Παναγία Άρακα, Λαγουδερά

Image

Η εκκλησία της Παναγίας του Άρακα είναι καθολικό του ομώνυμου μοναστηριού που βρίσκεται στα βορειοδυτικά του χωριού Λαγουδερά, στο δρόμο που ενώνει το χωριό αυτό με το γειτονικό χωριό Σαράντι. Κάτω από την τοιχογραφία του Αγίου Κεραμιδίου που βρίσκεται πάνω από τη βόρεια είσοδο του ναού, υπάρχει η ακόλουθη επιγραφή: «Ἀνιστορήσθην ὁ πάνσεπτος ναός τῆς Ὑπ(ε)ραγίας Θεοτόκου τοῦ Ἄρακος διά συνδρομῆς καί πολλοῦ πόθου κυροῦ Λέωντος τοῦ Αὐθέντου μηνί δεκεμβρίο ἰνδικτιῶνος ια' τῷ ΓΨΑ ἔτους». Από την επιγραφή αυτή πληροφορούμαστε ότι η εκκλησία διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες με δαπάνη του Λέοντος του Αυθέντη τον Δεκέμβριο του 1192. Η επιγραφή αυτή μιλά για τη διακόσμηση της εκκλησίας χωρίς να αναφέρει αν η εκκλησία ήταν μοναστηριακή. Χωρίς αυτό να σημαίνει κατ' ανάγκη ότι η εκκλησία δεν κτίστηκε για να εξυπηρετήσει κάποια μοναστική κοινότητα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση τότε η ίδρυση του μοναστηριού της Παναγίας του Άρακος πρέπει να τοποθετηθεί στα τέλη του 12ου αιώνα όταν ιδρύθηκαν και άλλα μοναστήρια της Κύπρου.

 

Νεότερη παράδοση που αναφέρει ο Ρώσος μοναχός Βασίλι Μπάρσκυ που επισκέφθηκε το μοναστήρι το 1735, συνδέει την ίδρυσή του με την τυχαία εύρεση της εικόνας από ένα πρίγκηπα που για να απελευθερώσει το κυνηγετικό του γεράκι από τα αγκάθια ενός θάμνου, διέταξε να κόψουν τον θάμνο. Γι’ αυτό κι ο Μπάρσκυ ονομάζει το μοναστήρι Παναγία του Αράκου ή Ιεράκου. Όμως η ταύτιση του μοναστηριού με εκείνο του Ιέρακος που αναφέρεται στον Παλατινό κώδικα 367, δεν είναι βέβαιη. Η επιγραφή αναφέρει την εκκλησία σαν Παναγία του Άρακος κι η επιγραφή στην τοιχογραφία της Παναγίας με τον Χριστό και τους αγγέλους με τα σύμβολα του Πάθους στο νότιο τοίχο όπως και στη φορητή εικόνα που σήμερα βρίσκεται στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ' στη Λευκωσία, είναι Αρακιώτισσα. Έτσι και το επώνυμο αυτό της Παναγίας μπορεί να είναι φυτωνυμικό όπως πολλά άλλα στην Κύπρο (π.χ. Καρδακιώτισσα, Πλατανιώτισσα, Ζαλακιώτισσα, Παλλουριώτισσα, Χρυσαλινιώτισσα, Μακεδονίτισσα κ.ά.). Το μοναστήρι της Παναγίας του Άρακος αναφέρεται από τον Μπάρσκυ σαν μικρό μοναστήρι με τρεις μόνο μοναχούς. Ο Μπάρσκυ σχεδίασε το μοναστήρι κι από το σχέδιό του μπορούμε να δούμε την κατοπινή αρχιτεκτονική εξέλιξή του. Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός αναφέρει το μοναστήρι απλώς σαν ένα από τα μοναστήρια που υπάγονταν στη μητρόπολη της Κερύνειας. Το μοναστήρι παρήκμασε ήδη από του 18ο αιώνα, παρόλο που είχε σημαντική κτηματική περιουσία στα Λαγουδερά κι είχε και δυο μετόχια, της Βυζακιάς και του Ποταμού. Παρόλο που φαίνεται περίεργο, εν τούτοις ο δυτικός τοίχος της εκκλησίας κατεδαφίστηκε κι η εκκλησία επεκτάθηκε προς τα δυτικά, μετά το 1735, γιατί στο σχέδιο του Μπάρσκυ δεν φαίνεται η προσθήκη. Αντίθετα, στη θέση της ο Μπάρσκυ έχει σχεδιάσει κάποιο μοναστηριακό κτίριο ισόγειο.

 

Σήμερα σώζονται η εκκλησία και το διώροφο μοναστηριακό κτίριο που βρίσκεται στα βόρεια της εκκλησίας. Τα μοναστηριακά κτίρια που βρίσκονταν δυτικά του ναού κατεδαφίστηκαν όταν επεκτάθηκε ο ναός στα δυτικά, ενώ εκείνα που βρίσκονταν στα νότια του ναού ερειπώθηκαν και σχεδόν εξαφανίστηκαν τελείως.

 

Το διώροφο μοναστηριακό κτίριο αποτελείται από μια σειρά κελλιά μπροστά από τα οποία υπάρχει ανοικτή βεράντα που στηρίζεται σε ξύλινους πασσάλους. Οι τοίχοι είναι κτισμένοι με ηφαιστειογενείς ακανόνιστους λίθους. Τα κελλιά του ορόφου χρησίμευαν για διαμονή των μοναχών, ενώ εκείνα του ισογείου χρησίμευαν μάλλον σαν αποθήκες. Το δάπεδό τους ήταν από οπτόπλινθους. Δυο εξωτερικές σκάλες, η μια στην ανατολική πλευρά κι η άλλη στο δυτικό άκρο της νότιας πλευράς, οδηγούσαν στον όροφο. Η στέγη είναι δίρριχτη με ισχυρή κλίση και καλυμμένη με αγκιστρωτά κεραμίδια.

 

Η εκκλησία της Παναγίας του Άρακος είναι του τύπου του μονόκλιτου με τρούλλο, που εξωτερικά η στέγη του διαμορφώνεται σε σχήμα σταυρού. Δεύτερη ξύλινη στέγη που επεκτείνεται 2 -2,5 μ. πέρα από τους τοίχους του ναού, καλυμμένη με αγκιστρωτά κεραμίδια, προστατεύει το ναό από το χιόνι και τις βροχές. Ο τρούλλος της εκκλησίας καλύπτεται χωριστά, σ' αντίθεση με το ναό του Αγίου Νικολάου της Στέγης και το καθολικό του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή στον Καλοπαναγιώτη. Οι δοκίδες της δεύτερης ξύλινης στέγης που εκτείνεται πέρα από τους τοίχους του ναού και σχηματίζει στοά στη βόρεια, την ανατολική και τη νότια πλευρά του ναού, στηρίζονται σε ξύλινες δοκούς που υποβαστάζονται με ξύλινους πασσάλους. Η στοά κλείει με ξύλινο δικτυωτό στο οποίο υπάρχουν μόνο δυο θύρες, μια στη βόρεια πλευρά και μια στη νότια πλευρά απέναντι από τις θύρες της δυτικής επέκτασης της εκκλησίας. Η δεύτερη ξύλινη στέγη προστέθηκε πολύ αργότερα, ίσως τον 14ο αιώνα, όταν παρατηρήθηκε διείσδυση της υγρασίας που είχε σαν αποτέλεσμα τη βλάβη των τοιχογραφιών των ευαγγελιστών στα δυτικά σφαιρικά τρίγωνα του τρούλλου, την τοιχογραφία της εις Άδου Καθόδου και της Γέννησης του Χριστού στη δυτική καμάρα του ναού. Φαίνεται ότι τότε ζωγραφίσθηκε κι η εξωτερική πλευρά του δυτικού και του βόρειου τοίχου της εκκλησίας. Η εκκλησία φωτιζόταν αρκετά από τα 12 παράθυρα του τρούλλου και τα τρία παράθυρα της αψίδας.

 

Όμως η προσθήκη της δεύτερης στέγης και της στοάς που δημιουργήθηκε ολόγυρα περιόρισε σημαντικά τον φωτισμό του εσωτερικού της εκκλησίας. Η αρχική εκκλησία έχει εσωτερικές διαστάσεις 8 Χ 4,80 μ. χωρίς την ημικυκλική αψίδα. Είναι κτισμένη με ηφαιστειογενείς λίθους ακανόνιστους και λίγους λαξευτούς λίθους ιδίως στις γωνιές, στα ανοίγματα των θυρών και των παραθύρων, και στο κάτω μέρος του τρούλλου. Τούβλα χρησιμοποιούνται μόνο στα τόξα των παραθύρων και των θυρών. Δεν είναι γνωστό αν χρησιμοποιήθηκαν και στα τόξα και τις καμάρες του ναού. Όπως και σ' άλλους ναούς της Κύπρου, τα υφαψίδια είναι ξύλινα.

 

Η εκκλησία της Παναγίας του Άρακος είναι διακοσμημένη με εξαιρετικής τέχνης τοιχογραφίες της υστεροκομνήνειας τεχνοτροπίας. Σε σύγκριση με τις τοιχογραφίες του τρίτου τέταρτου του 12ου αιώνα η τέχνη των τοιχογραφιών της εκκλησίας της Παναγίας του Άρακος είναι μανιεριστική. Η ραδινότητα των μορφών φθάνει σε υπερβολή. Το ίδιο και οι οφιοειδείς απολήξεις των ιματίων και των πτυχώσεων. Ο ζωγράφος εντούτοις των τοιχογραφιών είναι πράγματι καλλιτέχνης και το έργο του φθάνει στην καλλιγραφία. Γι’ αυτό υπερέχει από τα αντίστοιχα σύγχρονα εικονογραφικά σύνολα της ίδιας τεχνοτροπίας στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Κουρμπίνοβο της Γιουγκοσλαβίας και σ' εκείνη των Αγίων Αναργύρων στην Καστοριά.

 

Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού είναι λιτό. Στην κορυφή του τρούλλου εικονίζεται ο Παντοκράτωρ σαν Δίκαιος μα και μειλίχιος Κριτής περιβαλλόμενος από μια ζώνη με τον Θρόνο της Ετοιμασίας, κατ' εξοχήν σύμβολο της Δευτέρας Παρουσίας, και αγγέλους μέσα σε μετάλλια. Ανάμεσα στα 12 παράθυρα του τύμπανου του τρούλλου εικονίζονται οι προφήτες Ησαΐας, Ιερεμίας, Σολομών, Ηλίας, Ελισσαίος, Δανιήλ, Γεδεών, Αββακούμ, Ιεζεκιήλ, Ιωνάς, Μωϋσής και Δαβίδ.

 

Στα δυο ανατολικά σφαιρικά τρίγωνα του τρούλλου εικονίζεται ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και στα δυο δυτικά οι ευαγγελιστές: στο βορειοδυτικό ο Ματθαίος κι ο Μάρκος και στο νοτιοδυτικό ο Ιωάννης κι ο Λουκάς.

 

Στην αψίδα οι τοιχογραφίες διαφέρουν τεχνοτροπικά από τις άλλες τοιχογραφίες του ναού. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι έγιναν σε προγενέστερη εποχή, αλλά μάλλον ότι έγιναν από άλλο ζωγράφο. Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας εικονίζεται ένθρονη η Θεοτόκος με τον Χριστό ανάμεσα στους αρχαγγέλους, ενώ στον ημικυλινδρικό τοίχο της αψίδας, στη θέση που συνήθως ζωγραφίζεται η κοινωνία των αποστόλων, είναι ζωγραφισμένοι σε μετάλλια επτά Κύπριοι άγιοι· σώζονται τα ονόματα των έξι: Ζήνων, Φιλάγριος, Αυξίβιος, Ηρακλείδιος, Μακεδόνιος και Τριφύλλιος. Πιο κάτω είναι ζωγραφισμένοι, όπως συνήθως, όρθιοι ιεράρχες: Τύχων, Νικόλαος, Μελέτιος, Χρυσόστομος, Βασίλειος, Γρηγόριος, Αθανάσιος και Ιωάννης ο Ελεήμων. Ανάμεσα στα παράθυρα της αψίδας είναι ζωγραφισμένοι σε μικρότερο μέγεθος ο απόστολος Βαρνάβας και ο άγιος Επιφάνιος και κάτω από τα παράθυρα ο άγιος Σπυρίδων και αδιάγνωστος άγιος σε μετάλλιο.

 

Ο εικονογραφικός κύκλος είναι πολύ περιορισμένος. Στο νότιο ήμισυ της δυτικής καμάρας είναι ζωγραφισμένη η Γέννηση του Χριστού ενώ στο βόρειο ήμισυ της ίδιας καμάρας είναι ζωγραφισμένη η εις Άδου Κάθοδος.

 

Στο δυτικό τυφλό τόξο του βόρειου τοίχου εικονίζεται η Βάπτιση του Χριστού. Στην ανατολική καμάρα εικονίζεται, όπως συνήθως, η Ανάληψη. Τέλος στο βόρειο τοίχο εικονίζονται τα Εισόδια της Θεοτόκου και απέναντι στο νότιο τοίχο η Κοίμηση της Θεοτόκου. Είναι άγνωστο τι εικονιζόταν στο δυτικό τοίχο που κατεδαφίστηκε.

 

Κάτω από την Κοίμηση της Θεοτόκου στο νότιο τοίχο, εικονίζονται η Παναγία η Αρακιώτισσα με μια μεγάλη επιγραφή -δέηση του κτήτορα του ναού και ο αρχάγγελος Μιχαήλ. Κάτω από τον αρχάγγελο Μιχαήλ βρέθηκε κομμάτι από τοιχογραφία, πιθανότατα, αρχαγγέλου, που αφαιρέθηκε και τοποθετήθηκε στο δυτικό τοίχο της προσθήκης του ναού. Στο βόρειο τοίχο πάνω από την θύρα εικονίζεται το Άγιο Κεραμίδιο, δηλαδή η αποτύπωση της μορφής του Χριστού κατά θαυματουργικό τρόπο πάνω σε κεραμίδι, και ανατολικά της θύρας ο Συμεών κρατώντας τον Χριστό (συγκεκομμένος τύπος της Υπαπαντής) και ο Πρόδρομος. Δυτικά της θύρας εικονίζεται ο άγιος Νικόλαος. Στη δυτική όψη της ανατολικής παραστάδος του βόρειου τοίχου εικονίζεται η Θεοτόκος Παράκληση, στη νότια όψη ο Συμεών ο Θαυματουργός και στο εσωρράχιο του ανατολικού τυφλού τόξου του βόρειου τοίχου ο άγιος Ονούφριος κι ο άγιος Στέφανος, ενώ στο τύμπανο του τόξου ο άγιος Υπάτιος. Πιο ψηλά εικονίζεται ο Ιωσήφ ο ποιητής. Στην ανατολική πλευρά της δυτικής παραστάδος του βόρειου τοίχου εικονίζεται ο άγιος Σάββας και στη νότια ο απόστολος Παύλος. Τέλος στο εσωράχιο του δυτικού τυφλού τόξου εικονίζονται οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός και πιο κάτω οι άγιοι Ανδρόνικος και Κυριακός. Στο νότιο τοίχο εικονίζονται ο Θεοφάνης ο ποιητής και στο εσωρράχιο του ανατολικού τυφλού τόξου του νότιου τοίχου ο Ρωμανός ο Μελωδός, και ο άγιος Λάζαρος. Στο τύμπανο του ίδιου τόξου εικονίζεται ο άγιος Κυπριανός. Στη βόρεια όψη της ανατολικής παραστάδος του νότιου τοίχου εικονίζεται ο Συμεών ο Στυλίτης και στη δυτική ο Χριστός Αντιφωνητής. Στην ανατολική όψη της δυτικής παραστάδος εικονίζεται ο άγιος Αντώνιος και στη βόρεια ο απόστολος Πέτρος. Στο δυτικό τυφλό τόξο του νότιου τοίχου εικονίζονται οι άγιοι Χαρίτων, Χριστοφόρος και Ιλαρίων, και στο εσωράχιο οι άγιοι Παντελεήμων και Ερμόλαος. Στα εσωρράχια του βόρειου και του νότιου τόξου που στηρίζουν τον τρούλλο είναι ζωγραφισμένα δεκαέξι μετάλλια (ανά οκτώ) με τις μορφές αγίων και μαρτύρων. Στο βόρειο τόξο εικονίζονται οι άγιοι Σάββας, Ανεμπόδιστος, Ελπιδοφόρος, Αφθόνιος, Πηγάσιος, Ακίνδυνος, Γουρίας, Σαμωνάς και Άβιβος. Στο νότιο οι άγιοι Ακεψιμάς, Μαρδάριος, Ευγένιος, Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ορέστης, Αειθαλάς και Ιωσήφ. Πάνω από την αψίδα εικονίζονται ο άγιος Στάχυος, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, το άγιον Μανδήλιον, ο άγιος Κοσμάς ο ποιητής και ο άγιος Νικάνωρ.

 

Τον 14ο αιώνα ο ζωγράφος Λεόντιος ζωγράφισε τη Θεοτόκο στο τυφλό τόξο πάνω από τη βόρεια είσοδο του ναού και την εξωτερική πλευρά του αρχικού δυτικού τοίχου. Τον 17ο αιώνα ζωγραφίσθηκαν διάφοροι άγιοι στην εξωτερική πλευρά του βόρειου τοίχου από τους οποίους διακρίνονται ο άγιος Θεόδωρος, ο άγιος Μηνάς, η Μεταμόρφωση, ο άγιος Ηρακλείδιος, άγνωστος στρατιωτικός άγιος, άγγελοι με θυμιατήρια, άγνωστος επίσκοπος, άγνωστος προφήτης, άγνωστος επίσκοπος κι άλλος άγνωστος επίσκοπος.

 

Η πλάκα με την ανάγλυφη παράσταση της Σταύρωσης πάνω από τη βόρεια είσοδο της προσθήκης τοποθετήθηκε εκεί όταν έγινε η προσθήκη. Το εικονοστάσιο κι ο σταυρός στην κορυφή του είναι του 1673. Οι εικόνες όμως του Χριστού και του Προδρόμου είναι πιθανότατα του 16ου αιώνα.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image