Οι Σάτυροι ήταν κατώτερα μυθικά όντα «δαίμoνες» της ελληνικής μυθολογίας. Στην Ποίηση και στη Τέχνη τους απεικόνιζαν από τη μέση και πάνω σχεδόν ανθρωπόμορφους, φαλακρούς και με μυτερά αυτιά, με πόδια και ουρά τράγου. Σε αντίθεση με τους Σειληνούς, των οποίων το κάτω μισό του σώματος έμοιαζε με αλόγου. Ήταν, όπως και οι Σειληνοί, υπηρέτες και σύντροφοι του θεού Διόνυσου, τον οποίον είχαν μεγαλώσει από παιδί. Αγαπημένη τους ασχολία ήταν το παίξιμο αυλού και κιθάρας, ο τρύγος και το μεθοκόπημα, αλλά και το κυνήγι των κοριτσιών , που αποτελούσαν όλα μαζί την προσωποποίηση της γονιμότητας της Φύσης.
Στα διάφορα έργα τόσο του λόγου όσο και της τέχνης εμφανίζονται θρασείς, πότες, ερωτομανείς με τις Νύμφες και εξαιρετικά φιλόμουσοι και χορευτές. Ο Ησίοδος μνημονεύει αυτούς ως "γένος των κηφήνων", ενώ τους Σειληνούς τους αποκαλεί "ουτιδανούς" (=άχρηστους) και "αμηχανοέργους" (=τεμπέληδες). Άλλοι ποιητές τους Σάτυρους τους αποκαλούσαν "σκιρτόποδες", επειδή χόρευαν με σκιρτήματα, ή "γλευκόποτες" (=κρασοπότες), ή "κεραστές" (από τα κέρατα που έφεραν), ή αιγίποδες (=τραγοπόδαροι).
Ιδιαίτερα στη δραματική ποίηση οι Σάτυροι αποτελούν τα κύρια πρόσωπα του σατυρικού δράματος εξ ου και η ονομασία του. Στο ποιητικό αυτό είδος οι Σάτυροι εμφανίζονται ντυμένοι με δέρματα τράγων ονομαζόμενοι έτσι "τράγοι". Στις διάφορες αρχαίες παραστάσεις εμφανίζονται συνηθέστερα μαζί με τον Διόνυσο και τις Νύμφες, που όμως πολύ συχνά συγχέονται με τους Σειληνούς και ίσως εξ αυτού του λόγου να προστέθηκαν στους Σάτυρους αυτιά, ουρά, οπλές αλόγου και σκέλια τράγου. Πάντως η σύγχυση αυτή παρατηρείται από τον 4ο αιώνα π.Χ..
Επικράτησε όμως οι μεν Σάτυροι να απεικονίζονται νέοι, σε αντίθεση με τους Σειληνούς που απεικονίζονταν γέροι με αυτιά αλόγου. Το πιθανότερο εξ αυτού είναι ότι οι Σάτυροι και οι Σειληνοί δεν έχουν κοινή προέλευση. Φαίνεται όμως ότι από τον θεό Πάνα, στο χώρο του οποίου βρίσκονται εγκατεστημένοι, πήραν την τραγοπόδαρη μορφή των κάτω άκρων τους. Στην αγγειογραφία οι ώριμοι Σειληνοί φέρονται γενειοφόροι - πωγωνοφόροι, γέροντες φαλακροί και προγάστορες (=με μεγάλη κοιλιά), σε αντίθεση με τους Σάτυρους που φέρονται ως αγένειοι νέοι ("Σατυρίσκοι").
Στις σύγχρονες ελληνικές δημώδεις εκφράσεις η αναφορά σε Σάτυρο χαρακτηρίζει πρόσωπο που επιδιώκει ανήθικες ερωτικές συνευρέσεις, ή προβαίνει σε ασελγείς πράξεις, (π.χ. εφαψίες, επιδειξίες, παιδεραστές, κ.λπ.).