Διάφορα ευρήματα και κτίσματα κατά την περίοδο αυτή καταδεικνύουν την έντονη ενασχόληση των κατοίκων της Κύπρου με τις Τεχνες οι οποίες βεβαίως είχαν περισσότερο χρηστικό χαρακτήρα. Κεραμεική, Αρχιτεκτονική Μικροτεχνία και Μεταλλοτεχνία σημείωσαν άνθηση αυτή την περίοδο.
Κοροπλαστική
Αντιπροσωπεύεται με μικρά πήλινα ειδώλια θεών και ανθρώπων, και ομοιώματα ναών ή οικιών και άλλων αντικειμένων. Ο κοροπλάστης έφτιαχνε πήλινα ειδώλια της "θεάς με υψωμένα χέρια", με πλούσια κόσμηση. Πολλά ειδώλια ήταν διακοσμημένα με το δίχρωμο ρυθμό. Το σώμα είναι κυλινδρικό, το στήθος ανάγλυφο. Τα μάτια είναι μεγάλα, εξογκωτά, τονισμένα με μαύρη βαφή.
Κεραμεική
Η κεραμική της Κυπρογεωμετρικής Εποχής είναι πολύ πλούσια και μας δίνει πολλές πληροφορίες για την εποχή αυτή. Ο Κύπριος κεραμέας εμπνέεται και από τη μυκηναϊκή κεραμική και από την κεραμική της Ανατολής ( φλασκιά, βαρελλόσχημα αγγεία ), τόσο στο σχήμα όσο και στη διακόσμηση των αγγείων του. Σε μερικά από αυτά είναι εμφανής όμως και η προσωπική του σφραγίδα.
Το νέο στοιχείο που εισάγει ο γεωμετρικός ρυθμός είναι η διχρωμία στη διακόσμηση των αγγείων, δηλαδή η χρήση κόκκινης και μαύρης βαφής. Ο διάκοσμος είναι γεωμετρικός, δεν λείπουν όμως και οι ζωγραφικές παραστάσεις που αποτελούνται από σχηματοποιημένα μοτίβα εντεταγμένα σε πλαίσια. Ο Κύπριος τεχνίτης δεν μπόρεσε ποτέ να συμφιλιωθεί με τον αυστηρό ρυθμό στην τέχνη και γρήγορα αρχίζει να ξεφεύγει από τα περιθώρια που του κληρονόμησε η γεωμετρική παράδοση. Έτσι εμφανίζονται δειλά – δειλά τα ζωγραφικά μοτίβα, κυρίως πουλιά, αλλά και μορφές ανθρώπων και ζώων που προσαρμόζονται, όσο είναι δυνατόν, με τις γεωμετρικές απαιτήσεις του υπόλοιπου διάκοσμου.
Αυτή την εποχή είναι πολύ διαδεδομένη η χρήση του τροχού. Τα αγγεία είναι τροχήλατα, δηλαδή καμωμένα στον κεραμικό τροχό, γι΄ αυτό τα τοιχώματά τους είναι λεπτά. Οι ειδικοί υποστηρίζουν πως οι μεγάλες ποσότητες κεραμικής που τοποθετούνταν στους τάφους ως κτερίσματα μαρτυρούν εξειδικευμένη παραγωγή ταφικής κεραμικής.
Σιγά σιγά άρχισε να κερδίζει έδαφος στην αγγειογραφία ο ζωγραφικός ρυθμός, που απλώνεται σε όλη την επιφάνεια του αγγείου. Τα θέματά του είναι παρμένα από το θεματολόγιο της μεταλλοτεχνίας, της υφαντουργίας και της χαρακτικής πάνω σε ξύλο ή ελεφαντόδοντο.
Η πλειοψηφία των αγγείων έχουν βρεθεί σε τάφους.
Υπάρχει πλούσια ποικιλία σχημάτων αγγείων: πινάκια, κρατήρες, κύλικες, οινοχόες, υδρίες, αμφορείς, τριποδικά αγγεία, ασκοί, κέρνοι, πυξίδες. Η επιφάνειά τους είναι καλυμμένη με λευκό ή λευκοκόκκινο επίχρισμα διακοσμημένο με διάφορα γεωμετρικά σχέδια με ματ μαύρη ή κόκκινη βαφή. Τα διακοσμητικά στοιχεία αποτελούνται από παράλληλες γραμμές, οριζόντιες ή κάθετες, ομόκεντρους κύκλους, σβάστικες ( αγκυλωτούς σταυρούς – σύμβολο ευτυχίας, ανατολικής προέλευσης ), ενάλληλες γωνίες, σπείρες, ρόμβους, μαιάνδρους, ζατρίκια.
Η κεραμική της Κυπρογεωμετρικής εποχής έχει να επιδείξει πολλά αγγεία του ζωγραφικού ρυθμού.
Οι Φοίνικες κατασκεύαζαν αγγεία με διαφορετικά σχήματα από εκείνα που έφτιαχναν οι ντόπιοι. Τα αγγεία τους ήταν ακόσμητα και συνήθως είχαν ερυθρή στιλβωμένη επιφάνεια.
Μικροτεχνία
Συνεχίζεται και κατά την Κυπρογεωμετρική Εποχή η εκμετάλλευση των χαλκούχων μεταλλίων του νησιού. Οι Κύπριοι άρχισαν να εφαρμόζουν τεχνικές προχωρημένης τεχνολογίας με την κατασκευή χάλκινων και σιδηρών αντικειμένων ή αντικειμένων και από τα δύο μέταλλα.
Τα έργα της Κυπρογεωμετρικής μικροτεχνίας περιλαμβάνουν ποικίλα είδη, κατασκευασμένα από διάφορα υλικά: χρυσό, άργυρο, σίδηρο, χαλκό, μπρούντζο.
Η κατασκευή κοσμημάτων αποτελεί συνέχεια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού ως προς την τεχνική και τη διακόσμηση. Ο Κύπριος τεχνίτης εμπνεόταν από μυκηναϊκά και ανατολικά πρότυπα, σφράγιζε όμως με την προσωπικότητά του τα δημιουργήματά του.
Οι άνθρωποι φορούσαν διάφορα κοσμήματα: περιδέραια, βραχιόλια, σκουλαρίκια, δακτυλίδια, διάφορα αναρτήματα.
Τα κοίλα και κυρτωμένα σαν βάρκα σκουλαρίκια είναι χαρακτηριστικά της Κυπρογεωμετρικής Εποχής.
Σε τάφο στην Παλαίπαφο – Σκάλες βρέθηκαν στρογγύλοι δίσκοι με ανάγλυφους ρόδακες από χρυσό έλασμα και πλάκες με έκτυπη διακόσμηση. Αυτές οι πλάκες εικονίζουν τη θεά Αστάρτη ντυμένη, να κρατεί άνθη και στα δύο της χέρια και να φορά στο κεφάλι διάδημα. Οι δίσκοι και οι πλάκες ήταν διάτρητοι για να ράβονται σε ύφασμα. Προφανώς ανήκαν ανθρώπους της αριστοκρατικής τάξης.
Οι χρυσές πόρπες ( παραμάνες ) που έχουν βρεθεί σε άλλο τάφο στην Παλαίπαφο – Σκάλες δεικνύουν ένα νέο τρόπο ένδυσης. Αποτελούν ενισχυτική μαρτυρία για τη άφιξη των ελλήνων στο νησί. Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν πόρπες για να στηρίζουν τα ενδύματά τους. Ακόμη, οι άνθρωποι στόλιζαν ή συγκρατούσαν τα ενδύματά τους και με καρφίτσες, όπως διαπιστώνουμε από δύο καρφίτσες που βρέθηκαν στο ίδιο νεκροταφείο. Χρησιμοποιούσαν βελόνια για να ράβουν τα ενδύματά τους ( η κλωστή που είναι περασμένη στο χρυσό βελόνι δεν είναι αρχαία! )
Ο κυπριακός σίδηρος, όντας σκληρότερος και δυνατότερος από το χαλκό και τον μπρούντζο, χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην παραγωγή διάφορων γεωργικών εργαλείων, όπως αξίνων, λεπίδων δρεπανιών, καθώς και στην παραγωγή οικιακών σκευών και όπλων, όπως εγχειριδίων, λεπίδων μαχαιριών, σμιλών και καρφιών. Τα περισσότερα από αυτά τα είδη βρέθηκαν σε λαξευτούς θολωτούς τάφους στην Παλαίπαφο – Σκάλες και τη Λάπηθο, καθώς και σε ορισμένες τοποθεσίες της Συρίας, Παλαιστίνης, Ηπειρωτικής Ελλάδας, της Κρήτης και άλλων νησιών του Αιγαίου.
Η κατεργασία του σιδήρου ξεκίνησε αρκετά νωρίς στην Κύπρο. Πιστεύεται πως η σχετική τεχνογνωσία μεταφέρθηκε στο Αιγαίο και εντοπίζεται στην κατασκευή ξιφών.
Οι άνθρωποι αυτής της εποχής συνεχίζουν να χρησιμοποιούν σφραγίδες. Οι τύποι των κυπρογεωμετρικών σφραγίδων διατηρούν την κυπρομυκηναϊκή παράδοση, αλλά προσαρμόζονται κυρίως στο γραμμικό ρυθμό. Οι αναπαραστάσεις βουκρανίων, ελαφιών και κατσικιών είναι πολύ συνηθισμένες και πιο συχνές από ό,τι οι συνθέσεις λιονταριών και γρυπαετών που κυριαρχούσαν την προηγούμενη εποχή. Προς το τέλος αυτής της εποχής εμφανίζονται σφραγίδες σε σκηνές κυνηγιού, επηρεασμένες από την ασσυριακή τέχνη. Οι ημισφαιρικές, ορθογώνιες, κωνικές και σε σχήμα κουμπιού σφραγίδες ήταν οι κύριοι τύποι σφραγίδων που κυριαρχούσαν καθόλη τη διάρκεια της Κυπρογεωμετρικής Εποχής.
Μεταλλοτεχνία
Η σταθερή πρόοδος και η μεγάλη ανάπτυξη της μεταλλοτεχνίας, που είχε αρχίσει την Ύστερη Εποχή του Χαλκού συνεχίστηκε με ακόμα πιο έντονο ρυθμό κατά τη διάρκεια τις Κυπρογεωμετρικής Εποχής.
Οι ανασκαφές έφεραν σε φως εξαίρετα χάλκινα αντικείμενα, μεταξύ άλλων, τρεις χάλκινους οβελούς, εκ των οποίων ο ένας φέρει την επιγραφή ΄΄ Οφέλτη΄΄, που είναι η πρωιμότερη χρήση τις ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο, χάλκινα κύπελλα ( το πρώτο ύψους 20 εκ. και διαμέτρου 37.1 εκ. και το δεύτερο ύψους 8.1 εκ. και διαμέτρου 20.1 εκ. ) με προτομή αιγάγρου ή λωτού, αντίστοιχα, τις λαβές, χάλκινο τριποδικό λέβητα ( ύψους 30,4 εκ. και διαμέτρου 35 εκ. – τέτοιοι λέβητες απαντούν πολύ σπάνια έξω από την Ελλάδα και την Κύπρο ) και χάλκινο τρίποδα ( ύψους 30.3 εκ. και διαμέτρου 21.4 εκ.). Αυτοί οι τρίποδες, που ήταν πολύ δημοφιλείς στην Παλαίπαφο, αποτελούσαν κυπριακή επινόηση που εισήχθη από την Κρήτη. Όλα αυτά τα χάλκινα αντικείμενα βρέθηκαν σε τάφους στην Παλαίπαφο. Σήμερα βρίσκονται στο Κυπριακό Μουσείο, στη Λευκωσία.
Μια ξεχωριστή ομάδα ειδών μεταλλοτεχνίας αποτελούν τα χάλκινα και αργυρά κύπελλα με εγχάρακτο ζωγραφικό διάκοσμο. Είναι γνωστά ως κυπροφοινικικά. Ίσως αρχικά να κατασκευάστηκαν από Φοίνικες τεχνίτες που εργάζονταν στην Κύπρο.
Αρχιτεκτονική
Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της Κυπρογεωμετρικής Εποχής είναι πολύ φτωχικά, ιδιαίτερα των οικισμών και των οχυρώσεών τους, ίσως επειδή τα κτίσματα γκρεμίστηκαν από σεισμούς ή τα οικοδομικά υλικά τους χρησιμοποιήθηκαν για το κτίσιμο άλλων κτισμάτων.
Οι περισσότερες πληροφορίες που έχουμε μέχρι σήμερα αφορούν κυρίως την ταφική αρχιτεκτονική και λιγότερο τη ναϊκή. Δεν έχουν έλθει στο φως ακόμη ουσιαστικά στοιχεία για την οικιστική και οχυρωματική αρχιτεκτονική της εποχής. Στην περιοχή Παμπούλα στο Κίτιον βρέθηκαν ίχνη οχυρού του 11ου αι. π.Χ. Ακόμη, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι η Σαλαμίνα είχε τείχος.
Θρησκευτική αρχιτεκτονική
Κατάλοιπα ναών, πολύ φτωχικά, έχουν βρεθεί σε διάφορες πόλεις του νησιού, όπως στη Σαλαμίνα, στο Κίτιον, στο Κούριον, στο Ιδάλιον, στην Πάφο.
Στην Πάφο, ο περίφημος ναός της Αφροδίτης που ιδρύθηκε γύρω στο 1200 π.Χ. περίπου, συνεχίζει να υφίσταται μέχρι τέλους της αρχαιότητας. Ο ναός αποτελείτο από ένα μεγάλο περίβολο και ένα πολύ μικρό ιερό. Σ΄ αυτό βρισκόταν μια κωνική πέτρα, ο βαίτυλος, που ήταν το ανεικονικό ( χωρίς εικόνα ) σύμβολο της Θεάς. Κατά τη διάρκεια των εορτών της θεάς, ο βαίτυλος αλειφόταν με λάδι και πλενόταν προσεκτικά από την ανώτατη ιέρεια της θεάς. Κατά την παράδοση, έκτισε το ναό ή ο Αγαπήνωρ, βασιλιάς των Αρκάδων και θεμελιωτής της Πάφου, ή ο Κινύρας, που έγινε και αρχιερέας του ναού.
Στο Κίτιον, ο ναός της Αστάρτης οικοδομείται πάνω στα θεμέλια του παλιού μυκηναϊκού από τους Φοίνικες, που άρχισαν να δημιουργούν εμπορική αποικία στην πόλη. Ο ναός της, που είναι ο μεγαλύτερος ως σήμερα φοινικικός ναός, είναι χτισμένος με μεγάλους πελεκητούς ογκόλιθους. Αποτελείται από μεγάλη αυλή με δύο στοές, που η στέγη της καθεμιάς στηρίζεται πάνω σε δύο σειρές πεσσούς. Στο ναό θα γίνονταν πομπώδεις τελετές προς τιμή της θεάς. Ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά γύρω στον 8ο αι. π.Χ., πολύ νωρίς όμως ανοικοδομήθηκε με ελάχιστες τροποποιήσεις.
Οι κάτοικοι της Έγκωμης άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη γύρω στο 1075 π.Χ., όπως πιστεύεται, ύστερα από μια φυσική καταστροφή ( σεισμό ). Στην Έγκωμη διατηρήθηκε για μερικά χρόνια ο ναός του θεού του ταλάντου για τη λατρεία της΄΄ θεάς με υψωμένα χέρια΄΄.
Σύμφωνα με το αρχαίο έπος ΄΄ Νόστοι΄΄, ο Τεύκρος, γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας ( της Ελλάδας ), όταν ίδρυσε τη Σαλαμίνα της Κύπρου, έκτισε και ιερό στο θεό Δία και έγινε ο πρώτος ιερέας του ιερού.
Στο Ιδάλιον οι ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως ένα υπαίθριο ιερό ή ΄΄ ιερό κήπο΄΄, όπου λατρευόταν ο νεαρός σύντροφος τις Μεγάλης Θεάς από την Κυπρογεωμετρική Εποχή μέχρι το τέλος της Ρωμαϊκής Εποχής.
Ένα ομοίωμα ναού, κατ΄ άλλους ομοίωμα οικίας, ( πιθανόν από το χωριό Λεύκα ), ύψους 9.5 εκ., μήκους 10.5 εκ. και πλάτους 11 εκ., διακοσμημένο με γεωμετρική διακόσμηση, προσφέρει κάποιες πληροφορίες για τη ναϊκή αρχιτεκτονική. Στο ένα παράθυρο κάθεται πουλί ( λείπει το κεφάλι), ίσως περιστέρι. Στις δύο πλευρές του το ομοίωμα φέρει τρύπες, πιθανόν για να κάθεται σε άξονες με τροχούς.
Τις πληροφορίες για τη μορφή των ναών μπορούμε να τις συμπληρώσουμε από δύο άλλα ομοιώματα ναών που βρέθηκαν σε αποθέτη στο Κίτιον. Έχουν μορφή αγγείου ( ο λαιμός τους δεν σώθηκε ). Η ανδρική χοντροφτιαγμένη φιγούρα, που κάθεται στο δάπεδο και παίζει λύρα, ίσως να είναι ο μεγάλος αρχιερέας, απόγονος του Κινύρα, ή ο ΄΄ θείος αοιδός΄΄. Κοντά του υπάρχουν ίχνη ακόμη δύο ανθρώπινων φιγούρων καθώς και ίχνη τραπεζιού.
Ταφική Αρχιτεκτονική
Στην ταφική αρχιτεκτονική κυριαρχεί ο παραδοσιακός λαξευτός θαλαμοειδής τάφος. Παράλληλα, προς το τέλος της Κυπρογεωμετρικής Εποχής, εμφανίζονται οι μεγαλοπρεπείς κτιστοί τάφοι, κυρίως στη Σαλαμίνα. Οι κτιστοί τάφοι αποτελούνται από ένα ΄΄ δρόμο΄΄ και τον ταφικό θάλαμο. Μέσα στον ταφικό θάλαμο τοποθετείται ο νεκρός μαζί με τα κτερίσματά του. Η είσοδος του ταφικού θαλάμου έκλεινε με μια ή περισσότερες πέτρες. Μετά την ταφή, ο ΄΄ δρόμος΄΄ γέμιζε με χώμα, για να μην μπορούν εύκολα οι άνθρωποι να τον συλήσουν.
Στη νεκρόπολη της Σαλαμίνας έχει ανακαλυφθεί ο ΄΄ βασιλικός ΄΄ τάφος 1. Μέσα σ΄ ένα χάλκινο λέβητα βρέθηκαν καμένα οστά μιας νεαρής γυναίκας, τυλιγμένα σε ύφασμα, καθώς και ψήφοι ( χάντρες ) περιδεραίου από χρυσό και ορεία κρύσταλλο, του 8ου αι. π.Χ. Βρέθηκαν ακόμη και λεπτά ελάσματα χρυσού, που πιστεύεται πως θα διακοσμούσαν τα ενδύματα της νεκρής. Ο Σουηδός αρχαιολόγος Einar Gjerstad υποστήριξε την άποψη ότι ο τάφος ανήκε σε ΄΄ πριγκίπισσα ΄΄ από την Ελλάδα, επειδή βρέθηκαν πολλά ελληνικά αγγεία, ίσως από την Εύβοια, και επειδή έγινε καύση της νεκρής και όχι ενταφιασμός της, τις ήταν το τοπικό έθιμο. Το έθιμο της αποτέφρωσης του νεκρού έφθασε στην Κύπρο από Έλληνες άποικους από την ηπειρωτική Ελλάδα ή από την Κρήτη. Στη νεκρόπολη της Σαλαμίνας ταφές νεογέννητων παιδιών, τα σώματα των οποίων τοποθετήθηκαν σε πίθους με δύο λαβές, εισηγμένους από τη Φοινίκη ή τη Χαναάν.
Η αποτέφρωση του νεκρού, το τύλιγμα των οστών σε ρούχα και η τοποθέτησή τους σε λέβητα, ο μεγάλος αμφορέας που βρέθηκε στο δρόμο και που πρέπει να περιείχε λάδι ή μέλι, καθώς και η θυσία αλόγων προς τιμή του νεκρού θυμίζουν την ταφή του Πατρόκλου στην ομηρική Ιλιάδα. Αποτέφρωση νεκρών παρατηρήθηκε και στο νεκροταφείο ΄΄ Καλορίζικη΄΄ στο Κούριον.
Στο νεκροταφείο της περιοχής Γαστριά – Αλαά οι τάφοι αποτελούνται από ένα μάλλον ορθογώνιο θάλαμο, με μακρύ, στενό ΄΄δρόμο΄΄. Αυτός ο τύπος τάφου ακολουθεί τη μυκηναϊκή παράδοση που έφεραν στο νησί οι Αχαιοί άποικοι κατά το τέλος της Εποχής του Χαλκού. Όλοι σχεδόν οι τάφοι είναι προσανατολισμένοι στο βορρά και περιλαμβάνουν μια ταφή.
Μερικοί από τις τάφους που ανασκάφηκαν στην κυπρογεωμετρική Αμαθούντα έχουν σχήμα L, αλλά απαντούν και άλλοι που ακολουθούν το μυκηναϊκό τύπο του θαλαμοειδούς τάφου με μακρύ ΄΄ δρόμο΄΄. Μερικοί τάφοι απέδωσαν μια εξαιρετικά μεγάλη ποσότητα κεραμικής και άλλων αντικειμένων, που δεικνύουν το υψηλό επίπεδο των κατοίκων της, αλλά και τη σπουδαιότητα του λιμανιού της Αμαθούντας για τις εμπορικές επαφές με την Ανατολή.
Οι τάφοι της νεκρόπολης στην Παλαίπαφο – Σκάλες είναι σκαμμένοι σε μεγάλο βάθος, σε μαλακό βράχο. Είναι θαλαμοειδείς, με τετράπλευρο θάλαμο και μακρόστενο΄΄ δρόμο΄΄, που θυμίζει μυκηναϊκοί ταφική αρχιτεκτονική. Το στόμιο, δηλαδή η είσοδος των τάφων, ήταν κλειστό με πέτρα. Κάθε φορά που γινόταν νέα ταφή, τα οστά του προηγούμενου νεκρού και τα κτερίσματά του τοποθετούνταν σε μεγάλους αμφορείς. Είναι οικογενειακοί τάφοι δεύτερης και τρίτης γενιάς αποίκων από την Ελλάδα. Αβαθείς τάφοι χρησιμοποιούνταν για την ταφή των βρεφών.
Τα κτερίσματα αυτών των τάφων φανερώνουν την ευημερία του τόπου, όχι μόνο εξαιτίας της ποσότητας αλλά και της ποιότητας των κτερισμάτων. Εκτός από κεραμικά αγγεία και χάλκινα κύπελλα, στους άντρες τοποθετούνταν ως κτερίσματα όπλα ( ξίφη, εγχειρίδια, αιχμές δοράτων, οβελοί, κρατευτές), ενώ στις γυναίκες πόρπες, περόνες ( καρφίτσες ) και κοσμήματα.
Στον τάφο 49 έχει βρεθεί ένα λουτήρας από ασβεστόλιθο, λαξευμένος σε μονόλιθο ( μήκους 153 εκ. και ύψους 73 εκ. ). Φέρει τρία ζεύγη προεξοχών. Στη μια πλευρά υπάρχει κυπελλόσχημη προεξοχή, προφανώς για την τοποθέτηση της ουσίας που χρησίμευε ως ΄΄ σαπούνι΄΄, ίσως στάχτη και λάδι. Εσωτερικά, ο πυθμένας είναι υπερυψωμένος στο ένα άκρο, ώστε να χρησιμοποιείται ως κάθισμα. Ο λουτήρας, δεν χρησίμευσε ως σαρκοφάγος, αφού οι σκελετοί ήταν στο δάπεδο του τάφου, και ο λουτήρας βρέθηκε γεμάτος κεραμική. Τοποθετήθηκε στον τάφο για λόγους εξαγνισμού ή ως προσφορά πολυτελείας, για να παίρνει το λουτρό του ο νεκρός στη μεταθανάτια ζωή . Στην Κύπρο έχουν βρεθεί αρκετοί λουτήρες, τόσο από ασβεστόλιθο όσο και από πηλό, σε τάφους, ιερά και οικίες από τον 12ο και 11ο αι. π.Χ.
Στη Λάπηθο συνυπήρχε το ετεοκυπριακό στοιχείο με το ελληνικό, γι΄ αυτό έχουν βρεθεί δύο νεκροταφεία . Στο νεκροταφείο της περιοχής Κάστρος, όπου τάφηκαν Έλληνες, οι τάφοι είναι μυκηναϊκού τύπου, όπως και στη Σαλαμίνα. Στο νεκροταφείο της περιοχής Πλάκες, όπου τάφηκε ο αυτόχθων πληθυσμός, οι τάφοι ακολουθούν τον κυπριακό παραδοσιακό τρόπο. Σε τάφους στη Λάπηθο παρατηρήθηκε το νεκρικό έθιμο της θυσίας δούλων για να εξυπηρετούν το νεκρό κύριό τους στη μεταθανάτια ζωή τους. Αυτό το έθιμο έφτασε στην Κύπρο μέσω των Ελλήνων αποίκων είτε από την ηπειρωτική Ελλάδα είτε από την Κρήτη.
Ναός της Αστάρτης
Οι Φοίνικες κατά τα τέλη του 9ου αι. π.Χ. οικοδόμησαν πάνω στα θεμέλια ενός ναού της Ύστερης Εποχής του Χαλκού το ναό που αφιέρωσαν στη θεά Αστάρτη. Ο ναός της θεάς υπέστη διάφορες τροποποιήσεις κατά τη διάρκεια της ιστορίας του. Εγκαταλείφθηκε το 312 π.Χ., όταν ο βασιλιάς Πτολεμαίος Α΄ σκότωσε τον τελευταίο Φοίνικα βασιλιά του Κιτίου Πουμυάθων και έθεσε τέλος στη φοινικική δυναστεία.
Οι Φοίνικες χρησιμοποίησαν τα θεμέλια του προηγούμενου μυκηναϊκού ναού για να οικοδομήσουν το δικό τους ναό, προσαρμόζοντας το εσωτερικό του στις δικές τους ανάγκες. Ανασκεύασαν τους τοίχους χρησιμοποιώντας λίθους. Έφραξαν τη βόρεια πύλη, που οδηγούσε στα εργαστήρια του παλαιότερου ναού, με μικρούς λίθους, αφού τα εργαστήρια έπαψαν να λειτουργούν κατά τη φοινικική περίοδο. Κύρια είσοδος του ναού παρέμεινε η ανατολική πύλη. Μέσω αυτής της πύλης οι προσκυνητές είχαν απευθείας πρόσβαση στο ναό, από την ευρύχωρη ανοιχτή αυλή με το χτιστό βωμό. Το άδυτο, στο δυτικό τμήμα του ναού, διαμορφώθηκε σε ένα στενό επίμηκες διαμέρισμα, πλάτους 2.50 μ. και μήκους 18.40 μ. Η είσοδος σ΄ αυτό γινόταν από δύο ανοίγματα στα νότια και βόρεια. Το δάπεδό του ήταν ελαφρώς ψηλότερο από τον υπόλοιπο ναό.
Οι Φοίνικες κατέστρεψαν το δάπεδο του μυκηναϊκοί ναού και αποκάλυψαν το φυσικό βράχο. Με τέσσερις σειρές ξύλινων πεσσών, οι λίθινες βάσεις τους σώζονται, το εσωτερικό του ναού διαιρέθηκε σε πέντε κλίτη, με πλατύτερο το κεντρικό ( 5.15 μ. ). Κάθε σειρά περιλάμβανε επτά πεσσούς, με πάχος 60 χ 40 εκ. Αυτοί οι πεσσοί, των οποίων το ύψος υπολογίζεται στα 5 μ,. υποβάσταζαν τη στέγη. Δύο ορθογώνιοι πεσσοί ορθώνονταν μπροστά από το άδυτο, διαστάσεων 2.10 χ 1.75 μ. Οι πεσσοί αυτοί πιθανόν να στήριζαν μια επίστεψη ή ΄΄ κέρατα καθοσιώσεως΄΄ ή να πλαισίωναν τη βάση ενός ΄΄ αγάλματος΄΄, σχηματίζοντας μια κατασκευή σαν τους ναϊσκους στις χαθωρικές επιστέψεις, οι οποίες ήταν συνηθισμένες στην Κύπρο και σε άλλες περιοχές του φοινικικού κόσμου. Μπροστά από τους δύο πεσσούς το δάπεδο ήταν καλυμμένο με γύψινες πλάκες, ενώ σε άλλα μέρη του ναού από πατημένη γη.
Ο Callot υποθέτει ότι το σύνολο του ναού ήταν στεγασμένο, με εξαίρεση το δυτικό τμήμα, όπου ο ναϊσκος ήταν πολύ ψηλότερος, άρα ακάλυπτος και εκτεθειμένος στον ουρανό. Για να μπαίνει φως στο ναό, είτε υπήρχαν παράθυρα είτε το κεντρικό κλίτος είχε υπερυψωμένη οροφή, και επομένως, ψηλότερα παράθυρα. Ο Callot προτείνει την ύπαρξη ΄΄ δεύτερου ορόφου΄΄ πάνω από το κεντρικό τμήμα του επιμήκους και στενού αδύτου.
Μπροστά στην ανατολική πρόσοψη του ναού ένα μεγάλο ορθογώνιο τέμενος αντικατέστησε το Τέμενος Α της Ύστερης Εποχής του Χαλκού.
Ο περίβολός του ήταν κατασκευασμένος από μικρούς ορθογώνιους λίθους. Μέσα στα όρια του νέου τεμένους, μπροστά από το προστώο της εισόδου, υπήρχε ορθογώνιος βωμός, ενώ στο νοτιοανατολικό τμήμα ένας τοίχος. Η είσοδος στο τέμενος ήταν η ίδια που χρησιμοποιείτο στον παλαιότερο ναό.
Το κατώτερο δάπεδο του ναού ( Δάπεδο 3 ) ήταν καλυμμένο με στάχτη και κάρβουνα, γεγονός που υποδηλοί ότι οι πεσσοί και οι δοκοί της οροφής καταστράφηκαν από πυρκαγιά. Σύντομα όμως ο ναός ξανακτίστηκε. Ο ναός που τον διαδέχτηκε χτίστηκε πάνω στα παλαιότερα θεμέλια, αλλά ένα νέο δάπεδο ( Δάπεδο 2Α ) κατασκευάστηκε πάνω από το στρώμα καταστροφής. Διατηρήθηκαν πολλά στοιχεία από την αρχιτεκτονική του προηγούμενου ναού. Η βασικότερη αλλαγή που έγινε είναι ότι ο νέος ναός διέθετε τρεις σειρές πεσσούς, που τον χώριζαν σε τρία κλίτη. Αυτός ο ναός επέζησε μέχρι το 600 π.Χ. Αργότερα, κτίστηκε, στα θεμέλιά του, άλλος ναός, αφιερωμένος πάλι στην ίδια θεά..
Πλούσια κεραμικά ευρήματα, εγχώρια και φοινικικά, συνδέονται με το ναό. Η ταύτιση του ναού αυτού ως ναού της Αστάρτης βασίστηκε σ΄ ένα τμήμα κυπέλλου με ελλιπή εγχάρακτη φοινικική επιγραφή. Ο Dupont Sommer προτείνει την ακόλουθη ανάγνωση:
( 1) Εις μνήμην. Ο ΜL ξύρισε το κεφάλι του και προσευχήθηκε στην Κυρά Αστάρτη και η Αστάρτη άκουσε την προσευχή του ( 2) και της προσφέρθηκε ( θυσία): από τον ML, ένα πρόβατο κι ένα αρνί, μαζί με ( 3 ) τα μαλλιά του. Από την οικογένεια του ML ένα αρνί. Το αγγείο αυτό ( 4 ) ο ML γέμισε με τα μαλλιά του… επτά τον αριθμό, εξαιτίας της προσευχής που έκανε στην Ταμασσό ( 5 )… το δώρο…που του άρεσε…( 6) Ταμασσός …
Ο ML, που μπορεί να ταυτιστεί με το φοινικικό όνομα Moula, πιθανόν πολίτης της Ταμασσού, πήγε ως προσκυνητής με την οικογένειά του στο ναό της Αστάρτη και της πρόσφερε θυσίες.
Την απόδοση του ναού στην Αστάρτη ενισχύουν περαιτέρω και ιστορικά δεδομένα. Τα χρόνια γύρω στα μέσα του 9ου αι. π.Χ. συμπίπτουν με τη μακρόχρονη και ευημερούσα βασιλεία του Ethbaal, βασιλιά της Τύρου και της Σιδώνας. Πριν γίνει βασιλιάς ο Ethbaal ήταν αρχιερέας της Αστάρτης. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, καθιέρωσε τη λατρεία της ως επίσημη λατρεία του βασιλείου του. Είναι εύλογο, λοιπόν, να αποφάσισε την οικοδόμηση ναού προς τιμή της Αστάρτης, σε μια μεγάλη φοινικική κοινότητα, όπως αυτή που υπήρχε στο Κίτιον.
Η εύρεση ανδρικών ειδωλίων στο ναό ενισχύουν την άποψη ότι η θεά Αστάρτη λατρευόταν μαζί με άλλη ανδρική θεότητα.
Ανατολικά του ναού της Αστάρτης βρίσκονται τα κατάλοιπα του Ναού 4, αφιερωμένου μάλλον σε γυναικεία θεότητα, τον οποίο οι Φοίνικες έκτισαν στα κατάλοιπα του προγενέστερου ναού της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Και ο Ναός 5 της προηγούμενης εποχής ξανακτίστηκε, με εντελώς διαφορετικό σχέδιο. Αυτός ήταν αφιερωμένος μάλλον σε ανδρική θεότητα.
Η θυσία αρνιών και προβάτων θα πρέπει να συνηθιζόταν στο φοινικικό ναό της Αστάρτης, αφού βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες οστών τους στους αποθέτες έξω από το μεγάλο ναό ή απανθρακωμένα μέσα στη στάχτη των βωμών του τεμένους. Στο ναό βρέθηκαν προσωπεία, ζωόμορφα και ανθρωπόμορφα, που θα τα φορούσαν οι ιερείς ( ίσως και πιστοί ) κατά τις τελετουργίες, ίσως για να έλθουν σε επαφή με το θεό και να πάρουν κάποιες από τις ιδιότητές του. Η ίδια αντίληψη επικρατούσε και στο Αιγαίο και στην Εγγύς Ανατολή.