Είναι η νεκροθήκη, μέσα στην οποία τοποθετούνταν κατά την αρχαιότητα το σώμα του νεκρού προκειμένου να ταφεί. Είναι σύνθετη λέξη από το σαρξ + τρώγω (αόριστος ἔφαγον)-φάγος.
Ο όρος αυτός άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα από τους μετακλασικούς χρόνους με την έννοια της ταφής, σε αντιδιαστολή της καύσης του νεκρού. Διαφοροποιείται από τη λάρνακα, την κιβωτιόσχημη κάλπη όπου εναπόθεταν τα οστά ή την τέφρα του νεκρού, την ταφική υδρία, όπου εναπόθεταν την τέφρα του νεκρού, και το φέρετρο, που χρησιμοποιείται από τον Όμηρο για να περιγράψει την κλίνη στην οποία εναπόθεταν τη σορό του νεκρού πριν οδηγηθεί στον τόπο ταφής.
Βλέπε λήμμα: Μεσοποταμία και Κύπρος
Οι σαρκοφάγοι κατασκευάζονταν από ξύλο, ψάθα, πηλό , πέτρα, μάρμαρο και μέταλλο, και ήταν πλούσια διακοσμημένες με ζωφόρους και ανάγλυφα. Η καθιέρωση της ταφής με σαρκοφάγο απαντάται από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. στη Μεσοποταμία και αμέσως μετά στην Αίγυπτο.
Βλέπε λήμμα: Αίγυπτος και Κύπρος- Αρχαιότατες σχέσεις
Στην μινωική Κρήτη υπήρχαν οι πήλινες σαρκοφάγοι σε σχήμα λουτήρα ή κιβωτιόσχημες με γραπτά σχέδια. Ένα μοναδικό δείγμα σαρκοφάγου από ασβεστόλιθο, η γνωστή σαρκοφάγος της Αγίας Τριάδας(1370-1300 π.Χ.), γεμάτη από ζωγραφικές παραστάσεις που αποκαλύπτουν πληροφορίες για τη λατρεία της μινωικής Κρήτης. Απεικονίζει τελετουργικές πράξεις νεκρολατρείας με επίκεντρο τη θυσία ταύρου αλλά και σκηνές που σχετίζονται με μεταθανάτιες αντιλήψεις. Οι παραστάσεις είναι ζωγραφισμένες πάνω σε κονίαμα με την τεχνική της νωπογραφίας. Βρέθηκε σε κτιστό ορθογώνιο τάφο και ανήκε πιθανόν στον τοπικό ηγεμόνα που, όπως αφηγούνται οι παραστάσεις, τιμήθηκε μεγαλοπρεπώς κατά την επικήδεια τελετή.
Βλέπε λήμμα: Κρήτη και Κύπρος
Η παραγωγή των σαρκοφάγων στην Ρώμη αρχίζει γύρω στο 110-120 μ.Χ. και παραμένει σε υψηλά επίπεδα μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. Το σχήμα της λάρνακας ήταν κυρίως ορθογώνιο. Το κάλυμμα ήταν είτε επίπεδο είτε είχε τη μορφή χαμηλού αετώματος. Θέματα της διακόσμησης ήταν: γιρλάντες, φύλλα, καρποί και λουλούδια και μυθολογικές παραστάσεις, θέματα της καθημερινής ζωής, κυνήγια, μάχες, γάμος). Μια σπάνια ρωμαϊκή σαρκοφάγος με αναπαριστά την αναχώρηση των «Επτά επί Θήβας» καθώς και τον μύθο του Οφέλτη.
Αττικές σαρκοφάγοι
Η Αττική αποτέλεσε κατά τους τρεις πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες ένα από τα βασικότερα κέντρα παραγωγής γλυπτών και ιδιαίτερα σαρκοφάγων για πλούσιους Ρωμαίους, από διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας.
Η κατασκευή τους ξεκινά περί το 140 μ.Χ. και τα εργαστήριά της έχουν εξαιρετική απόδοση με κλασικιστικές τάσεις, αντλώντας υλικό από την παράδοση, ώστε να πραγματοποιούν και εξαγωγές. Οι λάρνακες είναι ορθογώνιες με βάση και επίστεψη, συνήθως με φυτικά θέματα πάνω από μία ανάγλυφη ζωφόρο. Είναι διακοσμημένες και από τις τέσσερις πλευρές με θέματα μυθολογικά και του διονυσιακού κύκλου και γιρλάντες.
Εντυπωσιακή σαρκοφάγος με κάλυμμα διαμορφωμένο σε στρώμα κλίνης, πάνω στο οποίο ξαπλώνει το ζεύγος των νεκρών βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Φέρει και στις τέσσερις πλευρές της γλυπτό διάκοσμο με πολυπρόσωπη σκηνή αμαζονομαχίας. Πλοκή και δράση διακρίνει τις περισσότερες επιμέρους σκηνές, οι οποίες δανείζονται παρθενώνεια μοτίβα για να αποδώσουν το πάθος τη στιγμή της μάχης, όπως παρατηρείται κυρίως στο κεντρικό σύμπλεγμα και στο σύμπλεγμα μαχητών αμέσως στα αριστερά του.
Κυπριακές σαρκοφάγοι
Οι πλέον εντυπωσιακές σαρκοφάγοι από την Κύπρο βρίσκονται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και χρονολογούνται στο β΄ τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. Πρόκειται για τις σαρκοφάγους από την Αμαθούντα και τους Γόλγους, τις οποίες πήρε μαζί του ο Τσεσνόλα φεύγοντας από την Κύπρο.
Η σαρκοφάγος από την Αμαθούντα περιλαμβάνει ελληνικά, κυπριακά και ανατολίτικα χαρακτηριστικά. Απεικονίζει ένα άνδρα σε άρμα, κάτω από αλεξήλιο. Φέρει κάλυμμα στην κεφαλή, ενδεικτικό ατόμων σε υψηλές κοινωνικές θέσεις.
Η σαρκοφάγος από τους Γόλγους απεικονίζει γενειοφόρο άνδρα με ελληνική ενδυμασία πάνω σε άρμα, με ανάγλυφες παραστάσεις στις τέσσερις πλευρές της και με σκέπασμα που στις τέσσερις γωνίες φέρει ισάριθμα καθήμενα λιοντάρια.
Αρχαιοελληνικός τάφος όπου υπήρχαν τρεις σαρκοφάγοι ηλικίας περίπου 2.500 ετών (5ος π.χ. αιώνας), βρέθηκαν τυχαία το 2008 στη Λάρνακα.
Βλέπε λήμμα: Κίτιον- Αρχαιολογικός χώρος
Η σαρκοφάγος που παρουσιάζει το μεγαλύτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον είναι ανθρωπόμορφη με χαρακτηριστικά γυναίκας, είναι κατασκευασμένη από μάρμαρο και αντικατοπτρίζει την ελληνιστική επιρροή, ενώ το υπόλοιπο σώμα εμπνέεται από αιγυπτιακές σαρκοφάγους. Πρόκειται για εισαγώμενη σαρκοφάγο καθώς, μάρμαρο δεν υπάρχει, άρα το υλικό, από το οποίο είναι φτιαγμένη έχει εισαχθεί από το εξωτερικό. Η μόνη παρόμοια σαρκοφάγος που βρέθηκε στην Κύπρο είναι αυτή που εντοπίστηκε στη νεκρόπολη της Αμαθούντας. Τα χαρακτηριστικά της είναι ένα αμάλγαμα κλασικών χαρακτηριστικών και αιγυπτιακής τέχνης, φαινόμενο το οποίο υιοθετήθηκε στην Κύπρο προφανώς από τους Φοίνικες, που άρχισαν να φτάνουν στο νησί στα μέσα του 9ου αιώνα π.Χ.».
Η δεύτερη σαρκοφάγος είναι επίσης μαρμάρινη, ναόσχημη πλούσια διακοσμημένη. Η τρίτη είναι κοινού αρχαίου τύπου, που υπάρχουν πολλές σε τάφους στη Λάρνακα.
Μια μοναδική λίθινη σαρκοφάγος του 6ου π.χ. αιώνα (1.99 x 0.67 μέτρα) βρίσκεται στο Αρχαιολογικού Μουσείου Παλαιπάφου.Αποκαλύφθηκε μόλις το 2006, στην περιοχή Κάτω Αλώνια, στηρίζεται σε τέσσερα ομοιώματα ποδιών λιονταριού και επάνω της, εικονίζονται δύο σκηνές από τις ραψωδίες του Ομήρου.
Η σαρκοφάγος αποτελεί εξαίρετο δείγμα της τέχνης και της δεξιοτεχνίας της πρώιμης κυπρο-κλασικής περιόδου : Ο Ηρακλής σε μάχη, η έξοδος του Οδυσσέα και των συντρόφων του από την σπηλιά του Πολύφημου, η μεταφορά του νεκρού Αχιλλέα από τον Αίαντα και μάχη μεταξύ Λέοντος και Κάπρου.
Ο τεχνίτης χρησιμοποίησε χρωστικές για να διακοσμήσει τη σαρκοφάγο, μεταξύ των οποίων και το περίφημο αιγυπτιακό μπλε, γνωστό και ως λάπις λάζουλι (lapis lazuli). Το πρώτο γνωστό δείγμα αυτής της συνθετικής βαφής προέρχεται από αιγυπτιακό τάφο που χρονολογείται στα τέλη της 1ης φαραωνικής Δυναστείας, 5.000 π.χ.Το ίδιο χρώμα χρησιμοποίησαν οι Έλληνες στον Παρθενώνα και οι Ρωμαίοι στην Πομπηία.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου
Αρχαιολογικό Μουσείο Αρχαίας Κορίνθου