Στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα η λέξη κάβαλλος σημαίνει το καβαλλίκεμα επί ζώου, το καβαλλούριν.
Η ίδια λέξη σημαίνει όμως και την ράχη βουνού ή λόφου (γιατί μοιάζει ότι είναι καβάλλα στο βουνό ή τον λόφο). Σημαίνει επίσης το εσωτερικό άνω μέρος, το μεταξύ των σκελών, της βράκας ή του παντελονιού (ίσως γιατί το μέρος αυτό είναι εκείνο που έρχεται σε άμεση επαφή με τη ράχη του ζώου όταν κάποιος βρίσκεται καβάλα σ' αυτό). Πρβλ. και το γνωστό τραγούδι:
Σαράντα πήχες δίμητον
εκάμαμ' μου μιαν βράκαν
τζ' ήρτεν ο κάβαλλος μακρύς
τζ' εσάριζα την στράταν...
Η λέξη προέρχεται από τη λατινική caballus, απ' όπου και οι λέξεις καβαλλάρης, καβάλλα, καβαλλούριν, καβαλλιτζ΄εύκω κλπ.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια