού Ανδρέας Παπανδρέου, απέφευγε να δεχτεί σε ακρόαση τον Γεώργιο Παπανδρέου αρνούμενος, κατά παραβίαση του Συντάγματος, την απόφασή του για ανάληψη από τον ίδιο του υπουργείου. Τότε ξέσπασε κρίση μεταξύ των δύο ανδρών συνοδευόμενη από ανταλλαγή επιστολών σε υψηλούς τόνους. Τελικά ο Γεώργιος Παπανδρέου ανέβηκε στα Ανάκτορα στις 15 Ιουλίου 1965 και κατόπιν έντονης λογομαχίας υπέβαλε προφορικά την παραίτησή του. Λίγο αργότερα ο Κωνσταντίνος όρκισε την πρώτη κυβέρνηση των « Αποστατών», με πρόεδρο τον ακαδημαϊκό και μέχρι τότε Πρόεδρο της Βουλής Γεώργιο Αθανασιάδη -Νόβα, ανοίγοντας ένα μακρύ κύκλο πολιτικής κρίσης και αστάθειας με συνεχή εναλλαγή κυβερνήσεων.
Τα γεγονότα προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των πολιτών που διαδήλωναν καθημερινά στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις. Εν τω μεταξύ το αντιμοναρχικό ρεύμα μεγάλωνε καθοδηγούμενο από τον αρχηγό της Ενώσεως Κέντρου, το γιο του Ανδρέα και πολλά στελέχη του κεντρώου και αριστερού χώρου. Οι φήμες για την επιβολή δικτατορίας αυξάνονταν και συζητούνταν ευρέως ακόμη και εντός του Κοινοβουλίου. Υπήρχε η αίσθηση πως το πραξικόπημα θα υποκινούνταν από τον Βασιλιά και θα περιελάμβανε ανώτατους αξιωματικούς πιστούς στο στέμμα. Αυτή η θεωρία υποστηρίζεται από αρκετούς σύγχρονους ερευνητές, χωρίς ωστοσο να τεκμηριωνεται. Το Δεκέμβριο του 1966, κατόπιν συμφωνίας των δύο κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων, ανατέθηκε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Ιωάννη Παρασκευόπουλο με σκοπό τη διενέργεια εκλογών το Μάιο του 1967.
Στις 4 Απριλίου, μετά την παραίτηση Παρασκευόπουλου, δόθηκε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Η ενέργεια αυτή του Βασιλιά χαρακτηρίστηκε πραξικοπηματική από τον Παπανδρέου και ο ίδιος ο μονάρχης «κομματάρχης της Ε.Ρ.Ε.». Με δεδομένη την καταψήφιση της κυβέρνησης Κανελλόπουλου από τη Βουλή προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 28 Μάιου.
Το πραξικόπημα
Τη νύχτα της 20ης προς 21η 1967 εκδηλώθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα της Χούντας. Η αναποφασιστικότητα του Κωνσταντίνου τη νύχτα του πραξικοπήματος αντικατοπτρίζεται στις τηλεφωνικές συνομιλίες του από τα θερινά Ανάκτορα του Τατοΐου, όπου διέμενε. Στις 2.30, ξύπνησε από το τηλεφώνημα του Αθανάσιου Σπανίδη, απόστρατου ναυάρχου, ο οποίος βρισκόταν στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Ο Σπανίδης, αφού ενημέρωσε τον Βασιλιά για τα γεγονότα, εισηγήθηκε απόπλου του στόλου για την Κρήτη και το σχηματισμό εκεί νόμιμης κυβέρνησης. Στη συνέχεια τηλεφώνησε στον Κωνσταντίνο ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως, Γεώργιος Ράλλης, από το κέντρο Αμέσου Δράσεως της Χωροφυλακής, στο Μαρούσι. Και αυτός με τη σειρά του εισηγήθηκε να μετακινηθούν από την επαρχία νομιμόφρονες στρατιωτικές δυνάμεις κυρίως της αεροπορίας, όπου οι κινηματίες δεν είχαν ερείσματα, όσο υπήρχε ακόμη χρόνος. Και στις δύο περιπτώσεις ήταν κατηγορηματικά αντίθετος, θέλοντας να αποφύγει την αιματοχυσία και να μάθει τα κίνητρα των πραξικοπηματιών.
Έτσι, όταν στις 5.30 το πρωί δέχτηκε τους επικεφαλής, Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Πατακό και Νικόλαο Μακαρέζο , οι συνομιλίες του ήταν διαπραγματευτικού χαρακτήρα και περιορίστηκαν στη σύνθεση της νέας δικτατορικής κυβέρνησης, γνωστής ως η Χούντα των Συνταγματαρχών.
Ο Κωνσταντίνος, ακολούθησε τη συμβουλή του τρίτου συνομιλητή του, Σπύρου Μαρκεζίνη, αρχηγού ενός μικρού συντηρητικού κόμματος, να επιδιώξει τη συνδιαλλαγή μαζί τους. Προσπάθησε να δηλώσει την αντίθεσή του προς αυτούς, όταν κατά τη φωτογράφιση της «επαναστατικής» κυβέρνησης, φωτογραφήθηκε μαζί τους σκυθρωπός, αντί για χαμογελαστός ως συνήθως. Αργότερα, ο Κωνσταντίνος αν και εξήγησε το κίνητρο της φωτογράφισης, παραδέχθηκε ότι δεν πέτυχε τον σκοπό της.
Στην προσφώνησή του στις 26 Απριλίου 1967, για το νέο καθεστώς της Χούντας δήλωσε: «Είμαι βέβαιος ότι με την ευχήν του Θεού, με την προσπάθειαν υμών και προπαντός με την βοήθειαν του λαού, θα επιτευχθή ταχέως η οργάνωσις Κράτους Δικαίου, μιας αληθούς και υγιούς Δημοκρατίας».
Αντικίνημα
Στις 13 Δεκεμβρίου 1967 ο Βασιλιάς συνοδευόμενος από μέλη της οικογένειάς του και τον Πρωθυπουργό Κόλια Κ, αποπειράθηκε να ανατρέψει τη Χούντα (Αντικίνημα). Στην αρχή κατευθύνθηκε προς τη Θεσσαλονίκη, όπου στη διαδρομή, πληροφορήθηκε ότι οι Χουντικές δυνάμεις συνέλαβαν τους αξιωματικούς του κινήματός του. Προσγειώθηκε στη Καβάλα και προσπάθησε να ανασυντάξει τις δυνάμεις του, με στόχο την ανατροπή της δικτατορίας. Αλλά ενώ το Ναυτικό και η Αεροπορία συντάχτηκαν και παρέμεναν μαζί του, ο Στρατός παρέμεινε πιστός στη Χούντα. Ο Κωνσταντίνος θέλοντας να αποφύγει την αιματοχυσία και την αποδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων σε περίοδο κρίσης με την Τουρκία εγκατέλειψε την προσπάθεια και αναχώρησε, μαζί με όσους τον συνόδευαν, στη Ρώμη. Αμέσως μετά ο Παπαδόπουλος ανέλαβε Πρωθυπουργός, διορίζοντας το στρατηγό Γεώργιο Ζωιτάκη Αντιβασιλέα.
Στο εξωτερικό
Αφού εγκατέλειψε την Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος θέλησε αρχικά να αποστασιοποιηθεί από τους συνταγματάρχες. Δήλωνε επανειλημμένως ότι πλαστογράφησαν την υπογραφή του και ότι τον εκβίαζαν απειλώντας τον για τη ζωή των μελών της οικογένειάς του. Επίσης δήλωνε ότι εξέφρασε εξ αρχής την αντίθεσή του στο πραξικόπημα ποζάροντας συνοφρυωμένος στη φωτογραφία ορκωμοσίας της χουντικής κυβέρνησης, σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική του να ποζάρει χαμογελαστός, και ότι μέσω αυτής της φωτογραφίας έστελνε το μήνυμα της δυσαρέσκειάς του στον ελληνικό λαό.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η αρχική δυσφορία του Κωνσταντίνου προς τους πραξικοπηματίες, οφειλόταν στο γεγονός ότι εμπόδισαν την πραγματοποίηση άλλου πραξικοπήματος, σχεδιασμένου να εκτελεστεί από τους στρατηγούς και στο οποίο ο Κωνσταντίνος θα είχε μεγαλύτερο έλεγχο. Ο στρατηγός Σόλων Γκίκας, ιδρυτής του ΙΔΕΑ και υπουργός Δημοσίας Τάξεως στην κυβέρνηση Καραμανλή, το 1974 ανέφερε: «Οι στρατηγοί ετοίμαζαν το δικό τους πραξικόπημα... που θα γινόταν για λογαριασμό του βασιλέως και των συντηρητικών».
Από την άλλη μεριά, εξακολούθησε να εισπράττει τη βασιλική επιχορήγηση έως το 1973 και επιπλέον απέστειλε στον Γ.Παπαδόπουλο συγχαρητήριο τηλεγράφημα "επί τη διασώσει", μετά την αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του από τον Αλέκο Παναγούλη. Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους η χούντα διαπραγματεύτηκε με τον Κωνσταντίνο μέσω μεσαζόντων τους όρους για να επιστρέψει στην Ελλάδα. Αλλά ο Κωνσταντίνος επέμενε στην πλήρη αποκατάσταση των συνταγματικών δικαιωμάτων του ως προϋπόθεση, γεγονός, που δεν έβρισκε σύμφωνο τον Παπαδόπουλο. Αντ' αυτού το καθεστώς εκπόνησε ένα νέο Σύνταγμα τον Νοέμβριο του 1968, που διατήρησε το θεσμό της μοναρχίας αλλά τον απογύμνωσε της ισχύος του και προέβλεπε μόνιμη αντιβασιλεία έως ότου επέλεγε να δεχτεί ο Κωνσταντίνος τη νέα κατάσταση. Αυτό συνεχίστηκε έως το 1972, όταν ο Παπαδόπουλος απομάκρυνε το Ζωιτάκη και έγινε ο ίδιος Αντιβασιλέας.
Το 2006 η Ελευθεροτυπία των Αθηνών δημοσίευσε σημαντικά νέα στοιχεία που υποστηρίζουν ότι η εικόνα του βασιλέα που μάχεται στην εξορία για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην πατρίδα του και τηρεί εχθρική στάση προς τους πραξικοπηματίες είναι ένας μύθος. Τα νέα στοιχεία, που προέρχονται από τις αποχαρακτηρισμένες αναφορές Γερμανών και Αμερικανών αξιωματούχων προς τα προϊστάμενα υπουργεία των χωρών τους δείχνουν αντίθετα ένα Κωνσταντίνο που δέχεται να επιστρέψει υπό οποιουσδήποτε όρους. Τα έγγραφα ερευνήθηκαν συστηματικά από τον καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης Μόενς Πελτ στη μελέτη του Προσδένοντας την Ελλάδα στη Δύση (Tying Greece to the West) και σε αυτή τη μελέτη βασίζεται και το σχετικό άρθρο της Ελευθεροτυπίας. Από τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα προκύπτει ότι ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τη δικτατορία και ιδιαίτερα με τον Παπαδόπουλο μέσω του Γερμανού και του Αμερικανού πρέσβη στην Ελλάδα για να καταστήσει σαφές ότι:
Περί επιστροφής
Μέχρι το 1973 είχε αυξηθεί η αντίδραση του λαού προς το στρατιωτικό καθεστώς. Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα "Βραδυνή" ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δήλωνε ότι μόνη λύση είναι η επιστροφή του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα, η ανάθεση σχηματισμού της κυβέρνησης σε πολιτικούς και προκήρυξη εκλογών. Την ίδια εποχή, τέλη Μαΐου, ανώτεροι αξιωματικοί τού κατά ένα μεγάλο μέρος φιλοβασιλικού Ελληνικού Ναυτικού οργάνωσαν το Κίνημα του Ναυτικού, στο οποίο δεν αναμείχθηκε ο Κωνσταντίνος. Ο Παπαδόπουλος εκδικούμενος προέβη στην ανακήρυξη της Ελλάδας σε "Προεδρική Δημοκρατία", την 1η Ιουνίου 1973, απόφαση που επιβεβαιώθηκε από ένα δημοψήφισμα τον Ιούλιο. Πριν το δημοψήφισμα εκδηλώθηκε μεγάλη εκστρατεία της δικτατορίας υπέρ του ΝΑΙ (εναντίον δηλαδή της μοναρχίας). Αυτό το δημοψήφισμα δεν αναγνωρίστηκε από κανένα πολιτικό κόμμα.
