Τον Ιούλιο του 1964 πραγματοποιήθηκαν στη Γενεύη συναντήσεις αντιπροσωπιών της Ελλάδας και της Τουρκίας για διευθέτηση του Κυπριακού. Των συνομιλιών προηγήθηκε η επίσκεψη στις ΗΠΑ του Έλληνα Πρωθυπουργού Γεώργιου Παπανδρέου (24 Ιουνίου 1964 – 28 Ιουνίου 1964). Στο επίκεντρο των συνομιλιών τόσο με τον Αμερικανό Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον όσο και με τους άλλους Αμερικανούς αξιωματούχους ήταν το Κυπριακό και η διαδικασία διευθέτησής του. Από τα πρακτικά των συναντήσεων τα οποία τήρησε η ελληνική αντιπροσωπία (Σπ. Παπαγεωργίου, Τα κρίσιμα ντοκουμέντα του Κυπριακού, 1959‐1967, τόμ. Β΄, σελ. 44-67) προκύπτει το εξής:
Εκτός ΟΗΕ
Σταθερή θέση των ΗΠΑ ήταν η απομάκρυνση του Κυπριακού από τα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών και η ενδονατοϊκή διευθέτησή του με μυστικές συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Καμπ Ντέιβιντ, υπό την εποπτεία των ΗΠΑ. Τη θέση αυτή απέρριψε σθεναρά ο Έλληνας Πρωθυπουργός, ο οποίος επέμενε η διαδικασία να βρίσκεται εντός των πλαισίων των ΗΕ υπό την ευθύνη του εκπροσώπου του. Η όποια συμμετοχή των ΗΠΑ να είναι επικουρική, εφόσον τη ζητήσουν τα ΗΕ. Ακόμα, η Ελλάδα απέρριψε τις απευθείας συζητήσεις με την Τουρκία. Αντιπρότεινε εκ του σύνεγγυς συνομιλίες και η συνάντηση των εκπροσώπων των δύο χωρών να πραγματοποιηθεί μόνο εφόσον η Τουρκία μετακινηθεί από τη θέση της και προκύψουν σοβαρές πιθανότητες σύγκλισης. Από την πλευρά των ΗΠΑ υπήρξε εμφανής εκβιασμός για την αποδοχή της πρότασής τους κινδυνολογώντας ότι, σε περίπτωση απόρριψης, δεν επρόκειτο να αποτρέψουν την Τουρκία από την πραγματοποίηση εισβολής στην Κύπρο, όπως έπραξαν στις αρχές Ιουνίου του 1964. Σε περίπτωση πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δήλωσαν ότι δεν έχουν πρόθεση παρέμβασης.
Η θέση των ΗΠΑ συνοψίσθηκε στην εξής διατύπωση: «Οι ΗΠΑ θα πράξουν παν το δυνατόν, για να αποθαρρύνουν τουρκική ενέργεια, αλλά δεν θα την παρεμποδίσουν δυναμικά». Τέλος, οι ΗΠΑ ξεκαθάρισαν ότι η λύση η οποία θα εξευρεθεί θα πρέπει να διασφαλίζει την ασφάλεια της Τουρκίας. Ταυτόχρονα όμως να μην αποτελεί πλήρη νίκη είτε της Τουρκίας είτε της Ελλάδας.
Διακοινοτικές ταραχές
Δύο εβδομάδες μετά την επίσκεψη Γεωργίου Παπανδρέου στις ΗΠΑ, τον Ιούλιο του 1964, διεξήχθησαν στη Γενεύη οι συνομιλίες ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, με στόχο την «εκτόνωση της κρίσης» που προκλήθηκε λόγω των Διακοινοτικών Ταραχών του Δεκεμβρίου του 1963 και της αποχώρησης των Τουρκοκυπρίων υπουργών από την κυβέρνηση, καθώς και τις απειλές της Τουρκίας για εισβολή στην Κύπρο. Στόχος των συνομιλιών ήταν «η επίλυση του κυπριακού προβλήματος». Στις συνομιλίες ρόλο μεσολαβητή είχαν αναλάβει εκ μέρους του ΟΗΕ ο Σακχάρι Τουομιόγια και των ΗΠΑ ο Ντιν Άτσεσον, τέως Υπουργός Εξωτερικών. Όπως προκύπτει από έκθεση που συνέταξε ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στις συνομιλίες πρέσβης Δημήτρης Νικολαρεΐζης (14 Ιουλίου 1964), στις συνομιλίες από πλευράς Άτσεσον τέθηκαν κατά προτεραιότητα ζητήματα τα οποία είχαν σχέση με την ασφάλεια της Τουρκίας και δευτερευόντως με τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων. Συγκεκριμένα, η έκθεση αναφέρει: «Την Τουρκία ευλόγως ανησυχεί μελλοντική τύχη Κύπρου. Διότι από βορρά συνορεύει με Σοβιετικήν Ένωσιν, εις ευρωπαϊκόν ηπειρωτικόν τμήμα της με Βουλγαρία και εν συνεχεία με Ελλάδα, η οποία διά συνόρων Έβρου και σειράς ελληνικών νήσων κυκλώνει Μικρασιατικήν ακτήν Τουρκίας. Κύκλωσις θα συνεπληρούτο εάν εις Ελλάδα περιήρχετο και Κύπρος, η οποία θα απετέλει νέαν σφήνα προς κατεύθυνση κόλπου Αλεξανδρέττας. Τούτο Τουρκία δεν δύναται δεχθή λόγω ανταγωνισμού και συχνών συρράξεων διά των οποίων διήλθον σχέσεις δύο γειτόνων Εθνών».
Σχέδιο Άτσεσον 1
Στη διάρκεια των συνομιλιών ο Άτσεσον υπέβαλε το πρώτο σχέδιο λύσης του Κυπριακού, το οποίο μεταξύ άλλων προέβλεπε τα εξής:
Σχέδιο Άτσεσον 2
Ως αποτέλεσμα της απόρριψης του πρώτου σχεδίου από την ελληνική κυβέρνηση, ο Άτσεσον υπέβαλε δεύτερο συμβιβαστικό σχέδιο, οι κυριότερες πρόνοιες του οποίου ήσαν οι ακόλουθες:
Τελικό Σχέδιο Άτσεσον
Η συνέχιση των συνομιλιών και η μη αποδοχή του σχεδίου 2 από την Ελλάδα και την Τουρκία οδήγησαν τον Άτσεσον στην υποβολή του τελικού του σχεδίου, το οποίο αποτελείτο από 15 σημεία. Σ' αυτά περιλαμβάνονταν τα ακόλουθα:
Άγνοια Κύπρου
Στις συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν στη Γενεύη η κυπριακή κυβέρνηση δεν είχε συμμετοχή και φαίνεται να μην είχε και οποιαδήποτε επίσημη ενημέρωση για όλα τα παραπάνω. Σε δηλώσεις του στην Αθήνα στις 30 Ιουλίου 1964 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ανέφερε σχετικά: «Δεν δύναμαι να αποκρύψω το γεγονός ότι αυτόκλητοι μεσολαβηταί ανέπτυξαν προσφάτως εις τα παρασκήνια της Γενεύης έντονον δραστηριότητα προς εκτροχιασμό του Κυπριακού εκ της ακολουθητέας γραμμής, συνεχίζονται δε εις ετέρους κύκλους προσπάθειαι προς μετατόπισιν του προβλήματος εκ της διεθνούς βάσεώς του. Αισθάνομαι βαθυτάτην ικανοποίησιν διότι τα σχέδια ταύτα προσέκρουσαν επί της σταθεράς αντιστάσεως της Ελληνικής κυβερνήσεως» (Σπύρου Παπαγεωργίου, Τα κρίσιμα ντοκουμέντα του Κυπριακού, 1959‐1967, τόμ. Β΄, σελ. 231). Σε αντίθεση με τη σταθερή θέση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου έναντι των συζητήσεων στη Γενεύη και των σχεδίων που είχαν υποβληθεί από τον Άτσεσον, από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης φαίνεται ότι υπήρξαν παλινδρομήσεις. Η αρχική θέση ήταν αρνητική. Στη συνέχεια φαίνεται ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός διαφοροποίησε τη θέση του, από την οποία εκπορεύεται και η περίφημη δήλωσή του «όταν σου χαρίζουν μία πολυκατοικία, μπορείς να δώσεις ένα διαμέρισμα», για να διατυπώσει αργότερα την τελική του θέση με τη φράση «Η Ελλάς ουδέν ζητεί, διατί να δώσει; Η Τουρκία ουδέν δίδει, διατί να πάρει;» (Ά. Παυλίδης, Φάκελος Κύπρου ‐ Άκρως Απόρ‐ ρητον, σελ. 54).
Ενδεικτικό της ελληνικής στάσης είναι το απόρρητο τηλεγράφημα (347), το οποίο απέστειλε στις 22 Αυγούστου 1964 ο Αμερικανός Υφυπουργός Εξωτερικών Τζ. Μπολ στον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα για δράση, με κοινοποίηση στον Άτσεσον και τις πρεσβείες των ΗΠΑ στην Άγκυρα και το Λονδίνο, και το οποίο αναφέρει: «Δεν μπορούμε να δεχθούμε την αμφιταλάντευση της ελληνικής κυβέρνησης και πρέπει να τους το ξεκαθαρίσετε αυτό [...]. Χρησιμοποιούμε κάθε δυνατό μέσο, ώστε να συμφωνήσει η Τουρκία και δεν μπορούμε να αποδεχθούμε οποιεσδήποτε δεύτερες σκέψεις από ελληνικής πλευράς, σε αυτή τη φάση. Γι' αυτό και κατά την επόμενη συνάντησή σου με τον Παπανδρέου, εισηγούμαι να του μεταφέρεις το βαθύτατο αίσθημα έκπληξης της Ουάσινγκτον από την υπαναχώρησή του. Πρέπει να διατηρήσεις την πίεση στο μέγιστο επίπεδο, ωσότου επιτύχουμε με όλη αυτή τη δουλειά». Σε μεταγενέστερες δηλώσεις του ο Γεώργιος Παπανδρέου στις 10 Φεβρουαρίου 1966 ανέφερε σχετικά για το Σχέδιο Άτσεσον: «Η Τουρκία απέρριψε την πρότασιν, διότι ήθελεν κυριαρχίαν, η οποία ισοδυνάμει προς διχοτόμησιν. Και ο Μακάριος επίσης την απέρριπτε, διότι ήθελεν Ένωσιν άνευ όρων. Τοιουτοτρόπως εματαιώθη η πρότασις. Αναγράφεται επίσης ότι το σχέδιον Άτσεσον δεν είχεν ανακοινωθή επισήμως εις τον Αρχ. Μακάριον. Τούτο είναι αληθές. Και δεν ανακοινώθη ακριβώς διότι δεν είχε γίνει αποδεκτόν από την ελληνικήν κυβέρνησιν. Εάν είχε γίνει αποδεκτόν, βεβαίως θα ανακοινούτο» (Σπ. Παπαγεωργίου, Τα κρίσιμα ντοκουμέντα του Κυπριακού, 1959‐1967, τόμ. Β΄, σελ. 239-240).
Ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, Υπουργός Εθνικής Αμύνης το 1964, είχε αναφέρει στις 11 Φεβρουαρίου 1966 σχετικά με το παραπάνω θέμα τα εξής: «Δεν είχα μεταβεί εις Κύπρον, διά να βολιδοσκοπήσω τον Αρχιεπίσκοπον Μακάριον, ως προς την αποδοχήν του σχεδίου Άτσεσον, ως κακώς κατά κόρον ανεγράφη. Ο Αρχιεπίσκοπος γνωρίζει καλύτερον παντός άλλου εάν του ανεκοίνωσα ποτέ το σχέδιον Άτσεσον ή άλλον παρόμοιον. [...]έκτασις 200‐300 τετρ. μιλίων δεν αποτελεί στρατιωτικήν βάσιν, η συνήθης έκτασις των οποίων κυμαίνεται μεταξύ 40‐60 τετρ. μιλίων, αλλά συγκαλυμμένην διχοτόμησιν και ότι η Καρπασία, ως διαμόρφωσις εδάφους, καθιστά δυσχερεστάτην την στρατιωτικήν αποβολήν των Τούρκων, εάν αρνηθούν ούτοι να αναχωρήσουν μετά την λήξιν της εκμισθώσεως. Ο Γ. Παπανδρέου εύρεν ορθάς τας απόψεις μου, τας υιοθέτησε και έσπευσε κατεπειγόντως να δώση οδηγίας απορριπτικάς της προτάσεως. Ο ατυχής Τουομιόγια, ευρεθείς προ αρνητικών απαντήσεων Ελλάδος και Τουρκίας και προ υπαναχωρήσεων, ενώ είχε πιστεύσει εις την λύσιν τελικώς του κυπριακού προβλήματος, επλήρωσε με την ζωήν του την περιπέτειαν εκείνην» (Σπ. Παπαγεωργίου, Τα κρίσιμα ντοκουμέντα του Κυ‐ πριακού, 1959‐1967, τόμ. Β΄, σελ. 240-241).
Ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος (κατάθεση 10 Δεκεμβρίου 2009, σελ. 56-58) ανέφερε στην επιτροπή ότι σε επίσκεψη την οποία είχε πραγματοποιήσει στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1964 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος τόσο ο Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου όσο και ο ίδιος σε πολύωρες συναντήσεις προσπάθησαν να τον πείσουν να αποδεχθεί το Σχέδιο Άτσεσον. Ο Αρχιεπίσκοπος πρόβαλε σθεναρή άρνηση. Ο Πρωθυπουργός απέτυχε να τον πείσει. Ο τέως βασιλιάς ανέφερε ότι ο ίδιος κατόρθωσε να αποσπάσει καταρχάς τη συγκατάθεση του Μακαρίου, ο οποίος του ανέφερε: «Αν επιμένετε θα το αποδεχθώ. Ακούστε κάτι, εγώ το δέχομαι τώρα. Σας το λέω αυτή τη στιγμή». Στη συνέχεια όμως ο Μακάριος το απέρριψε, δεδομένης και της απάντησης του Προέδρου των ΗΠΑ Τζόνσον στο τηλεγράφημα που του απέστειλε για ενημέρωση σχετικά με την ελληνική θέση επί του σχεδίου: «I don’t understand why the Turkish base cannot be allocated in perpetuity» [Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η τουρκική βάση (η Καρπασία) να μην μπορεί να μείνει μόνιμα (εννοεί στην Τουρκία)].
Ο Κωσταντίνος Μητσοτάκης σε επιστολή του στην εφημερίδα των Αθηνών «Τα Νέα», στις 14 Ιουλίου 2009, ανέφερε ότι το Υπουργικό Συμβούλιο στην Ελλάδα ομόφωνα είχε αποδεχθεί το Σχέδιο Άτσεσον. Η εμπλοκή των ΗΠΑ στις συνομιλίες αποσκοπούσε στην εξεύρεση λύσης εντός των νατοϊκών πλαισίων, με προφανή στόχο αφενός μεν να μη διαταράσσονται οι σχέσεις ανάμεσα σε δύο χώρες μέλη (Ελλάδα και Τουρκία), ικανοποιώντας ταυτόχρονα αλλά προσωρινά τα αιτήματα και των δύο, αφετέρου δε την απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ώστε να αποτραπεί μία ενδεχόμενη αύξηση της σοβιετικής επιρροής στην Κύπρο. Σε τηλεγράφημα στην πρεσβεία των Αθηνών (ημερομηνίας 22 Αυγούστου 1964, αρ. 347) ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών δίνει οδηγίες στον πρέσβη της χώρας του για το πώς θα δράσει, ώστε να πείσει την ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί το Σχέδιο Άτσεσον. Επιπρόσθετα, αναφέρει: «Μια ταχεία λύση μέσω της αμερικανικής πρότασης είναι η μόνη δίοδος που παραμένει ανοικτή στην προσπάθεια αποτροπής κομουνιστικοποίησης της Κύπρου [...]». Φαίνεται ότι η βασική φιλοσοφία του Σχεδίου Άτσεσον, που ήταν η διχοτόμηση, παρέμεινε η κύρια επιλογή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, καθώς και των συζητήσεων που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και αφορούσαν την επίλυση του Κυπριακού.
Ο Άτσεσον
Οι πραγματικές προθέσεις του Άτσεσον επιβεβαιώθηκαν στη συνέχεια από τον ίδιο, όταν τον Οκτώβριο του 1966 δήλωσε: «Η καλύτερη λύση για το πρόβλημα της Κύπρου είναι η διχοτόμηση. Και σας λέγω πως, αν είχα στη διάθεσή μου τον έκτο στόλο, θα μπορούσα να το λύσω ακόμα και αύριο [...]». Επιπρόσθετα, σε άκρως απόρρητη αναφορά ο τότε Υπουργός Εθνικής Αμύνης της Ελλάδας Πέτρος Γαρουφαλιάς αναφέρει σχετικά: «Αντιθέτως την Αμερικήν ενδιέφερε κυρίως ο τερματισμός της εκκρεμότητος διά την αποκατάστασιν της ενότητος των συμμάχων της του ΝΑΤΟ και η εξασφάλισις της Κύπρου από τυχόν έλεγχο της Ρωσσίας. Την ολοκληρωτικήν άλλωστε Ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα με εκμίσθωσιν ως βάσεως εις τους Τούρκους της περιοχής της Καρπασίας εδέχθη αμέσως η Αμερική διά του δευτέρου σχεδίου Άτσεσον» (Σπ. Παπαγεωργίου, Τα κρίσιμα ντοκουμέντα του Κυπριακού, 1959‐1967, τόμ. Β΄, σελ. 240-287).
Πηγή: