Τα πλούσια κτερίσματα από τους τάφους στη νεκρόπολη της Παλαιπάφου – Σκάλες μαρτυρούν εισαγωγές από την Εγγύς Ανατολή. Καταδεικνύουν ότι το εμπόριο με την Εγγύς Ανατολή, που είχε ακμάσει κατά τη διάρκεια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, συνεχίστηκε και ίσως αποτέλεσε μια από τις αιτίες του πλούτου της Παλαιπάφου στην Κυπρογεωμετρική Εποχή. Το μαρτυρούν, μεταξύ άλλων, και μια πλούσια συλλογή χρυσών κοσμημάτων που βρέθηκαν σε τάφους γυναικών.
Στενές σχέσεις είχε η Παλαίπαφος και με το Αιγαίο, αφού συγκεκριμένες κατηγορίες κεραμικής αυτής της εποχής άσκησαν επίδραση στην αιγαιακή αγγειοπλαστική τέχνη, αν και προκαλεί έκπληξη το πόσο λίγες εισαγωγές γνήσιων προϊόντων από τη μια περιοχή βρέθηκαν στην άλλη.
Ορισμένοι επιστήμονες θεωρούν την Κύπρο ως τον τόπο από όπου η γνώση της χρήσης του σιδήρου ως μετάλλου κατάλληλου για επεξεργασία μεταδόθηκε στην Ελλάδα, και όπου όπλα αιγαιακού τύπου, τα οποία στην ηπειρωτική χώρα και την Κρήτη απαντούν σε χαλκό, επιχειρήθηκε να κατασκευαστούν από σίδηρο. Δεν είναι όμως εύκολο να εξηγήσει κανείς κατά πόσο ένας αριθμός Ελλήνων αποίκων επέστρεψε στην Ελλάδα κατά το 10ο αι. π.Χ. ή κατά πόσον Κύπριοι μετανάστευσαν στην Ελλάδα μεταφέροντας εκεί τη νέα μεταλλουργική τεχνολογία επεξεργασίας του σιδήρου.
Το λιμάνι της Αμαθούντας είχε κύριο ρόλο για τις εμπορικές σχέσεις με την Εγγύς Ανατολή, εξ όσων φαίνεται από το υψηλό ποσοστό αντικειμένων εισηγμένων από την Εγγύς Ανατολή που βρέθηκαν σε τάφους της Αμαθούντας. Συγχρόνως, στο δεύτερο μισό του 10ου αι π.Χ εμφανίζονται στους τάφους τα πρώτα αντικείμενα που εισάγονται από την Ελλάδα, ιδίως από την Εύβοια και ελάχιστα από την Αττική.
Κυπριακή κεραμική εξάγεται στην Εγγύς Ανατολή, όπου επηρεάζει την τεχνοτροπία της ντόπιας κεραμικής. Παράλληλα, εισάγονται στο νησί αγγεία από την Εγγύς Ανατολή.
Η Αμαθούντα έπαιξε σημαντικό ρόλο στις ανταλλαγές μεταξύ Εύβοιας και Εγγύς Ανατολής, τον10ο αι. π.Χ. Ευβοϊκή κεραμική έχει βρεθεί στη Συρία και τη Φοινίκη, ενώ κυπριακή κεραμική και αντικείμενα ανατολικής προέλευσης έχουν βρεθεί στο Λευκαντί της Εύβοιας.
Οικονομία
Η οικονομία του νησιού κατά την Κυπρογεωμετρική Εποχή θα στηριζόταν πρώτιστα στη γεωργία, την κτηνοτροφία, το ψάρεμα και το κυνήγι. Παράλληλα όμως η ανακάλυψη και εκμετάλλευση του κυπριακού σιδήρου συνεισέφερε αναμφίβολα στην ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας, αναπτύσσοντας το εμπόριο που διεξαγόταν μεταξύ του νησιού και περιοχών του Αιγαίου, της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Εγγύς Ανατολής.
Είναι φανερό ότι η άφιξη των Μυκηναίων αποίκων στο νησί βελτίωσε και αύξησε την ντόπια παραγωγή προϊόντων της κεραμικής, της μεταλλουργίας και της μικροτεχνίας, λόγω της χρήσης των δικών τους προηγμένων τεχνικών μεθόδων και αξιοποίησης των δεξιοτήτων τους. Έτσι έχουν προαγάγει τόσο το εμπόριο όσο και την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη του νησιού. Επιπλέον, η άφιξη και εγκατάσταση των Φοινίκων σε διάφορα μέρη της Κύπρου, αύξησε και πάλιν τις εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις του τόπου με το εξωτερικό.
Μεγάλες ποσότητες κυπριακής κεραμικής και διάφορα αντικείμενα από σίδηρο, χαλκό και μπρούντζο, μαζί με απομιμήσεις ελληνικών και φοινικικών προτύπων ανταλλάσσονταν με είδη κεραμικής, χρυσό, ασήμι, κασσίτερο, φαγεντιανή, αλάβαστρο, πολύτιμες πέτρες και άλλα προϊόντα από την Ελλάδα, την Αίγυπτο και ολόκληρη τη Συρο- παλαιστινιακή περιοχή.