Ο χαλκωματάς. Είναι ο τεχνίτης της επεξεργασίας του χαλκού και της κατασκευής των «χαλκωμάτων», δηλαδή των χάλκινων αντικειμένων οικιακής, κυρίως, χρήσης. Τέτοια αντικείμενα ήσαν τα καζάνια για την απόσταξη της ζιβανίας (από όπου μάλλον πήρε και ο τεχνίτης το όνομα καζαντζ'ής), τα χαρτζ'ιά για το βράσιμο του νερού, το ψήσιμο του σιταριού, του τραχανά, του πουργουριού κ.α., καθώς και για το ρέσιν του γάμου, και σχεδόν όλα τα άλλα μαγειρικά σκεύη όπως μαείρισσες (=κατσαρόλες), τηγάνια, μπρίκκια, τζ'ισβέδες για τον καφέ, τάσ΄ια και λεένες για το λουτρό, μαγκάλια για τα κάρβουνα, καθώς επίσης και τελετουργικά εκκλησιαστικά σκεύη όπως οι μεγάλοι δίσκοι για το αντίδωρο (διακοσμημένοι με ωραίες βιβλικές παραστάσεις και, συνήθως, με παραστάσεις του Αδάμ και της Εύας), οι κολυμβήθρες, τα καντήλια, τα καντηλέρια κλπ.
Η παραδοσιακή τεχνική της κατασκευής χάλκινων αντικειμένων ήταν η σφυρηλάτηση. Ο τεχνίτης καθόταν σε ένα ειδικό κάθισμα με βαμβακερό μαξιλάρι (παγκάκι ή σκαμνίν) και σφυρηλατούσε ρυθμικά και με τέχνη, χρησιμοποιώντας ειδικό σφυρί και αμόνι, φύλλα χαλκού με τα οποία σχημάτιζε το αντικείμενο/ σκεύος που ήθελε. Τα σκεύη που χρησιμοποιούνταν για την μαγειρική γανώνονταν (=επικασσιτερώνονταν) εσωτερικά με καλάιν (=κασσίτερο) γιατί τα οξείδια του χαλκού είναι δηλητηριώδη. Η επικασσιτέρωση γινόταν από τον ίδιο τον καζαντζ΄ήν ή και από άλλον τεχνίτη, τον μάντην ή γανωματήν*.
Το επάγγελμα του καζαντζ΄ή είναι ένα από τα αρχαιότερα παραδοσιακά επαγγέλματα στην Κύπρο, στην οποία ο χαλκός ήταν το κύριο εκμεταλλεύσιμο προϊόν κατά τα αρχαιότατα χρόνια. Η τέχνη του καζαντζ΄ή φαίνεται ότι είχε ακμάσει κυρίως κατά τα μεσαιωνικά χρόνια στην Κύπρο, οπότε οι Κύπριοι τεχνίτες ταξίδευαν ακόμη και σε γειτονικές χώρες, ίσως και μέχρι την Κωνσταντινούπολη και αλλού, για να διαθέσουν τα σκεύη τους ή να διδάξουν την τέχνη τους. Τούτο συνάγεται και από λαϊκό ποίημα της περιόδου της Τουρκοκρατίας, με τίτλο Η Γριστινού της Θεμοκρήνης, που αρχίζει
ως εξής:
Γριστινού μου όμορφη, άσπρη μου περιστέρα,
που πήρασιν το νάμιν σου οι καζαντζ΄ήες πέρα...
(Κυπριακά Χρονικά, Α', τεύχος Γ', σ. 84).
Στη Λευκωσία οι καζαντζ΄ήες είχαν τα μαγαζιά τους στην οδό των Καζαντζ΄ήδων που ήταν προέκταση της κεντρικής οδού Ερμού. Η οδός αυτή μετονομάσθηκε το 1912 σε οδό Ηφαίστου ίσως για να «τιμηθεί» ο Ήφαιστος, θεός της μεταλλουργίας.
Τα κυριότερα εργαλεία του καζαντζ΄ή ήταν τα ειδικά σφυριά με κεφάλι για να κτυπούν και στις δυο πλευρές, μικρά αμόνια, το φυσερόν για ν' ανάβει τα κάρβουνα στα οποία ο χαλκός θερμαινόταν και μαλάκωνε ώστε να μπορεί να συνεχιστεί η σφυρηλάτησή του (με τη σφυρηλάτηση ο χαλκός γινόταν σκληρός κι έπρεπε να μαλακώνει) και το ειδικό κάθισμα που ήταν ανάλογο του ύψους του τεχνίτη.
Οι καζαντζ'ήες της Λευκωσίας, ιδιαίτερα φημισμένοι για την τέχνη τους, εξακολουθούσαν να εργάζονται (έστω και σε περιορισμένη κλίμακα) στον δρόμο τους μέχρι και το 1974, οπότε εκτοπίστηκαν από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής. Τότε σκορπίστηκαν, και το παραδοσιακό επάγγελμά τους εγκαταλείφθηκε οριστικά. Εξάλλου, τα θαυμάσια χειροποίητα προϊόντα τους έχουν πλέον αντικατασταθεί από εισαγόμενα μεταλλικά, γυάλινα ή και πλαστικά βιομηχανικά προϊόντα, και τώρα μαζεύονται πλέον από συλλέκτες ή άλλους που τα τοποθετούν στα σπίτια τους ως διακοσμητικά στοιχεία.