Η αρχαιολογική θέση Τούμπα του Σκούρου βρίσκεται στη βόρεια όχθη του ποταμού Όβγου, κοντά στην κατεχόμενη πόλη της Μόρφου.
Οι αρχαιολογικές έρευνες στη θέση αυτή έγιναν από το 1971 – 1974 από την αρχαιολογική Αποστολή του Harvard University και το Museum of Fine Arts, Boston υπό τη διεύθυνση της Εmily T. Vermeule. Η Τούμπα του Σκούρου βρίσκεται στο κέντρο μιας ομάδας από ερευνημένες αρχαιολογικές θέσεις κοντά στη δυτική ακτή του νησιού (Πέτρα του Λιμνίτη: Νεολιθικής περιόδου, Σόλοι: Μυκηναϊκή μέχρι Ρωμαϊκή περίοδος, Πεντάγυα: τάφοι Εποχής Χαλκού, Αγία Ειρήνη: απολιθωμένα κατάλοιπα πυγμαίων ιπποπόταμων, τάφοι Εποχής Χαλκού, Ρωμαϊκός οικισμός, Στεφάνια: Τάφοι Εποχής Χαλκού και Μύρτου Πηγάδες: ιερό Εποχής Χαλκού).
Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα στην Τούμπα του Σκούρου αποτελούν τμήμα μιας μεγαλύτερης πόλης της Εποχής του Χαλκού η οποία όμως δεν διασώζεται ολόκληρη εξαιτίας μεταγενέστερων επεμβάσεων στο πρόσφατο παρελθόν όταν οι λίθοι από τα κτίσματα της αρχαίας αυτής πόλης επαναχρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό. Επιπλέον, τη θέση περιβάλλουν περιβόλια με εσπεριδοειδή τα οποία πιθανότατα καλύπτουν τις αρχαιότητες. Η θέση αποτελείται από μια ψηλή επιμήκη τούμπα στο βόρειο μέρος η οποία χωρίζεται από μια σειρά κτιρίων στα νότια με μια ράμπα από χαλίκια. Οι είσοδοι των κτιρίων αυτών τα οποία ήταν οικίες, έβλεπαν σε δρόμο ο οποίος κατασκευάστηκε παράλληλα με τον ποταμό. Η νεκρόπολη βρίσκεται στα ανατολικά.
Στην περιοχή αυτή εγκαταστάθηκαν κάτοικοι γύρω στο 1600 π.Χ., πιθανόν ερχόμενοι από την κοντινή Λάπηθο στην επαρχία Κερύνειας, στη βόρεια ακτή του νησιού. Στην περιοχή της Μόρφου υπάρχουν αρκετές θέσεις της Νεολιθικής περιόδου και της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, όμως για την Τούμπα του Σκούρου δεν έχει εντοπιστεί πρωιμότερη θέση. Προς το τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού κατοικούνται πολλές από τις σημαντικές θέσεις στο νησί. Οι νέοι κάτοικοι στην Τούμπα του Σκούρου κατασκεύασαν ένα τεράστιο αναλημματικό τείχος με μήκος πάνω από 30μ. Ένα υδρευτικό κανάλι που αποκαλύφθηκε στο ανατολικό τμήμα του χώρου αποτελεί πιθανή ένδειξη ότι η περιοχή ήταν βαλτώδης και ότι κατά συνέπεια η τούμπα πάνω στην οποία κτίστηκε ο οικισμός, να είχε κατασκευαστεί εξ αρχής τεχνητά, δημιουργώντας την εντύπωση νησίδας.
Στην θέση αυτή κτίστηκαν κτίρια τα οποία πιθανόν να λειτουργούσαν ως εργαστήρια, χωρισμένα μεταξύ τους με χαμηλούς τοίχους που μοιάζουν με έδρανα, οι οποίοι καλύπτονταν με γύψο. Ο μεγάλος αριθμός κεραμικών οστράκων και τα ίχνη σειρών από αγγεία που ήταν τοποθετημένα κατά μήκος ενός από τους τοίχους υποδηλώνουν την ύπαρξη κεραμικών εργαστηρίων. Οι διάφοροι πηλοί, πιθανόν προερχόμενοι από τις όχθες του Όβγου, χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή μιας μεγάλης ποικιλίας αγγείων ιδιαίτερα καλής ποιότητας (fine ware) που είναι χαρακτηριστικά της μεταβατικής περιόδου από την Μέση στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού.
Ο οικισμός καταστράφηκε γύρω στο 1550 π.Χ. πιθανόν από σεισμό και ακολούθησε μια φάση όπου έγινε επίχωση ολόκληρης της θέσης και η ανύψωσή της 2μ ψηλότερα από το προηγούμενο της επίπεδο. Κατά τη φάση αυτή στρώθηκαν νέα δάπεδα, έγινε εγκατάσταση νέων εδράνων και καμινιών. Επίσης, κατά μήκος της νότιας πλευράς της τούμπας κτίστηκε μια εντυπωσιακή βιοτεχνική εγκατάσταση για την επεξεργασία του πηλού. Το κτίριο της εγκατάστασης είχε ύψος 2 μ. και διαστάσεις 14.50 Χ 6.0μ., στεγανοποιημένο δάπεδο με συνδεδεμένες λεκάνες και μεγάλους πίθους οι οποίοι ήταν τοποθετημένοι μέσα στο δάπεδο. Πιθανόν το δωμάτιο αυτό να το χρησιμοποιούσαν οι κεραμείς για να επεξεργάζονταν τους πηλούς τους.
Γύρω στο 1400 π. Χ έγιναν αλλαγές στο πιο πάνω κτίριο στο οποίο κτίστηκαν νέοι τοίχοι με πλίνθους και άλλες βιοτεχνικές εγκαταστάσεις. Υπάρχουν στοιχεία ότι κατά τη νέα αυτή φάση στο κτίριο λειτουργούσε και μικρή βιοτεχνία επεξεργασίας μετάλλων. Τα τρία ορθογώνια κτίρια στα νότια της ράμπας, προς το ποτάμι ανακαινίστηκαν με νέα δάπεδα, τοίχους και πηγάδια. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Οικία Β (House B) που περιλαμβάνει έξι δωμάτια με δάπεδα στρωμένα με ασβεστοκονίαμα και λιθόστρωση. Στο μεγαλύτερο δωμάτιο βρέθηκε μεγάλος αριθμός πίθων μερικοί από τους οποίους ξεπερνούσαν τα έξι πόδια σε ύψος. Το δωμάτιο αυτό πιθανόν να λειτουργούσε ως κατάστημα όπου πωλούνταν πίθοι. Η τελευταία φάση της Οικίας Β τοποθετείται περίπου στο 1220 π.Χ. Στην εσωτερική αυλή τα ευρήματα δείχνουν ότι διεξάγονταν υφαντικές δραστηριότητες .
Τα κατάλοιπα της Μυκηναϊκής περιόδου (12ος αι. π.Χ.) στην Τούμπα του Σκούρου δεν διατηρήθηκαν στη θέση τους και βρέθηκαν διαταραγμένα εκτός της τούμπας. Η επόμενη φάση κατοίκησης τοποθετείται στην Κυπρο- Γεωμετρική ΙΙΙ μέχρι την Αρχαϊκή Ι (περίπου 700 π. Χ), τα κατάλοιπα της οποίας έχουν βρεθεί αποσπασματικά.
Τάφοι
Ο πρωιμότερος τάφος στην Τούμπα του Σκούρου (Τάφος V) είναι σύγχρονος με την ίδρυση του οικισμού στα τέλη της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Ήταν ομαδικός τάφος με αρκετά άτομα και τα κτερίσματα περιλάμβαναν εισηγμένα αγγεία (Tell el Yehudiyeh) αλλά και απομιμήσεις εισηγμένων.
Ο μεγάλων διαστάσεων κυκλικός Τάφος Ι χρονολογείται στα τέλη του 16ου αι. π.Χ. (1550 – 1525 π.Χ.) και διανοίχθηκε κάτω από την τούμπα. Περιλαμβάνει 13 κόγχες για την ταφή βρεφών και τρεις θαλάμους για την ταφή περίπου 36 ενηλίκων. Ο τάφος αυτός είναι ο μεγαλύτερος και πλουσιότερος τάφος της επαρχίας Μόρφου και βρισκόταν σε χρήση για τουλάχιστον εκατόν χρόνια. Τα κτερίσματα του μπορούν να θεωρηθούν ως ένα αντιπροσωπευτικό δειγματολόγιο για τα είδη αγγείων της περιοχής της Μόρφου μέχρι τα τέλη του 15ου αι. π.Χ. Στον τάφο αυτό βρέθηκαν οκτακόσια αγγεία, χρυσά, αργυρά και χάλκινα αντικείμενα, αντικείμενα από ελεφαντοστό, κοσμήματα και κυλινδρικοί σφραγιδόλιθοι. Επιπλέον βρέθηκαν και εισηγμένα αγγεία (αγγεία Tell el Yehudieh, Παλαιστινιακά αγγεία του Δίχρωμου ρυθμού και όστρακα από Μινωικά αγγεία).
Βλέπε λήμμα: Κρήτη και Κύπρος
Η νεότερη ταφή που έχει βρεθεί στον οικισμό ανακαλύφθηκε στον Τάφο 2 (θάλαμος 4) και ανήκει στην ούτω καλούμενη περίοδο “Amarna”, γύρω στο 1350 π.Χ. Μια νεαρής ηλικίας γυναίκα είχε ταφεί στον ήδη υπάρχοντα θάλαμο και περιβαλλόταν από πλούσια κτερίσματα (ελεφαντοστό, γυάλινα αντικείμενα και lapis lazuli).
Πηγές: