Ανώνυμη κυπριακή συλλογή λυρικής ποίησης του 16ου αιώνα στην οποία είναι διάχυτη, τόσο σε μορφολογικό όσο και σε θεματικό και υφολογικό επίπεδο, η επίδραση της ιταλικής αναγεννησιακής (και μανιεριστικής) ποίησης, ειδικότερα του πανευρωπαϊκού ρεύματος του πετραρχισμού.
» Βλέπε λήμμα: Ποίηση
Εντυπωσιάζει το πλήθος των στροφικών και μετρικών σχημάτων που εισάγονται για πρώτη φορά στη νεοελληνική ποίηση. Η πλειονότητα των 156 συνολικά ποιημάτων έχει ερωτική θεματολογία, ωστόσο θίγονται και άλλα θέματα που επεκτείνουν και εμπλουτίζουν τον θεμελιακά ερωτικό χαρακτήρα αυτού του σημαντικού επιτεύγματος της πρώιμης νεοελληνικής λογοτεχνίας.
» Βλέπε λήμμα: Πετράρχης
Κυπριακά ερωτικά
Ειδκότερα οι Ρίμες αγάπης, αλλιώς γνωστές ως «Κυπριακά ή Κυπριώτικα ερωτικά», είναι μία συλλογή λυρικής ποίησης με μεγάλη λογοτεχνική αξία. Το έργο παρουσιάζει ομοιότητες με τα «canzonieri», δηλαδή τις ανθολογίες ερωτικής ποίησης, οι οποίες, έχοντας ως άμεσο πρότυπο το εμβληματικό Il Canzoniere του Πετράρχη –που εμπνέεται από τον (πλατωνικό;) έρωτά του για τη Λάουρα–, την ίδια περίοδο κυκλοφορούσαν αθρόα, σε χειρόγραφη και έντυπη μορφή, στην Ιταλία αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Το κείμενο της συλλογής, γραμμένο με ελληνικούς χαρακτήρες σε κυπριακή διάλεκτο, χωρίς τονικά σημάδια και σημεία στίξης και με ασυνεπή ορθογραφία, μας έχει παραδοθεί σε ένα μοναδικό χειρόγραφο, τον κώδικα IX 32, που βρίσκεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας. Δυστυχώς, το χειρόγραφο είναι ακέφαλο –λείπει σίγουρα το πρώτο φύλλο– με αποτέλεσμα να μη σώζεται ο τίτλος, το όνομα του συγγραφέα ή κάποιος χρονολογικός δείκτης σχετικά με τη συγγραφή των ποιημάτων. Πάντως, είναι γενικά αποδεκτό ότι ο χειρόγραφος κώδικας αποτελεί μεταγενέστερο αντίγραφο και όχι αυτόγραφο του ποιητή. Είναι, επίσης, γνωστός ο πρώτος κτήτοράς του, ο λόγιος Natale Conti, του οποίου ο θάνατος το 1582 μάς παρέχει τουλάχιστον το χρονολογικό όριο πριν από το οποίο τοποθετείται η συγγραφή του (terminus ante quem).
Όσον αφορά στην πατρότητα της συλλογής, δεν υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα στους μελετητές. Κάποιοι την αποδίδουν σ’ έναν και μόνο ποιητή, καθώς διακρίνουν μία ενιαία ποιητική σύλληψη που διέπει τη σύνθεση (Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου 1980· Ζώρας 1976β, 617). Άλλοι, με κριτήριο την πλούσια υφολογική, γλωσσική και μετρική ποικιλία των ποιημάτων, πριμοδοτούν την πατρότητα περισσότερων του ενός ποιητών – άποψη που δείχνει να έχει μεγαλύτερη απήχηση, ειδικά στις πιο πρόσφατες μελέτες (λ.χ. Μαθιοπούλου-Τορναρίτου 1993· Κεχαγιόγλου 2010, 116).
Επιπλέον, έχει υποστηριχθεί μία ενδιάμεση θέση που κατά κάποιον τρόπο αποτελεί σύνθεση των δύο προηγούμενων μοντέλων· σύμφωνα μ’ αυτήν, η κατάρτιση της συλλογής ενδέχεται να είναι το αποτέλεσμα της εργασίας ενός κύκλου κύπριων λογίων, οργανωμένων γύρω από μια ισχυρή ποιητική προσωπικότητα, έναν δάσκαλο ή μέντορα, με καταλυτική επιρροή στη δημιουργία των στιχουργημάτων (Πιερής 2008). Εξάλλου, δεν μπορεί να αποκλειστεί με βεβαιότητα και κάποιος μεταγενέστερος ανθολόγος που σταχυολόγησε συνθέσεις ποιητών από διαφορετικές εποχές.
Η χρονολόγηση του κυπριακού canzoniere τοποθετείται στον 16ο αιώνα, κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας στην Κύπρο (1489-1571), με πιθανότερη περίοδο σύνθεσης το δεύτερο μισό του. Η πιο διαδεδομένη άποψη, στηριγμένη σε εξωκειμενικές και εσωκειμενικές ενδείξεις, οριοθετεί τη συγγραφή των ποιημάτων ανάμεσα στα έτη 1546 και 1570 (Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου 1980, 79) ‒το 1571 η Κύπρος γίνεται οθωμανική κτήση‒, αν και δεν αποκλείεται η ολοκλήρωση ορισμένων τουλάχιστον συνθέσεων μετά το 1570, σε ιταλικό (το πιθανότερο βενετικό) έδαφος. Άλλωστε, πιθανό παραμένει και το ενδεχόμενο της συγγραφής μιας πρώτης ομάδας ποιημάτων στις αρχές του 16ου ή ακόμα και στα τέλη του 15ου αι., αμέσως μετά τη λήξη της Φραγκοκρατίας (1192-1489), στο αυλικό περιβάλλον της τελευταίας βασίλισσας του νησιού, Κατερίνας Κορνάρο, στο Άζολο (Χόλτον 2000β, 254).
Αποσπάσματα:
Της ξενιτειάς
Το σύντομο ποίημα θεματοποιεί την αποδημία/ξενιτιά ως λύτρωση από τα ερωτικά βάσανα. Η επιλογή, ωστόσο, κρίνεται αναποτελεσματική, επειδή η απομάκρυνση από την αγαπημένη κάνει την κατάσταση χειρότερη.
Ἐμίσεψα ’χ τὴν Κύπρον γιὰ νὰ σβήση
τ’ ἁφτούμενον λαμπρὸν ποὺ μ’ ἐμπυρίζει·
ἦρτα ’ποὺ τὴν Ἀνατολὴν στὴν Δύσην,
νὰ πάψη τὸ λαμπρὸν ποὺ μὲ φλογίζει·
ἔφυγα ’χ τὸν ἐχθρόν μου, νὰ σιγήση
τὲς σαγιτιὲς ποὺ τὴν καρδιάμ μου σκίζει·
ἀμμ’ ὅσα ’πὸ ξαυτόν της ξωμακρίζω
τόσον περίτου ἀξάφτω καὶ βακρύζω.
Μπαλάντα
Η καθημερινότητα του ποιητή παρουσιάζεται διαμετρικά αντίθετη από εκείνη των άλλων ανθρώπων αλλά και των ζώων. Ενώ οι υπόλοιποι στρέφονται με ευχαρίστηση στις καθημερινές τους ασχολίες και αναπαύονται τη νύχτα, αυτός θρηνεί νυχθημερόν εξαιτίας του ερωτικού του καημού.
Σηκώννεται ὁ γιωργὸς καὶ πᾶ νὰ ποίση
εἰς ὅσον ξημερώση τὴν δουλειάν του
καὶ χαίρεται γοιὸν πάγει νὰ γιωργήση,
γιατ’ ἴτσου βρίσκει τὴν ζωὴν καὶ ’γειάν του·
κ’ ἐγὼ πάντα μου κλαίω τὴν ἑσπέραν
καὶ λούννουμ με τὰ δάκρυα τὴν ἡμέραν.
Ὁ πολεμάρχος πνάζει τὴν ἡμέραν
ἁπού ’βλεπεν τὴν νύχταν τὴν τιμήν του
κ’ ἐκεῖνος ποὺ κοιμᾶτον τὴν ἑσπέραν
κοπιάζει τὸ πωρνὸν γιὰ τὴ ζωήν του·
κ’ ἐγ’ ὅλη νύχταν κλιόντα μ’ ἀγρυπνίζω
καὶ τὴν ἡμέραν πλάσιν δὲν σιγίζω.
Πάσα τεχνίτης ὅσον ξημερώση
καὶ πνάζοντα κερδαίννει τὴν ζωήν του,
τὴν νύχταν δίχως πλήξην πιὸν νὰ νώση
κοιμώντα πνάζει μέσα στὸ κελλίν του·
κ’ ἐγὼ τὴν νύχταν πάντα μου θρηνίζω
καὶ τὸ πωρνὸν τὸ ριζικόν μου βρίζω.
Τὴν νύχταν πάσα ζὸν κάπου κοιτάζει,
τίτοια στὸ δάσος κι ἄλλα μέ στὸ σπήλιον
πνάζοντα τὴν ἡμέραν ποιὸν κοπιάζει
καὶ κάποιον βόσκ’ εἰς ὅπου ’χει τὸν ἥλιον·
κ’ ἐγὼ ἁπ’ ὅλη νύχτα μαρτυρίζω
ἀχ τὸ πωρνὸν τὰ δάκρυα μὲ σκουλλίζου.
Στρέφεται πάσα ζὸν εἰς τὴν βοσκήν του
ἀφότις δῆ καὶ τ’ ἄστρον ξημερώση
καὶ πᾶ καθάνα νά ’βρη τὴ ζωήν του,
δὲν θέλει στενοχώρησην νὰ νώση·
κ’ ἐγ’ ὅλη νύχταν κλιόντα μου δὲν πνάζω
κι ἀφότις ξημερώση ἀναστενάζω.
Πηγές: