Χαλκού Εποχή

Οικισμοί στην ύστερη εποχή του Χαλκού στην Κύπρο

Image

Η Ύστερη Εποχή του Χαλκού διαρκεί 600 χρόνια, από το 1.650 έως το 1.050 π.Χ.  Αποτελεί την πιο δημιουργική και εντυπωσιακή φάση της Προϊστορίας της Κύπρου.  Στην περίοδο αυτή η Κύπρος κατέστη μια σημαντική εμπορική και πολιτική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο  με σπουδαίο πολιτισμό.  Ακριβώς αυτή την περίοδο συνδέθηκε στενά με το μυκηναϊκό κόσμο και εξελληνίστηκε, γεγονός που σημάδεψε την ιστορική πορεία της μέχρι σήμερα. 

 

Κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία η Κύπρος ανέπτυξε εμπορικές σχέσεις τόσο με χώρες της Ανατολής όσο και με τη Δύση, απλώνοντας το υπερπόντιο εμπόριό της μέχρι την Ιταλία και τη Σαρδηνία.  Στις αρχές αυτής της περιόδου εισάγεται στο νησί η Κυπρομινωική γραφή.  Από τη μελέτη γραπτών πηγών από τις χώρες της Ανατολής  συμπεραίνουμε ότι ο βασιλιάς της Αλάσιας είχε αρμονικές σχέσεις με τους ηγεμόνες των χωρών αυτών και ότι συνήθιζε να ανταλλάσσει με αυτούς – και ιδιαίτερα με το Φαραώ της Αιγύπτου – πολύτιμα δώρα, ανάμεσα στα οποία ο χαλκός είχε εξέχουσα θέση.  Τα δώρα αυτά προσφέρονταν για διπλωματικούς, κυρίως, λόγους, ώστε να υπάρχει θετικό κλίμα στις σχέσεις της Κύπρου με την Αίγυπτο, η οποία μετά την εκδίωξη των Υκσώς (περίπου το 1.550 π.Χ.) και την επιβολή ειρήνης κατέστη η υπερδύναμη της περιοχής.

 

Γύρω στο 1.450 π.Χ. οι μεγάλες μινωικές πόλεις καταστράφηκαν και η ακμάζουσα Μυκηναϊκή Αυτοκρατορία διαδέχθηκε τη Μινωική.  Οι Μυκηναίοι γίνονται θαλασσοκράτορες και έτσι αποκτούν τον έλεγχο του εμπορίου της Ανατολικής Μεσογείου.  Η ιδανική θέση της Κύπρου και ο πλούτος της σε χαλκό ελκύουν τους Μυκηναίους, οι οποίοι αρχικά εγκαθίστανται στο κυπριακό έδαφος ως έμποροι και αργότερα, γύρω στο 1.230 π.Χ. καταφτάνουν μαζικά ως άποικοι.  Στα τέλη του 13ου αι. π.Χ. τα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα της Πελοποννήσου παρακμάζουν και οι Αχαιοί αναζητώντας καλύτερη ζωή μεταναστεύουν στα νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο.  (π.χ. Έγκωμη, Κίτιο, Μάα – Παλαιόκαστρο, Σίντα, Παλαίπαφος) 

 

Λαοί της θάλασσας 

Ύστερα από το 1.230 π.Χ. η Κύπρος παρουσιάζει μεγάλη πρόοδο σε όλους τους τομείς.  Η ακμή αυτή θα διαταραχθεί προσωρινά από τις καταστροφές που προκάλεσαν οι λεγόμενοι «Λαοί της Θάλασσας» τόσο στις μεγάλες πόλεις της Κύπρου (π.χ. Κίτιο, Έγκωμη κ.ά) όσο και στην Ουγκαρίτ, στη συριακή ακτή.  Από κείμενα των πινακίδων της Ουγκαρίτ γνωρίζουμε ότι ο βασιλιάς της Κύπρου είχε ειδοποιήσει τον ηγεμόνα της Ουγκαρίτ για τον επερχόμενο κίνδυνο, συμβουλεύοντάς τον πώς να οργανώσει την άμυνά του.  Η απάντηση του βασιλιά της Ουγκαρίτ – λιτή και επιγραμματική – δίνει το δραματικό χαρακτήρα των γεγονότων: «Πατέρα, έφθασαν τα εχθρικά καράβια και έκαψαν τις πόλεις.  Η χώρα μου καταστράφηκε από τα επτά καράβια του εχθρού.»  Οι «Λαοί της Θάλασσας» εξουδετερώθηκαν αργότερα από το Φαραώ Ραμψή Γ΄ της Αιγύπτου το 1.191 π.Χ.

 

Μετά την καταστροφή της Ουγκαρίτ πρόσφυγες από τις ακτές της Συροπαλαιστίνης εγκαθίστανται στην Κύπρο.  Παράλληλα, καταφτάνουν νέα κύματα Αχαιών προσφύγων από τον ελλαδικό χώρο.  Η Κύπρος ακμάζει και πάλι, όμως σύντομα, το 1.075 π.Χ., κάποια καταστροφή – ίσως σεισμός – οδηγεί την Έγκωμη σιγά-σιγά στην ερήμωση και την εγκατάλειψη.  Οι κάτοικοί της ιδρύουν τη γειτονική Σαλαμίνα.  Αργότερα, γύρω στο 1.000 π.Χ. θα εγκαταλειφθεί και το Κίτιο, μια άλλη μεγάλη πόλη της εποχής.

 

Γενικά μιλώντας, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι παρά τις ταραχές και αναστατώσεις που συνέβησαν κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού η Κύπρος ανέπτυξε ένα ρωμαλέο πολιτισμό που χαρακτηρίζεται από τη σύζευξη του ανατολικού με το αιγαιακό στοιχείο. Ο πολιτισμός αυτός, ιδιότυπος μα και γοητευτικός, εκφράστηκε σε όλους τους τομείς της τέχνης και αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε το ιστορικό μέλλον του νησιού.  

 

Η ακμή

Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού το δυτικό τμήμα της Κύπρου παρακμάζει με εξαίρεση τη Μόρφου και την Αγία Ειρήνη, που εξακολουθούν να προοδεύουν γύρω στο 1.600 π.Χ. και αναπτύσσουν σχέσεις τόσο με την Ανατολή όσο και με τη Δύση.  Αντίθετα το ανατολικό μέρος της Κύπρου ακολουθεί μια ανοδική πορεία ανάπτυξης.

 

Η Έγκωμη αποτελεί την καλύτερα διατηρημένη πόλη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή της.  Η Έγκωμη από πολίχνη που ήταν προηγουμένως – κατά τη διάρκεια της Μέσης Χαλκοκρατίας – μεταμορφώνεται σταδιακά σε μεγάλο αστικό κέντρο.  Ιδιαίτερα μετά την άφιξη και εγκατάσταση των Αχαιών η πόλη αλλάζει πρόσωπο, αποκτά πολεοδομικό σχέδιο, εγκαταστάσεις υγιεινής, «κυκλώπεια» τείχη, εντυπωσιακούς ναούς και «ανάκτορα».   

 

Άλλες σπουδαίες πόλεις με λιμάνια ήταν η πόλη στην περιοχή Χαλά  Σουλτάν Τεκκέ και το Κίτιο.  Η πρώτη, η οποία άκμαζε ήδη από την αρχή της Ύστερης Χαλκοκρατίας, έγινε σημαντικό λιμάνι και εμπορικό κέντρο και απέκτησε κοσμοπολίτικο χαρακτήρα.   Το Κίτιο ήταν μια πλούσια πόλη με λιμάνι.  Διέθετε ναούς, συνδεδεμένους με εργαστήρια παραγωγής χαλκού, και οχυρώσεις.  Ο πλούτος της οφείλεται στην ευνοϊκή γεωγραφική της θέση.  Αφενός ήταν κοντά στα μεταλλεία χαλκού των Τρούλλων και της Καλαβασού και αφετέρου το λιμάνι της βρισκόταν απέναντι από τις συροπαλαιστινιακές ακτές και την Αίγυπτο.

 

Σημαντικό οικιστικό κέντρο πρέπει να ήταν και η Παλαίπαφος, η οποία ήταν κατοικημένη σε όλη τη διάρκεια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Το κέντρο αυτό γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη, αν κρίνουμε από τα πλούσια κτερίσματα που βρέθηκαν στους τάφους του.  Εδώ, άρχισε η λατρεία της Αφροδίτης, η οποία αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό στους επόμενους αιώνες.

 

Δύο οικισμοί που άκμασαν κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία και ξεχωρίζουν για τη διοικητική και οικονομική τους οργάνωση είναι η Καλαβασός – Άγιος Δημήτριος και το Μαρώνι – Βούρνες.  Και τα δύο βρίσκονται κοντά σε μεταλλεία χαλκού και στις νότιες ακτές της Κύπρου. Εγκαταλείφθηκαν και τα δύο γύρω στο 1.200 π.Χ.

 

Γύρω στο 1.200 π.Χ. κτίστηκαν δύο οχυρωμένοι οικισμοί από Αχαιούς αποίκους, ένας πρώτος στην Πύλα – Κοκκινόκρεμμος και ένας άλλος στη Μάα – Παλαιόκαστρο.

 

Έγκωμη

Έγκωμη ιδρύθηκε στην ανατολική ακτή της Κύπρου στο τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού και άκμασε κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία, κυρίως κατά το 14ο – 13ο αι. π.Χ.  Οφείλει την ανάπτυξή της στη προνομιακή της θέση, στο λιμάνι της καθώς και στο εμπόριο του χαλκού, το οποίο άλλωστε ευνόησε την οικονομία ολόκληρης της Κύπρου.  Μερικοί ιστορικοί έχουν ταυτίσει την Έγκωμη με την χαλκοπαραγωγό χώρα Αλάσια που αναφέρεται σε αρχαία κείμενα των ανατολικών λαών.

 

Το λιμάνι της, από το οποίο διεξαγόταν το εμπόριο με την Εγγύς Ανατολή και το Αιγαίο, ήταν εσωτερικό και επικοινωνούσε με τη θάλασσα μέσω ενός πλωτού καναλιού.  Η πόλη διέθετε από την αρχή της δημιουργίας της εργαστήρια επεξεργασίας χαλκού.  Ο πλούτος που συσσωρεύτηκε στην πόλη από τη βιοτεχνία και το εμπόριο γίνεται εμφανής στα πολυτελή κτερίσματα των τάφων αυτής της εποχής. 

 

Γύρω στο 12ου αι. π.Χ. η Έγκωμη καταστράφηκε από πυρκαγιά.  Ανοικοδομήθηκε στη συνέχεια με βάση ένα πολεοδομικό σχέδιο.  Σύμφωνα με αυτό, οι οικιστικές ζώνες σχηματίστηκαν ανάμεσα σε αρκετούς ευθύγραμμους παράλληλους δρόμους οι οποίοι τέμνονται κάθετα από ένα μεγάλο κεντρικό δρόμο.  Σε κεντρικό σημείο της πόλης ανοίχτηκε μια πλατεία.  Η πόλη διέθετε ένα μεγάλο ανακτορικό οικοδόμημα και τρεις ναούς  που χρονολογούνται στο 12ου αι. π.Χ.  Δύο από τους ναούς αυτούς ήταν αφιερωμένοι σε ανδρικές θεότητες, τον «Κερασφόρο Θεό» και το «Θεό του Ταλάντου», τα ειδώλια των οποίων αποκαλύφθηκαν επί τόπου κατά τις ανασκαφές.  Η πόλη περιβαλλόταν από «κυκλώπεια» τείχη.

 

Ένας σεισμός ή κάποιο άλλο φυσικό φαινόμενο κατέστρεψε την πόλη της Έγκωμης γύρω στο 1.075 π.Χ.  Οι κάτοικοί της εγκατέλειψαν την πόλη και μετακινήθηκαν στην περιοχή κοντά στην ακτή, σε ένα φυσικό λιμάνι.  Εκεί έκτισαν την πόλη της Σαλαμίνας.

 

Ανασκαφές στην αρχαία Έγκωμη

Η Έγκωμη είναι η ευρύτερα ανασκαμμένη κυπριακή πόλη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού.  Τα άφθονα και πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα του χώρου της μας βοηθούν στο σχηματισμό μιας σαφούς εικόνας για την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της περιόδου αυτής στην Κύπρο.

 

Οι πρώτες ανασκαφές στο χώρο της αρχαίας Έγκωμης διενεργήθηκαν από μια βρετανική αρχαιολογική αποστολή στα τέλη του 19ου αιώνα.  Το 1930 προχώρησε σε ανασκαφές μια γαλλική αποστολή με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Claude Shaeffer.  Αργότερα το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας συνέχισε σε μεγαλύτερη κλίμακα τις έρευνες αυτές, με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Πορφύριο Δίκαιο. Οι τελευταίες αυτές ανασκαφές κράτησαν δέκα χρόνια (1948-1958).  Έγιναν με τη στρωματογραφική μέθοδο και έφεραν στο φως πλήθος από αρχιτεκτονικά λείψανα, το άγαλμα του κερασφόρου θεού, τις πινακίδες με την Κυπρομινωική γραφή και πολλά άλλα.

 

Κίτιον

Η αρχαία πόλη του Κιτίου βρίσκεται κάτω από τα σπίτια της σύγχρονης πόλης της Λάρνακας, κοντά στη νοτιοανατολική ακτή.  Από μικρός οικισμός που ήταν κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού μετατράπηκε σε πόλη με σημαντικό λιμάνι στις αρχές του 13ου αιώνα π.Χ., όταν οι παράλιες πόλεις των ανατολικών και νότιων ακτών έγιναν εμπορικά κέντρα.  Από το εσωτερικό λιμάνι του Κιτίου ο χαλκός εξαγόταν σε μεγάλες ποσότητες προς το Αιγαίο και την Εγγύς Ανατολή.  Ένα κυκλώπειο τείχος ανακαλύφθηκε στο βορειότερο σημείο της πόλης, καθώς και ένα συγκρότημα εργαστηρίων και ιερών του 1.200 π.Χ.  Αργότερα οι Φοίνικες, που ίδρυσαν την πρώτη τους αποικία στο Κίτιο, ξανάκτισαν ένα από τους ναούς και τον αφιέρωσαν στην Αστάρτη.

 

Καλαβασός – Άγιος Δημήτριος

Στη θέση Καλαβασός – Άγιος Δημήτριος οι αρχαιολογικές ανασκαφές αποκάλυψαν τα ίχνη ενός σημαντικού οικισμού της Ύστερης Χαλκοκρατίας.  Ο οικισμός αυτός ήταν μεγάλος, καλά οργανωμένος και πρέπει να είχε σχέση με το εμπόριο χαλκού που προερχόταν από τα μεταλλεία της Καλαβασού.

 

Στο χώρο του αρχαίου οικισμού ανασκάφηκε ένα πολύ μεγάλο οικοδόμημα από πελεκητούς λίθους.  Το σημαντικό αυτό κτήριο διέθετε αποθηκευτικούς χώρους και πρέπει να ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής.  Ένα παρακείμενο μεγάλο κτήριο λειτουργούσε ως αποθήκες και εργαστήρια.  Στα δύο αυτά κτήρια βρέθηκαν σφραγιδοκύλινδροι και βαρίδια, στοιχεία που φανερώνουν την καταγραφή δεδομένων που είχαν σχέση με το εμπόριο.  Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι οι εμπορικές συναλλαγές στο χώρο αυτό γίνονταν σε ένα εξελιγμένο επίπεδο.

 

Ο οικισμός της Καλαβασού – Άγιος Δημήτριος, όπως και το Μαρώνι – Βούρνες, ερημώθηκε γύρω στο 1.200 π.Χ.

 

Μαρώνι – Βούρνες

Ο οικισμός στο Μαρώνι – Βούρνες βρίσκεται 7 χλμ. νοτιοανατολικά της Καλαβασού.  Κατοικήθηκε στις αρχές της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και η ακμή του τοποθετείται στο 13ο αι. π.Χ. 

 

Όπως και η Καλαβασός – Άγιος Δημήτριος έτσι και αυτός ο οικισμός διέθετε ένα μεγάλο οικοδόμημα κτισμένο με πελεκητές πέτρες.  Το κτήριο αυτό κατείχε προνομιακή θέση στον οικισμό.  Όπως φαίνεται είχε διοικητικό χαρακτήρα και συνδεόταν με τις ελαιοπαραγωγικές και μεταλλουργικές εργασίες στην περιοχή.  Σύμφωνα με τον ανασκαφέα, οι ένοικοι του κτηρίου αυτού επόπτευαν, αποθήκευαν και φορολογούσαν την παραγωγή τροφίμων στην περιοχή.  Το διοικητικό αυτό κτήριο εγκαταλείφθηκε γύρω στο 1.200 π.Χ., την ίδια περίπου χρονική περίοδο κατά την οποία εγκαταλείφθηκε και το αντίστοιχο κτήριο στην Καλαβασό – Άγιος Δημήτριος.

 

Μύρτου – Πηγάδες

Στην περιοχή Μύρτου – Πηγάδες 8 χλμ. ανατολικά της Αγίας Ειρήνης έχουν βρεθεί κεραμικά ευρήματα που μαρτυρούν ότι ο χώρος ήταν κατοικημένος ήδη από τη Μέση Εποχή του Χαλκού. Δεν σώζονται αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του οικισμού, όμως μέσα στα όρια του οικισμού έχει ανευρεθεί ένα ιερό  που χρονολογείται στο 13ο αι. π.Χ.  Αν και η λατρεία στον ιερό αυτό χώρο είχε αρχίσει νωρίτερα, εντούτοις το ιερό ακμάζει από το 1.300 π.Χ. και εξής.

 

 Ο οικισμός στη Μύρτου – Πηγάδες καταστράφηκε όπως και άλλα κέντρα της ίδιας περιόδου γύρω στο 1.200 π.Χ., ίσως από τους «Λαούς της Θάλασσας».  

 

Πύλα – Κοκκινόκρεμμος

Ο οικισμός στην Πύλα – Κοκκινόκρεμμος κτίστηκε το 12ο αι. π.Χ. πάνω σε ένα οροπέδιο που απέχει 800 μ. από τον κόλπο της Λάρνακας.  Ο οικισμός αυτός ήταν αρκετά μεγάλος και είχε αμυντικό χαρακτήρα.  Οικοδομήθηκε σε μία στρατηγικής σημασίας θέση, από όπου εύκολα μπορούσαν οι κάτοικοι να ελέγχουν τη γύρω περιοχή.  Ταυτόχρονα ήταν μια θέση φυσικά οχυρωμένη, γιατί προστατευόταν από τις ψηλές και απότομες πλαγιές του οροπεδίου και ταυτόχρονα περιβαλλόταν από ελώδεις εκτάσεις. Το μόνο μειονέκτημά του ήταν η έλλειψη νερού, η ανάγκη αυτή όμως καλυπτόταν από πηγάδια στη γύρω πεδινή περιοχή.  Το νερό αποθηκευόταν σε μεγάλα πιθάρια μέσα στα σπίτια του οικισμού.

