Έτσι λεγόταν παλαιότερα στην Κύπρο είδος γυναικείου πανωφοριού. Η λέξη προέρχεται είτε από την γαλλική casaque, είτε από την ιταλική casacca, που σημαίνουν ακριβώς επανωφόρι.
Η λέξη εχρησιμοποιείτο στην μεσαιωνική Κύπρο, αφού απαντάται σε δημοτικά τραγούδια της εποχής:
...Εξηκουμπώθην καζακάς τζ' εφάνην το βυζίν της...
Ή ακόμη:
...Τζ' εφόρησεν τον καζακάν τζ' εσσιέπασέν τα τέλεια...
Αργότερα, η λέξη χρησιμοποιήθηκε σε θηλυκό τύπο: καζάκκα (η).
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια