Φυτό που αυτοφύεται σε πολλές περιοχές της Κύπρου. Επιστημονική ονομασία: Mandragora officinarum. Οικογένεια: Στρυχνωδών ή Σαλανιδών. Αρέσκεται σε πεδινά και γόνιμα εδάφη. Τα φύλλα του, που αναπτύσσονται από την επιφάνεια του εδάφους, είναι πλατιά με βαθύ πράσινο χρώμα. Επειδή αναπτύσσονται ολόγυρα από το κέντρο του φυτού, τούτο μοιάζει με μεγάλο πράσινο δίσκο, με ακτίνα έως 35 περίπου εκατοστομέτρων, δηλαδή όση και το μέγεθος του κάθε φύλλου.
Το φυτό είναι πολυετές, βλαστά με τα πρωτοβρόχια και ανθίζει συνήθως τον Μάρτιο. Από το κέντρο των φύλλων του βγαίνουν πολλά ωραία λουλούδια που σχηματίζουν όλα μαζί ένα μεγάλο στρογγυλό σύνολο. Τα λουλούδια είναι χρώματος λιλά, με πέντε πέταλα και με φανταχτερούς κίτρινους στήμονες. Οι καρποί του φυτού έχουν κίτρινο χρώμα και μοιάζουν με μικρά μέσπιλα, αναδίνουν δε μια ωραία μυρωδιά. Λέγονται μηλοπίπονα.
Το φυτό ήταν γνωστό από την Αρχαιότητα, με την ονομασία μανδραγόρας (ο). Στην Κύπρο είναι περισσότερο γνωστό με την ονομασία καλάδρωπος (= καλός άνθρωπος). Στην Αρχαιότητα οι καρποί του εχρησιμοποιούντο για την κατασκευή υπνωτικών φαρμάκων, γι' αυτό υπήρχε και η παροιμία: ὡς ὑπό μανδραγόραν καθεύδειν, που ελέγετο για τους νωθρούς και νυσταλέους ανθρώπους.
Το φυτό πήρε την ονομασία καλάδρωπος ίσως επειδή η ρίζα του, που είναι σαν καρότο, συνήθως μοιάζει με ανδρείκελο. Σ' αυτήν απέδιδαν πολλές μαγικές ιδιότητες κι υπήρχε η δοξασία πως εκείνος που θα την ξερίζωνε θα πέθαινε. Έτσι, όποιος χρειαζόταν να ξεριζώσει το φυτό, εφάρμοζε την εξής μέθοδο: το έδενε στην ουρά ενός αλόγου ή άλλου ζώου, το οποίο και μαστίγωνε˙ τότε το ζώο ξεκινούσε και ξερίζωνε το φυτό, χωρίς να θεωρείται ότι ευθυνόταν ο άνθρωπος για την πράξη αυτή.