Πιθανώς Ελληνοσημίτης. Έζησε γύρω στο 641/2 μ.Χ. στην περιοχή Στύλλων Αμμοχώστου, και ήταν ηγούμενος ασκητηρίων - μοναστηριών τα οποία ακόμη σώζονται: είναι αρχαίοι ελληνιστικοί και ρωμαϊκοί τάφοι, οι πλείστοι με το στόμιο προς ανατολάς, ημιυπόγειοι, οι οποίοι μετετράπησαν σε κελιά από ασκητές κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, όπως σε άλλες επαρχίες του Χριστιανισμού. Ο Καϊουμάς εξελέγη αββάς της συστάδας αυτών των μονών λίγα χρόνια πριν από το 641. Προτού έλθει στην Κύπρο είχε διατελέσει ασκητής στον κόλπο του Αγίου Αντωνίου, στα νότια του Σινά, και φαίνεται ότι είναι ένας από τους αρκετούς Ανατολίτες ή Ελληνοανατολίτες ασκητές που περνούσαν ή έμεναν πολλά χρόνια στην Κύπρο κατά τους αιώνες αυτούς, όπως ο Γρηγόριος ο Κύπριος κ.α.
Όταν πέθανε ο μεγαλοεφοπλιστής Φιλέντολος Ολυμπίου στην Αμμόχωστο, γύρω στο 641, επί αρχιεπισκόπου Αρκαδίου, γνωστός για την ακολασία αλλά και την φιλανθρωπία του, η ιεραρχία της Κύπρου βρέθηκε σε δίλημμα αν θα τον κηδεύσει με τιμές ή όχι, εξαιτίας του αντιφατικού χαρακτήρα του. Επειδή δεν ευρισκόταν λύση, απάντηση στο δίλημμα εκλήθη να δώσει ο Καϊουμάς, ο οποίος διετύπωσε την θεωρία ότι πλην του Παραδείσου και της Κολάσεως, που δέχονται τους ενάρετους και τους αδίκους, αντιστοίχως, υπάρχει και ο ενδιάμεσος χώρος, που δέχεται τους αντιφατικούς χαρακτήρες, τους ηλίθιους, τα αβάπτιστα παιδιά κλπ. Η αντίληψη αυτή είναι ταυτόσημη προς το ΑΙ Araf των Κεφαλαίων 7 και 57 του Κορανίου, και προς το Limbus Puerorum της Καθολικής Εκκλησίας. Πιθανότατα και το Κοράνιο και ο Καϊουμάς εμπνεύσθηκαν την ιδέα αυτή του ενδιάμεσου χώρου από το αρχαίο σημιτικό θεολογικό φολκλόρ.