Υπάρχει σπανιότητα γραπτών κειμένων στην Κύπρο κατά την Κυπρογεωμετρική εποχή, ίσως εξαιτίας του περιορισμένου αριθμού των κειμένων που γράφτηκαν, είτε επειδή τα κείμενα γράφονταν πάνω σε δέρμα, υλικό που γρήγορα φθείρεται. Κατά τον Ησύχιο, οι Κύπριοι ονόμαζαν τον γραμματοδιδάσκαλο "διφθεραλοιφό", που σημαίνει αυτόν που γράφει ( αλείφει ) πάνω σε διφθέρα ( επεξεργασμένα δέρματα ).
Κατά μία άποψη, πιθανόν οι Έλληνες να γνώρισαν το φοινικικό αλφάβητο για πρώτη φορά στην Κύπρο. Αυτό το αλφάβητο περιλαμβάνει 22 σύμφωνα. Οι Έλληνες το προσάρμοσαν στις δικές τους ανάγκες προσθέτοντας φωνήεντα. Έτσι το αλφάβητο ( η λέξη προέρχεται από τις φοινικικές ALEPH που σημαίνει βους και BETH που σημαίνει οικία ), μέσω των ελληνικών αποικιών της Κάτω Ιταλίας διαδόθηκε στην Ιταλία και την Ευρώπη. Οι Έλληνες Κύπριοι χρησιμοποίησαν το ελληνικό αλφάβητο πολύ αργότερα.
Σε ένα από τους τρεις οβελούς που βρέθηκαν στον Τάφο 49 στο νεκροταφείο Παλαίπαφος – Σκάλες, μήκους 87,2 εκ., κοντά στην υποδοχή, υπάρχει εγχάρακτη επιγραφή με πέντε σύμβολα της παλαιπαφικής συλλαβικής γραφής. Δηλώνει το ελληνικό κύριο όνομα Οφέλτης σε πτώση γενική: [είμαι ο οβελός του] Οφέλτη (η γενική δίνεται ως O.pe.le.ta.u). Η επιγραφή αυτή είναι πάρα πολύ σημαντική, γιατί σηματοδοτεί όχι μόνο την αρχαιότερη χρήση της ελληνικής γλώσσας στη Κύπρο, αλλά πιο συγκεκριμένα της αρκαδικής διαλέκτου. Η επιγραφή του οβελού συμβάλλει στον προσδιορισμό της ταυτότητας των αποίκων της Παλαιπάφου του 11ου αι. π.Χ. και φανερώνει την εμμονή τους στη δική τους γλώσσα και διάλεκτο. Υιοθέτησαν την κυπρομινωική γραφή για να την προσαρμόσουν στη δική τους γλώσσα, δημιουργώντας τις απαρχές της γραφής που επρόκειτο να επιβιώσει έως τον 3ο αι. π.Χ. ως κυπριακή συλλαβική γραφή. Η μετάβαση από την κυπρομινωική στην κυπροσυλλαβική γραφή πραγματοποιήθηκε μετά από λίγα χρόνια και οφείλεται μάλλον στην επινόηση ενός προσώπου που ανήκε στην αριστοκρατική ελίτ.