Την 1η Ιουνίου 1973 έπαψε και τυπικά ο Κωνσταντίνος να είναι Βασιλιάς της Ελλάδας. Οι πολιτικοί δεν αναγνώρισαν την αλλαγή του πολιτεύματος και δήλωσαν, με σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντίνου, τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τη μορφή του πολιτεύματος, όταν αποκατασταθεί η Δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Πτώση δικτατορίας
Η Εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 και τα επακόλουθα γεγονότα οδήγησαν στην πτώση της δικτατορίας. Σύμφωνα με τον Λεωνίδα Παπάγο (στο βιβλίο του «Σημειώσεις 1967 -1977»), λόγω της κρίσιμης κατάστασης, ο Κωνσταντίνος μίσθωσε ένα διαμέρισμα στο ξενοδοχείο Κλάριτζες, ώστε να είναι ευκολότερα προσιτός σε όποιον ζητούσε να τον δει και να έχει μεγαλύτερη ευχέρεια για τηλεφωνικές επαφές. Εκεί έμαθε στις 23 Ιουλίου 1974 την πτώση της δικτατορίας. Αμέσως τηλεφώνησε στον πρώην Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή στο Παρίσι, για να του μεταδώσει ότι έπεσε η δικτατορία και ότι ο ηγέτης της Στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης κάλεσε πολιτικο-στρατιωτικό συμβούλιο. Ο Καραμανλής στη συνέχεια αποδέκτηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα και να αναλάβει θέση πρωθυπουργού.
Το δημοψήφισμα
Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας επαναφέρθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952 εξαιρουμένων των διατάξεων για τη μορφή του πολιτεύματος. Παράλληλα ο Κ. Καραμανλής ανήγγειλε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για τη λύση του πολιτειακού. Ο ίδιος ως αρχηγός της συντηρητικής παράταξης, που παραδοσιακά στήριζε τη μοναρχία, δεν έκανε καμία κίνηση υπέρ του Κωνσταντίνου. Γεγονός όμως είναι ότι του απαγορεύτηκε η επιστροφή στην Ελλάδα πριν από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος και του δόθηκε η δυνατότητα να απευθυνθεί (μία φορά) στον Ελληνικό λαό μέσω τηλεοπτικού διαγγέλματος.
Οι Έλληνες πολίτες ψήφισαν υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, τιμωρώντας τον Κωνσταντίνο για την προδικτατορική εξέλιξη των γεγονότων, και για τη συνεργασία του με τους χουντικούς συνταγματάρχες. Στο δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, η αβασίλευτη δημοκρατία συγκέντρωσε μεγάλη πλειοψηφία 69,2% έναντι 30,8% της βασιλευομένης. Με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων ο Κωνσταντίνος Καραμανλής φέρεται να δήλωσε ότι: «Ένα καρκίνωμα αποκόπηκε σήμερα από το σώμα του έθνους».
Ο Κωνσταντίνος απηύθυνε την επόμενη της ψηφοφορίας το ακόλουθο μήνυμα: «Έλληνες και Ελληνίδες. Πιστός στη διακήρυξή μου, επαναλαμβάνω ότι προέχει η εθνική ενότητα χάριν της ομαλότητας, της προόδου και της ευημερίας της Χώρας και εύχομαι ολόψυχα οι εξελίξεις να δικαιώσουν το αποτέλεσμα που προέκυψε από τη χθεσινή ψηφοφορία».
Η περιουσία
Μετά το δημοψήφισμα ο Κωνσταντίνος παρέμεινε στο εξωτερικό αποφεύγοντας να επιστρέψει στην Ελλάδα, την οποία επισκέφθηκε πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1981 για να παρακολουθήσει την νεκρώσιμη ακολουθία της μητέρας του, Φρειδερίκης. Οι διαφορές του με το ελληνικό κράτος για την πρώην βασιλική περιουσία των τριών κτημάτων του, δηλαδή το Μον Ρεπό στην Κέρκυρα, το Κτήμα Τατοϊου και το κτήμα Πολυδενρίου στην Αγιά Λάρισας οδήγησαν τελικά στα δικαστήρια.
Το 1992 σύναψε συμφωνία με την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, δια της οποίας εκχωρούσε το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας του στην Ελλάδα σε ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα με αντάλλαγμα την απόδοση των παλαιών θερινών ανακτόρων του Τατοΐου και το δικαίωμα να εξαχθεί ένας μεγάλος αριθμός κινητών περιουσιακών στοιχείων από τη χώρα.
Το 1993 έκανε μια πρώτη μεγάλη επίσκεψη στην Ελλάδα, αλλά η κυβέρνηση ενοχλήθηκε από αυτή την περιοδεία του και αντιμέτωπη με τις όλο και ισχυρότερες διαμαρτυρίες της αντιπολίτευσης του ζήτησε να αποχωρήσει. Το 1994, η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ακύρωσε με τον νόμο 2215/1994 τη συμφωνία του 1992 και αφαίρεσε από τον Κωνσταντίνο την ιδιοκτησία του στην Ελλάδα και την ελληνική ιθαγένεια θεωρώντας ότι η βασιλική περιουσία είχε ήδη απαλλοτριωθεί με το νομικό διάταγμα της Χούντας.
Τελικά, ύστερα από αρκετές δικαστικές περιπέτειες με απόφαση του δικαστηρίου ο τέως βασιλιάς έλαβε ως αποζημίωση 13,7 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία εισπράχθηκαν από τη ΔΟΥ Αχαρνών, τον Μάρτιο του 2003. Το Ελληνικό Κράτος κατέβαλε αυτό το ποσό από τον προϋπολογισμό "φυσικών καταστροφών", θέλοντας να κάνει έναν πολιτικό υπαινιγμό, και εξέδωσε το σχετικό πιστωτικό εκκαθαριστικό από τη ΔΥΟ Αχαρνών ως κατά τόπον αρμόδια, με το σκεπτικό ότι τελευταίος τόπος διαμονής του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα ήταν τα Ανάκτορα στο Τατόι.. Ο Κωνσταντίνος, στη συνέχεια, αφού παρέλαβε μέσω πληρεξουσίου δικηγόρου το ποσό, ανήγγειλε τη δημιουργία του Ιδρύματος «Άννα - Μαρία» με έδρα το Λιχτενστάιν ως φορέα διάθεσης της αποζημίωσής του σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Μέχρι το θάνατο του όμως οι δραστηριότητες του ιδρύματος δεν έγιναν γνωστές. Ο Κωνσταντίνος ως ιδιώτης διέθετε διπλωματικό διαβατήριο της Δανίας ως "Constantine de Grecia" (ισπανικά το «Κωνσταντίνος της Ελλάδας») ενώ οι σύγχρονες συνθήκες διακίνησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και η εξέλιξη των πολιτικών ηθών στην Ελλάδα έχουν καταστήσει ξεπερασμένο το ζήτημα του διαβατηρίου για ταξίδια προς την Ελλάδα. Το 2003 ταξίδευσε στην Ελλάδα με αυτό το όνομα.
Πηγή: