Παναγιωτόπουλος Ιωάννης

Image

Έλληνας συγγραφέας, δοκιμιογράφος, ποιητής, κριτικός και εκπαιδευτικός. Ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με την Κύπρο και έγραψε το βιβλίο «Η Κύπρος ένα ταξίδι», το οποίο εκδόθηκε το 1962 στην Αθήνα.

 

Ο Ιωάννης Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στο Αιτωλικό Αιτωλοακαρνανίας στις 23  Οκτωβρίου 1901 και πέθανε στις 17 Απριλίου 1982. Διετέλεσε υπηρεσιακός Υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών στην Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ενόψει των βουλευτικών εκλογών του 1974, καθώς και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης.

 

Το 1910 η οικογένειά του μετακόμισε λόγω οικονομικών δυσχερειών στην Αθήνα. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή και στην φιλολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1919 –1923) και παράλληλα ασχολήθηκε με περιοδικά όπως η «Διάπλασις των Παίδων» και η «Μούσα», είτε δημοσιεύοντας κείμενα είτε συμμετέχοντας στη διεύθυνσή τους. Έκανε την εμφάνισή του στα γράμματα το 1924, με "Το βιβλίο της Μιράντας". Ήταν μέλος της δεύτερης Επιτροπής απονομής Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων (1940).

 

Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός στο «Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον Δ. Ν. Μακρή», το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε «Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου – Δ. Β. Ελευθεριάδη» και έπειτα σε «Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον – Σχολή Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου» (όνομα που διατηρεί έως και σήμερα) αναλαμβάνοντας την θέση του γενικού διευθυντή της δικής του σχολής.

 

«Η Κύπρος ένα ταξίδι» 

Το βιβλίο «Η Κύπρος ένα ταξίδι» ξεκινά με μια εισαγωγή, που περιλαμβάνει περιγραφή και σχόλια δικά του σε ένα άρθρο της εφημερίδας «Ελευθερία», του 1956.  Αρχικά αναφέρει ότι αυτοί που έρχονταν από την Κύπρο ήταν ανήσυχοι, μια που η αβεβαιότητα στο νησί ήταν μεγάλη, καθώς “μαίνεται ένα εικοσιένα”. Έδωσε ομιλίες σε διάφορες πόλεις. Στην ομιλία του στην Πάφο, στο κοινό βρισκόταν ο πατέρας του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, ο οποίος του έσφιξε το χέρι.

 

Ο συγγραφέας συνεχίζει την αφήγηση με ένα κεφάλαιο που ονομάζει “Ομορφιά της Κύπρου”, και αναφέρει ότι όποιος ξεκινούσε από τις ακροθαλασσιές της Ευρώπης της Ασίας ή της Αφρικής “την αντίκριζε σαν εραστής που ορέγεται εξουσία”.

 

Για να χαρακτηρίσει τον τόνο του καθημερινού βίου, ο Παναγιωτόπουλος χρησιμοποίησε τη λέξη “γλυκυθυμία”. “Η Κύπρος νοσταλγεί την άλλη Ελλάδα”, σχολιάζει, ένας “καημός πανάρχαιος”... “Άκουγα τη γλώσσα, που στην Αθήνα μου φαινόταν αλλόκοτη, την ένιωθα καθώς μουσική….”. Βρήκε έντονο το πάθος της λευτεριάς και της αγάπης, που είναι αποτυπωμένο στην ποίηση και στα δημοτικά τραγούδια. “Ακόμα και στον ξεπεσμό του”, γράφει, “ο άνθρωπος της Κύπρου είναι ένας παθιασμένος άνθρωπος”. Η Κύπρος δεν έχει όχλο, λέει ο συγγραφέας, έχει λαό.

 

Σύμφωνα με τον Παναγιωτόπουλο, η Λευκωσία έχει τον αέρα μιας μεγάλης πρωτεύουσας και συνάμα τη μοναξιά της ύπαιθρης γης. Ολόγυρά της χτίζονταν, σπίτια με κήπους. Αντίκρισε επίσης και πολυώροφα κτίρια “με τρόμο”. Υπάρχει και η Λευκωσία της νύχτας με τους νεωτερισμούς της. Παρατήρησε ότι υπήρχαν πολλοί βαθύπλουτοι και ο “φτωχολαός”. Η Λεμεσός τον εντυπωσίασε, αλλά και η Λάρνακα, όπου έδωσε ομιλία στην Τεχνική Σχολή. Εκεί, βρήκε μεγαλείο και πολυτέλεια των κτιρίων, κήπους, αρχοντικά και πολλά αυτοκίνητα.

 

Βιβλιογραφία

Παναγιωτόπουλος Ιωάννης Μιχαήλ, Η Κύπρος, ένα ταξίδι, Εκδόσεις Φέξης, Αθήνα 1962

Φώτο Γκάλερι

Image