 

Υπάρχει η άποψη ότι ο οικισμός στην Πύλα – Κοκκινόκρεμμος ιδρύθηκε όχι από ντόπιο πληθυσμό αλλά από ξένους οι οποίοι ήρθαν ειρηνικά ως πρόσφυγες και όχι ως εισβολείς.  Ο πληθυσμός αυτός πρέπει να προήλθε από το Αιγαίο και κατέφυγαν στην Κύπρο μετά την κατάρρευση των αστικών κέντρων του Αιγαίου. 

 

Μάα –  Παλαιόκαστρο

Ο οικισμός της Μάα – Παλαιόκαστρο στην Πάφο παρουσιάζει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τον οικισμό της Πύλας – Κοκκινόκρεμος.  Όπως και η Πύλα Κοκκινόκρεμμος έτσι και η Μάα – Παλαιόκαστρο έχει αμυντικό χαρακτήρα, κτίστηκε σε παρθένα, παραθαλάσσια περιοχή η οποία διαθέτει φυσική οχύρωση και αμμώδεις παραλίες, βρίσκεται σε ύψωμα ορατό από τη θάλασσα, στη γύρω περιοχή υπάρχουν αρκετά αποθέματα πέτρας η οποία χρησίμευε ως οικοδομικό υλικό και τέλος, δεν διέθετε πηγές νερού αλλά προμηθευόταν νερό ακριβώς έξω από τον οικισμό και οι κάτοικοι το αποθηκευόταν σε μεγάλα πιθάρια.  Και στους δύο οικισμούς οι κάτοικοι επεξεργάζονταν το χαλκό για την κατασκευή χάλκινων εργαλείων και όπλων και πιστεύεται ότι και οι δύο οικισμοί ιδρύθηκαν από αποίκους αιγαιακής καταγωγής.

 

Υπάρχουν αρκετά στοιχεία που συνηγορούν ότι η Μάα – Παλαιόκαστρο κατοικήθηκε από ξένο πληθυσμό.   Συγκεκριμένα υπάρχουν αρχιτεκτονικά στοιχεία όπως τα κυκλώπεια τείχη της και η πύλη των τειχών, η οποία είναι του τύπου ‘dog-leg gate’, καθώς και κινητά ευρήματα όπως τα κεραμικά αγγεία, οι πόρπες, ξίφη κ.ά. τα οποία έχουν αιγαιακή προέλευση.  Επιπρόσθετα, στοιχεία όπως οι λουτήρες, καθώς και οι κεντρικές εστίες που υπήρχαν σε κοινόχρηστες αίθουσες, είναι νεοφερμένα στοιχεία τα οποία δεν υπήρχαν πριν το 1.200 π.Χ. στην Κύπρο.  Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι η Μάα – Παλαιόκαστρο ιδρύθηκε από Έλληνες πρόσφυγες που ήρθαν από το Αιγαίο.

 

Σίντα

Η πόλη της Σίντας δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε ανάμεσα στο 14ο – 13ο αι. π.Χ.  Βρισκόταν στη Μεσαορία, 15 χλμ. δυτικά της Έγκωμης.  Τόσο η θέση όσο και η οχύρωσή της υποδηλώνουν ότι ίσως ιδρύθηκε και οχυρώθηκε για να προστατεύει το δρόμο μεταφοράς του χαλκού από τα μεταλλεία του Τροόδους στην Έγκωμη. Καταστράφηκε από πυρκαγιά από την οποία διασώθηκε μόνο το κυκλώπειο τείχος της.  Στο έδαφός της βρέθηκε ένας θησαυρός που περιλαμβάνει αξιόλογα χάλκινα αντικείμενα και χρονολογείται γύρω στο 1.200 π.Χ. 

 

Πόλη στην περιοχή Χαλά Σουλτάν Τεκκέ

Στην περιοχή του τεμένους Χαλά Σουλτάν Τεκκέ, στη δυτική όχθη της Αλυκής της Λάρνακας, άκμασε μια πόλη της Ύστερης Χαλκοκρατίας.  Η ακμή της οφείλεται στη γεωγραφική της θέση, το σημαντικό λιμάνι της καθώς και στα μεταλλεία χαλκού των Τρούλλων και της Καλαβασού που βρίσκονταν σχετικά κοντά της.

 

Η επίδοση των κατοίκων της στη μεταλλουργία φανερώνεται από πλήθος σχετικών αρχαιολογικών ευρημάτων, όπως σκουριά χαλκού, ακροφύσια, καλούπια και διάφορα αντικείμενα από χαλκό.

 

Την εποχή εκείνη η Αλυκή συνδεόταν με τη θάλασσα, έτσι η πόλη διέθετε εσωτερικό λιμάνι.  Αυτό το λιμάνι γνώρισε έντονη κινητικότητα και αποτέλεσε το μέσο για στενές εμπορικές σχέσεις με το εξωτερικό.  Δείγματα αυτών των σχέσεων αποτελούν μεγάλες ποσότητες εισαγμένων προϊόντων από τις γειτονικές χώρες, Αίγυπτο, Συροπαλαιστίνη, Μ. Ασία και Αιγαίο.  (Φ1) Η πόλη όπως ήταν φυσικό είχε ένα κοσμοπολίτικο χαρακτήρα.  Ένδειξη αυτού του «διεθνισμού» αποτελεί η επιγραφή που είναι χαραγμένη σε ασημένιο κύπελλο του τέλους της Ύστερης Εποχής του Χαλκού.  Η επιγραφή είναι σε σφηνοειδή γραφή της Ουγκαρίτ και λέει κατά λέξη:

 

«Κατασκευασμένο από τον Aky το γιο του Yiptahaddou». Το όνομα Άκυ είναι χουρριτικό, ενώ του πατέρα του είναι σημιτικό.

 

Παλαίπαφος

Η Παλαίπαφος υπήρξε ένας σημαντικός οικισμός ολόκληρης της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Κύπρο.  Τα αρχιτεκτονικά λείψανα της πόλης είναι λιγοστά, κυρίως τάφοι, και επίσης τα λείψανα του ιερού της Αφροδίτης που οικοδομήθηκε γύρω στο 1.200 π.Χ.  Ο ίδιος ο οικισμός της Παλαιπάφου της Ύστερης Χαλκοκρατίας δεν έχει μέχρι στιγμής ανασκαφεί. (Φ1)

 

Οι σωροί σκουριάς οι οποίοι βρέθηκαν κοντά στο ιερό της Παλαιπάφου, καθώς και τα χάλκινα αντικείμενα που εντοπίστηκαν σε τάφους της Ύστερης Χαλκοκρατίας στην περιοχή φανερώνουν την ύπαρξη μεταλλουργικών δραστηριοτήτων στην Πάφο.  Όντως, πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν την ύπαρξη ορυχείων χαλκού στη γύρω περιοχή, τα οποία οι τότε κάτοικοι της Παλαιπάφου θα μπορούσαν άνετα να εκμεταλλεύονται.

 

Άλασσα – Παλιοταβέρνα

Ο οικισμός της Άλασσας – Παλιοταβέρνα βρίσκεται στην κοιλάδα του Κούρη, όχι μακριά από τα ορυχεία χαλκού στους πρόποδες του Τροόδους.  Στην Άλασσα γινόταν παραγωγή ή και κατεργασία του χαλκού.  Στον οικισμό αυτό ανασκάφηκε ένα μεγάλο ανακτορικό οικοδόμημα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού το οποίο υπέστη αναδιαμόρφωση στα χρόνια γύρω από το 1.200 π.Χ.  Οι αλλαγές και οι προσθήκες μαρτυρούν παρεμβάσεις που έγιναν από νεοφερμένους μετανάστες από το Αιγαίο.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image