Στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα η λέξη καβάδιν σημαίνει είδος επενδύτη, πανωφοριού, συγκεκριμένα είδος κάπας που δεν χρησιμοποιείται πια. Η λέξη προέρχεται από την ιταλική cappa.
Πρβλ. και το λαϊκό τραγούδι:
...Μια λυερή επλύννισκεν
καβάδκια του καλού της...
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια