Το θέμα της παιδείας στην Βυζαντινή Κύπρο είναι ένα θέμα αμφιλεγόμενο που έχει προκαλέσει συζητήσεις και διάφορες θεωρίες. Η πιο εντυπωσιακή θεωρία είναι αυτή που θέλει την Κύπρο τόσο προηγμένη στα θέματα της εκπαίδευσης, ώστε να διδάσκεται σ’αυτήν η ανώτερη παιδεία. Ο βυζαντινολόγος Σπ. Βρυώνης θεωρεί ότι κατά τη διάρκεια της βυζαντινής κυριαρχίας στο νησί υπήρχε ανώτατη παιδεία, -πέρα από τα ιερά γράμματα και την εγκύκλιο παιδεία- αφού ήταν δυνατόν να διδαχθεί κανείς ακόμη και έργα όπως η «Λογική» του Αριστοτέλη. Ωστόσο, η θεωρία του Βρυώνη –αν και εδράζεται σε ισχυρά επιχειρήματα - δημιουργεί επιφυλάξεις.
Μια άλλη μελετητής, η Κάτια Γαλαταριώτου υποστηρίζει πως η μόρφωση του αγίου Νεοφύτου Εγκλείστου δεν επεκτάθηκε πέρα από τα στενά όρια των εκκλησιαστικών, θεολογικών και αγιολογικών κειμένων. Μέσα από τα γραπτά του ο Νεόφυτος είναι αποκαλυπτικός σε ότι αφορά στη διαθεσιμότητα των βιβλίων και την παιδεία στην Κύπρο. Η ίδια υπογραμμίζει το γεγονός ότι έχει σωθεί μεγάλος αριθμός κυπριακών χειρογράφων, θεωρεί όμως ότι τα βιβλία ήταν σπάνια και γι’αυτό η μόρφωση του Νεοφύτου έμεινε περιορισμένη παρά τη δίψα του για μάθηση. Συγκεκριμένα η επιθυμία του να αποκτήσει την «Εξαήμερο» του Μεγάλου Βασιλείου άμεινε απραγματοποίητη για 30 χρόνια. Άλλωστε αυτή τη σπανιότητα σε βιβλία χρησιμοποίησε ο άγιος ως επιχείρημα ενάντια σ’αυτούς που θα τον κατηγορούσαν ότι τολμά να γράψει για θεϊκά ζητήματα –στο σύγγραμμα του «Ερμηνεία των εντολών του Χριστού». Σε άλλο σημείο ο ίδιος λέει ότι θα προσφύγει στα σπίτια των πλουσίων για να αναζητήσει ιερά βιβλία. Ακολούθως, ασχολείται με τον αριθμό των τόμων της βιβλιοθήκης του Εγκλείστου και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα βιβλία ήταν σπάνια και ακριβά, αλλά η πρακτική φιλολογία ήταν εξαπλωμένη στο νησί. Το παράπονο του Εγκλείστου ότι οι γονείς του δεν του έδωσαν τη δυνατότητα τα πάρει μια στοιχειώδη παιδεία δείχνει ότι η παιδεία πρώτης βαθμίδας (primary education) –τα ιερά γράμματα- ήταν διαδεδομένη, αφού είχαν πρόσβαση σ’αυτήν ακόμη και οι χωρικοί των Λευκάρων, απ’όπου καταγόταν ο Νεόφυτος. Ακολούθως, σύμφωνα με δημοτικό ποίημα που σώζεται σε χειρόγραφο του 13ου αιώνα, συμπεραίνεται ότι υπήρχαν και δάσκαλοι που πρόσφεραν και τους δύο κύκλους της παιδείας στο νησί. Επιπλέον, κατά την ίδια, η ανώτατη μόρφωση στην Κωνσταντινούπολη δεν ήταν άγνωστη ακόμη και στους Κυπρίους αγρότες. Επιπρόσθετα, μπορούσε κανείς να μάθει γράμματα στα μοναστήρια, αν και οι μονές μάλλον παρείχαν τη δυνατότητα αυτή μόνο στους δόκιμους μοναχούς.
Μαρτυρίες του 12ου αιώνα σκιαγραφούν μια μελανή εικόνα της πνευματικής ζωής και δημιουργούν την εντύπωση ότι η μορφωτική στάθμη του κυπριακού λαού ήταν χαμηλή. Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Νικόλαος Μουζάλων (1107-1110), αξιόλογος ιεράρχης και άνθρωπος των γραμμάτων, διεκτραγωδεί την κατάσταση στο νησί, ενώ πολύ πιο εύγλωττα είναι τα σχόλια του Κωνσταντίνου Μανασσή. Ο τελευταίος επισκέφθηκε την Κύπρο στα 1161. Στο «Οδοιπορικόν» καταγράφει τις εντυπώσεις του από αυτή την επίσκεψη, αναφέροντας ανάμεσα σ’άλλα: «εις γην παροικώ την σπανίζουσαν λόγων». Φαίνεται όμως ότι, οι απόψεις τους καταγράφηκαν κάτω από το καθεστώς αρνητικής συναισθηματικής φόρτισης και άρα δεν αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια την πραγματικότητα.
Συμπερασματικά, η βυζαντινή Κύπρος παρουσιάζει ένα αρκετά υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Όμως, κοσμικοί και εκκλησιαστικοί άρχοντες ήταν αυτοί που συγκροτούσαν τη λογιοσύνη της βυζαντινής Κύπρου. Η γνώση ήταν προνόμιο των ολίγων. Τα κατώτερα στρώματα ασχολούνταν με την εξασφάληση των προς το ζειν, έτσι η μόρφωση ήταν μια πολυτέλεια αχρείαστη και άχρηστη γι’αυτούς.
Α.Δ.
Βιβλιογραφία: