Φιλόλογος- λαογράφος. Η Ελένη Παπαδημητρίου γεννήθηκε στον Καραβά της Κερύνειας, όπου και τελείωσε το Γυμνάσιο Λαπήθου. Σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1990.
Εργάστηκε στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου, στην Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας και στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Στις δημοσιεύσεις της περιλαμβάνονται: Οι Κυπριακές Φορεσιές (1991), Εθνογραφικά Καρπασίας (1992), Η Μεταξουργία στην Κύπρο (1995), Η Λαϊκή Τέχνη της Κύπρου (1996), Κυπριακές Εθνογραφικές Συλλογές σε Βρετανικά Μουσεία (2000), Η Τέχνη του Ξύλου στην Κύπρο (2003), Νεότερη Εφυαλωμένη Κεραμική της Κύπρου-Τα Εργαστήρια Λαπήθου (2005), Υφάσματα από την Κύπρο (2008), Λαϊκή Ζωγραφική (2010), Λιθανάγλυφα της Κύπρου (2011).
Το βιβλίο της «Ο Καραβάς. Τέχνες και τεχνίτες» (Λευκωσία: Εν Τύποις, 2013), είναι αφιερωμένο στη γενέτειρά της, τον Καραβά, και περιλαμβάνει ένα εισαγωγικό σημείωμα και κεφάλαια για τον Καραβά, και τις τέχνες και τους τεχνίτες στην κατεχόμενη από το 1974 όμορφη κωμόπολη της επαρχίας Κερύνειας: Την αρχιτεκτονική και τους οικοδόμους, την ξυλουργική – ξυλογλυπτική, τους μύλους, τους ελιόμυλους, την αγγειοπλαστική, τη σιδηρουργία, την αργυροχοΐα, την υφαντική, το κέντημα, τη δαντέλα, τον φερβολιτέ και τη φορεσιά.
Γράφει η ίδια στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου: «Μεγαλώσαμε στον Καραβά, στα απλόχωρα σπίτια μέσα στα περβόλια και τους κήπους, το νερό που τα πότιζε, ανάμεσα στο βουνό και τη θάλασσα. Μετρούσαμε τον χρόνο και τις εποχές με το άνθισμα των λουλουδιών και των δέντρων, τα χρώματα, τις γεύσεις. Μοσχοβολούσαν οι λεμονανθοί, κιτρίνιζαν τα λεμόνια, ωρίμαζαν τα φρούτα, άνθιζαν οι αμυγδαλιές, ξεπετάγονταν τα κυκλάμινα και οι λαλέδες στα ερείπια της Λάμπουσας, πρασίνιζαν οι κάμποι, κιτρίνιζαν οι μαργαρίτες και οι αναθρήκες, χρύσωναν τα στάχυα, αγρίευε η θάλασσα, έρχονταν οι βροχές. Παίζαμε στις αυλές, στα περιβόλια και στα ποτάμια, τρώγαμε από τα δέντρα μας τα ζουμερά φρούτα. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε με τα πόδια στη θάλασσα διασχίζοντας τα μονοπάτια μέσα από τα περιβόλια και κολυμπούσαμε στην ήμερη θάλασσα. Άλλοτε, από τα φιδωτά μονοπάτια του κατακτούσαμε το βουνό, που μεταμορφωνόταν κι άλλαζε σχήματα και χρώματα από το φως και τις σκιές του ήλιου και ξεδιψούσαμε με το νερό που ανάβρυζε από τον κεφαλόβρυσο, τη «Μάνα του νερού». Τα βράδια ταξιδεύαμε στη μαγεία της οθόνης του υπαίθριου σινεμά μέσα στις λεμονιές κάτω από τ’ αστέρια. Στον ίδιο χώρο μάς έκανε επίδειξη ο μάγος και λύγιζε σίδερα ο παλαιστής. Στα καφενεία βλέπαμε Καραγκιόζη κι ύστερα φτιάχναμε με χαρτόνι τις δικές μας φιγούρες κι αυτοσχεδιάζαμε τα έργα μας πίσω από ένα τεντωμένο σεντόνι στο φως του κεριού.»
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια