Βυζαντινη Εποχή

Η Κοινωνία της Κύπρου κατά τη Βυζαντινή Περίοδο

Image

Στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας της βυζαντινής Κύπρου βρίσκονται ο δούκας, ο κορυφαίος δηλαδή εκπρόσωπος της βυζαντινής αρχής στο νησί. Είναι γνωστά σε μας αρκετά ονόματα δουκών, όπως του Θεόφιλου του Ερωτικού (1040-2), του Νικηφόρου Βοτανειάτη (περ. 1065), κάποιου Μιχαήλ (κάποια φάση τον 11ο αιώνα), του Ραψομάτη (-1092-), του Ευμάθιου Φιλοκάλη (περ. 1092-1102, περ. 1110-1118), του Κωνσταντίνου Ευφορβηνού Κατακαλών (1102-1108\9), του Κωνσταντίνου Καμύτζη (περ. 1110), του Λέοντος Νικερίτη (κάποια στιγμή μεταξύ 1107-1111 ή μετά  το 1118),  κάποιου Κωνσταντίνου (-1136-), του Ιωάννη Κομνηνού (-1155\6), του Αλεξίου Κασσιανού (κάποια στιγμή μεταξύ του 1152 και του 1176 περ.), του Αλεξίου Δούκα Βρυεννίου (-1161-), του Ανδρονίκου Συναδηνού, κάποιου Μιχαήλ και του Ελπίδιου Βραχάμιου, που ήταν δούκες κάποια στιγμή το 12ο αιώνα. Αν κρίνουμε από τις μνείες του Νικολάου Μουζάλωνος, αρχιεπισκόπου Κύπρου κατά τα έτη 1107-1110,  για τον Ευμάθιο Φιλοκάλη, φαίνεται ότι οι δούκες ήταν υπερόπτες και υπερφύαλοι, ενώ οι αναφορές στον Φιλοκάλη, που σώζονται στο Βίο του Αγίου Κύριλλου του Φιλεώτη, μας οδηγούν στο συμπέρασμα  – έχοντας πάντα ως παράδειγμα το συγκεκριμένο δούκα – ότι ήταν σκληροί και καταπιεστικοί.

 

Κομερκιάριοι 

Εκτός όμως από τους δούκες, κατοικούσαν στην Κύπρο και άλλοι αξιωματούχοι όπως οι κομερκιάριοι. Η μαρτυρία ύπαρξης κομερκιαρίων έχει ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία του  νησιού, καθότι αποδεικνύει την ανάπτυξη εμπορικών δραστηριοτήτων. Υπήρχαν επίσης και άλλοι φοροεισπράκτορες. Γνωρίζουμε ότι οι πράκτορες είχαν και δικαστικές αρμοδιότητες, όπως για παράδειγμα ο πρωτοσπαθάριος Θεοφύλακτος που ήταν δικαστής και φοροεισπράκτορας στα 1042, ο κριτής και εξισωτής Καλλιπάριος στα 1092 και άλλοι. Πέρα από τους απεσταλμένους, που ήταν επιφορτισμένοι με διοικητικά και δικαστικά καθήκοντα υπήρχαν και εκείνοι που είχαν την ευθύνη των στρατιωτικών.

 

Η τοπική αριστοκρατία θα μπορούσε να διαχωριστεί στους αστούς αριστοκράτες και στους αριστοκράτες της γης. Στην πρώτη κατηγορία ανήκε καταρχάς ο ανώτερος κλήρος, αλλά και όσοι κληρικοί ήταν συνδεδεμένοι με άτομα που είχαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Οι επίσκοποι (περίπου 14) είχαν τις έδρες τους σε μεγάλα αστικά κέντρα, απ’όπου και μπορούσαν να διοικούν καλύτερα τις  επισκοπικές τους περιφέρειες.

 

Αριστοκράτες

Στην αστική αριστοκρατία υποθέτουμε ότι ανήκαν και οι μεγαλέμποροι από τις ιταλικές πόλεις, που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι στα παραθαλάσσια αστικά κέντρα της Κύπρου. Όλοι αυτοί, κρατικοί αξιωματούχοι, πλούσιοι αστοί, ανώτερος κλήρος, αριστοκρατία της γης, ανήκαν σε μια ομάδα ιδεολογικά ομοιογενή. Ανάμεσα στα προνομιούχα αυτά στρώματα και την κατώτερη τάξη, υπήρχε μια ενδιάμεση κατάσταση. Σ’αυτήν ανήκαν καταρχάς, οι βιοτέχνες που λογικά ήταν εγκατεστημένοι σε αστικούς οικισμούς καθώς και άλλοι.

 

Μοναχοί 

Κατά τα βυζαντινά χρόνια η Κύπρος είχε πολλές μονές που ανθούσαν. Έτσι, ο κυπριακός μοναχισμός ήταν επίσης ανθηρός. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι υπήρχαν πάνω από σαράντα μοναστήρια. Έτσι ο αριθμός των μοναχών πρέπει να ήταν ικανός να συστήσει μια αυτοτελή κοινωνική ομάδα. Οι περισσότεροι από αυτούς ασχολούνταν με τις αγροτικές ασχολίες των μονών τους και με δραστηριότητες με καθαρά γεωργικό χαρακτήρα.

 

Καλλιεργητές 

Υπήρχαν επίσης μεσαίοι καλλιεργητές. Οι χωρικοί αυτοί ήταν γεωργοί και βοσκοί. Οι δυσκολίες όμως που περιγράφει ο Μουζάλων, ότι αντιμετώπιζαν στην πληρωμή των φόρων τους, δείχνει ότι οι περιουσίες τους δεν ήταν μεγάλες κι επιπλέον τα δεδομένα της ζωής τους ήταν εξαιρετικά επισφαλή. Εκτός από τους  αγρότες και τους αστούς επαγγελματίες, στη μεσαία τάξη ανήκαν και ομάδες, που ελλείψει στοιχείων, δεν μπορούν να ταυτιστούν ούτε με το αστικό, αλλά ούτε και με το υπαιθρικό περιβάλλον. Αναφερόμαστε καταρχάς στούς στρατιώτες. Σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς η Κύπρος συνεισέφερε στο βυζαντινό στρατό περίπου χίλιους με δυό χιλιάδες στρατιώτες. 

 

Πένητες

Εκτός από τους πάροικους, που παρά τις αντιξοότητες εξασφάλιζαν τα αναγκαία για την επιβίωση τους, στην κατώτερη τάξη ανήκαν και οι πένητες, οι άνθρωποι δηλαδή που παθητικά εξαρτόνταν από την ελεημοσύνη των άλλων. Η τελική σκιαγράφηση των εξαθλιωμένων στρωμάτων από τις πηγές, αποκαλύπτει επαίτες που περιπλανόνται και ζητούν ένα κομμάτι ψωμί, όχι μόνο από μοναστήρια και πιθανόν πλούσια αρχοντικά, αλλά και από σπίτια φτωχών ανθρώπων όπως ήταν οι γονείς του Αγίου Νεοφύτου, ο Αθανάσιος και η Ευδοξία.

 

Από την κυπριακή κοινωνία όμως, δεν έλειπαν και τα παράσιτα, αυτοί που σήμερα θα ονομάζαμε «κατακάθια». Τέτοιες ήταν οι πόρνες, αλλά και οι ληστές. Πολλάκις αναφέρεται ο Έγκλειστος στην ευρεία διάδοση της πορνείας και στην ύπαρξη κακοποιών και διαρρηκτών, αλλά και ο Νικόλαος Μουζάλων μιλά για «πορνικώ κορασίω». Στη βυζαντινή Κύπρο ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι, εκτός από τους αυτόχθονες κατοίκους και κάποιοι ξένοι. Θα πρέπει να γίνει αναφορά στους Ιταλούς εμπόρους, που ενδεχομένως η μεγάλη οικονομική τους επιφάνεια, τους είχε εντάξει στην  αριστοκρατία. Όι περισσότεροι όμως ξένοι (Αρμένιοι, Μουσουλμάνοι, Εβραίοι, Γεωργιανοί, Φράγκοι κ.λ.π.), δεν φαίνεται να έχουν εξέχουσα θέση στην τοπική κοινωνία. 

 

 

Βασικοί οργανισμοί

Ο βασικός, αλλά και μόνος γηγενής οργανισμός της βυζαντινής Κύπρου ήταν η Εκκλησία, που ως θεσμός είχε αδιάλειπτη συνέχεια. Επικεφαλής του οργανισμού αυτού με την πυραμιδοειδή ιεραρχία ήταν ο αρχιεπίσκοπος,  ο οποίος έδρευε στην αρχή στην Κωνσταντία και από την περίοδο των αραβικών επιδρομών τον 7ο αιώνα στην Λευκωσία,  έπειτα οι κατά τόπους επίσκοποι (περίπου 14), οι ηγούμενοι, οι οφφικιάλιοι, οι πρεσβύτεροι, οι διάκονοι, οι μοναχοί κ.ο.κ. Οργανωμένη σε μια περίπλοκη, ιεραρχικά διατεταγμένη γραφειοκρατεία, η Εκκλησία μπορούσε να ασκεί πέρα από πνευματική και πολιτική εξουσία. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα την περίοδο των αραβικών επιδρομών.

Η Εκκλησία της Κύπρου, έχοντας και το προνόμιο της αυτοκεφαλίας είχε επιδείξει μια πολύ δυναμική παρουσία, καθώς και έντονη δραστηριότητα στο εκκλησιαστικό πεδίο στους προηγούμενους αιώνες. Κυρίως όμως η εξοικείωσή της με ένα γραφειοκρατικό σύστημα διοίκησής της έδινε τα φόντα να οργανώσει την τοπική άρχουσα τάξη, να δημιουργήσει δομές αυτοδιοίκησης, να εκπροσωπεί το σύνολο του πληθυσμού και με την βαθμιδωτή ιεραρχία που χαρακτηρίζει τον κλήρο να ασκεί εξουσία σε ότι αφορά στα εσωτερικά ζητήματα. Επιπλέον, η αυτοκρατορία ενίσχυσε την τοπική Εκκλησία και ειδικά το καθεστώς αυτοκεφαλίας της για να μην υπάγεται σε αραβοκρατούμενες αρχές όπως ήταν το πατριαρχείο Αντιοχείας. Αυτό έγινε επειδή είχε εμπιστοσύνη στην Εκκλησία της Κύπρου, αφού άλλωστε ήταν ένας από τους πιο ένθερμους φορείς-θιασώτες της αυτοκρατορικής ιδεολογίας και της βυζαντινής, πολιτικής προπαγάνδας.

 

Το πόσο η Εκκλησία ήταν ένας καλά στημένος οργανισμός φαίνεται από την κατανομή αρμοδιοτήτων με τη δημιουργία οφφικίων στον κλήρο. Για παράδειγμα, ο Δημητριανός, μετέπειτα επίσκοπος Χύτρων, είχε διοριστεί από τον πρώην επίσκοπο Χύτρων Ευστάθιο οικονόμος της επισκοπικής του περιφέρειας. Μέσα λοιπόν από αυτό το σύστημα μπορούσαν να συλλέγονται και οι φόροι αλλά κυρίως να εκπροσωπείται η κοινότητα. Ως οργανισμός λοιπόν η εκκλησία πέτυχε στο πολυεπίπεδο έργο της.

 

Σε εποχές όμως όπου ο πολιτικός οργανισμός είχε πλήρη έλεγχο στην Κύπρο ο ρόλος του εκκλησιαστικού οργανισμού μειώθηκε. Η πολιτική εξουσία έστησε το δικό της οργανισμό, το δικό της σύστημα, με τους δικούς της ανθρώπους. Επικεφαλής αυτού του οργανισμού ήταν ο δούκας, ο διοικητής δηλαδή του νησιού με διευρημένες αρμοδιότητες. Ακολουθούσαν οι διάφοροι αξιωματούχοι του στρατού, οι κριτές, δηλαδή οι δικαστές που κι αυτοί υπόκειντο στο δούκα, οι φοροσυλλέκτες και γενικά όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι που είχαν σταλεί από την βυζαντινή κυβέρνηση στο νησί.

 

Ως παιδευτικοί οργανισμοί σε εμβρυώδη μορφή θα μπορούσαν να θεωρήθουν τα μοναστήρια τα οποία παρείχαν τη δυνατότητα εκμάθησης των ιερών γραμμάτων, δηλαδή της πρωτοβάθμιας βυζαντινής παιδείας που προνοούσε ανάγνωση και γραφή με βάση τα εκκλησιαστικά βιβλία. Στη Μονή Μαχαιρά γνωρίζουμε ότι υπήρχε αυτή η δυνατότητα, προφανώς και στις περισσότερες άλλες βυζαντινές μονές της Κύπρου. Στη Δύση το φαινόμενο πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις με την καθιέρωση των μοναστηριών –τουλάχιστον των μεγάλων- ως εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας αλλά και τριτοβάθμιας παιδείας (Μονή του Cluny).

 

Ανεξάρτητος οργανισμός απονομής δικαιοσύνης δεν υπήρχε, όπως έχει ήδη λεχθεί. Εννοείται ότι δεν υπήρχαν συντεχνίες στην Κύπρο, ή αν υπήρχαν όπως στην Κωνσταντινούπολη, για παράδειγμα, δεν μαρτυρούνται. Πάντως η οργάνωση επαγγελματικών κλάδων προϋποθέτει προχωρημένο εξαστισμό που στην Κύπρο δεν υπήρχε, αφού δεν υπήρχαν πολύ μεγάλες πόλεις. Εξάλλου, οι συσσωματώσεις ανθρώπων δεν ευνοούνταν στο Βυζάντιο. Τραπεζιτικοί οργανισμοί επίσης δεν υπήρχαν, αφού δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως τέτοιοι οι δανειοδότες Εβραίοι, τους οποίους αναφέρει και ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Νικόλαος Μουζάλωνας (1107-1110) που ενέδρευαν στο νησί και ενδεχομένως ασκούσαν χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, όπως σε όλη τη μεσαιωνική χριστιανοσύνη.  

 

Η οικογένεια στο Βυζάντιο

Η κυπριακή οικογένεια ήταν μια τυπική βυζαντινή πατριαρχική οικογένεια, όπως  ήταν σχεδόν η κάθε οικογένεια σε όλο τον υπόλοιπο μεσαιωνικό κόσμο. H θέση της γυναίκας ήταν ιδιαίτερα μειονεκτική σε σχέση με τη σημερινή εποχή, αφού η βυζαντινή σκέψη σκιαγραφούσε τη γυναίκα με τα μελανότερα χρώματα. Ο Νεόφυτος ο Έγκλειστος αναφέρει ότι «ασθενέστατον γένος το γυναικείον». Γενικά η γυναίκα ταυτίζεται ή με το αρχέτυπο της Παναγίας ή με το αρχέτυπο της Εύας. Στις συλλογικές νοοτροπίες η γυναίκα εμφανιζόταν είτε ενάρετη, οπότε ταυτιζόταν με το πρότυπο της Παναγίας, είτε ήταν αμαρτωλή, οπότε ταυτιζόταν με τη διαβολική Εύα.

 

O γάμος ήταν μια συμφωνία αμοιβαίας εξυπηρέτησης, όπως μπορούμε ν’αντιληφθούμε από το γεγονός ότι ο γάμος του αγίου Νεοφύτου, όταν ο τελευταίος ήταν 18 ετών, είχε αποφασιστεί από τους γονείς του και είχαν υπογραφεί γαμικά συμβόλαια. Ο γάμος στο Βυζάντιο ήταν μια σχέση αμοιβαίας εξυπηρέτησης. Βασικός θεσμικός ρόλος της γυναίκας ήταν η τεκνογονία. Στην Κύπρο κοινωνιολογικό αντικατοπτρισμό αυτών των αντιλήψεων αποτελεί η παράσταση του πρώιμου 14ου αιώνα με την κολαζόμενη η οποία αποστρέφεται τα νήπια, στο νάρθηκα της Παναγίας της Ασίνου. Πρέπει όμως να τονίσουμε εμφατικά, ότι οι γυναίκες της αριστοκρατίας –γενικά-  πρέπει να είχαν μια διαφοροποιημένη αντιμετώπιση. Το ότι για παράδειγμα απεικονίζονταν μαζί με τους συζύγους τους στις κτιτορικές παραστάσεις, αν μη τι άλλο, δείχνει πως δεν ήταν αμελητέες «ποσότητες». Η εποχή των Κομνηνών ιδιαίτερα ήταν μια εποχή όπου οι γυναίκες της αυτοκρατορικής οικογένειας απόκτησαν πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα.

 

Η θέση του παιδιού

Το παιδί στις πατριαρχικές κοινωνίες κατέχει τη πιο αδύναμη θέση. Στην οικογένεια ο ρόλος του είναι ακόμη πιο υποβαθμισμένος απ’αυτόν της γυναίκας. Ειδικά στις μεγάλες αγροτικές οικογένειες, τα παιδιά χρησίμευαν ως δωρεάν αγροτικά χέρια. Τα πιο πολλά έμεναν αμόρφωτα ή μάθαιναν μόνο τα ιερά γράμματα, δηλαδή γραφή και ανάγνωση. Μόνο τα παιδιά των ευκατάστατων οικονομικά στρωμάτων είχαν τη δυνατότητα να μορφωθούν ικανοποιητικά. Aυτό ήταν και το μοναδικό ψεγάδι που βρίσκει και ο άγιος Νεόφυτος στους γονείς του, τον Αθανάσιο και την Ευδοξία, το γεγονός δηλαδή ότι δεν ενδιαφέρθηκαν να του παράσχουν την παιδεία που τόσο πολύ αποζητούσε. Η πολυμελής αγροτική οικογένεια του Νεοφύτου από το χωριό των Λευκάρων θα πρέπει να θεωρηθεί μια ενδεικτική βυζαντινή-κυπριακή οικογένεια. Οι εποχές είναι δύσκολες και η ανδροκρατία κυρίαρχη. Οι γυναίκες μόνο με υποδόρια μέσα θα μπορούσαν να πετύχουν κάποια πράγματα. Το παιδί, πριν την ενηλικίωσή του, ήταν και αυτό υποταγμένο στην βούληση του πατέρα. Αυτά ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της κάθε μεσαιωνικής οικογένειας. Η βιοπάλη και η σκληρή καθημερινότητα ακύρωνε τα δικαιώματα τόσο του «ασθενούς» φύλου όσο και των «ασθενών» ηλικιών. Σε αυτή την κοινωνία ο γενικός κανόνας είχε να κάνει με την αρχή ότι ο πιο αδύνατος ήταν υποταγμένος στους ισχυρότερους.

 

Αγιογραφία 

Η βυζαντινή Κύπρος ήταν ένας κόσμος μεγάλης πολιτισμικής δραστηριότητας που αναντίρρητα άφησε μια παράδοση που φτάνει έως σήμερα. Οι τομείς όπου επιβιώνει η βυζαντινή παράδοση είναι αρκετοί. Καταρχάς, η Εκκλησία είναι το ζωντανό Βυζάντιο. Μπαίνοντας κανείς σε ένα ναό βλέπει το Βυζάντιο να ανασύσταται μπροστά του. Αυτό οφείλεται στο ότι οι ναοί πολύ λίγο έχουν διαφοροποιηθεί από την εποχή εκείνη. Ως αρχιτεκτονικοί τύποι, ως διάκοσμος, ως τελετουργία, οι ναοί παραμένουν βυζαντινά κατάλοιπα στο σύγχρονο κόσμο. Το εικονογραφικό πρόγραμμα των ναών εδράζεται και αυτό στα όσα αποφάσισαν οι σύνοδοι την εποχή του Βυζαντίου, καθώς και το καλλιτεχνικό αισθητήριο των βυζαντινών ζωγράφων. Αυτήν την παράδοση διασώζει στο ζωγραφικό του οδηγό και ο Διονύσιος εκ Φουρνά. Εξάλλου, τα πρότυπα των σύγχρονων τοιχογραφήσεων ανάγονται σε βυζαντινά πρότυπα. Είναι χαρακτηριστική η τοιχογράφηση του ναού της Ευαγγελίστριας (2000) στη Λευκωσία που μιμείται το ζωγραφικό διάκοσμο της Παναγίας του Άρακα στα Λαγουδερά (1192).

 

Η Εκκλησία ως θεσμός παραμένει αναλλοίωτη στο πέρασμα των αιώνων. Τα μοναστήρια λειτουργούν όπως λειτουργούσαν όταν ήταν βυζαντινά. Κυρίως όμως ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου διατηρεί έως σήμερα τα προνόμια που του δώθηκαν πριν από 16 περίπου αιώνες από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα. Μπορεί ο πορφυρός μανδύας, που τότε ήταν αυτοκρατορικό προνόμιο, να φοριέται σήμερα από οποιονδήποτε επίσκοπο το επιθυμεί, όμως το αυτοκρατορικό σκήπτρο και η υπογραφή με πορφυρό μελάνι δίνουν ακόμη μοναδικότητα και αίγλη στο θεσμό του αρχιεπισκόπου της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου. Τί λοιπόν θα μπορούσε να διασώσει πιο ανάγλυφα η βυζαντινή παράδοση από την μίμηση της εικόνας του βυζαντινού αυτοκράτορα.

 

Επίσης, πολλά ήθη και έθιμα διατηρούνται, με κίνδυνο βέβαια εξαφάνισης στα χωριά. Έπειτα η παραδοσιακή αρχιτεκτονική των σπιτιών στην ύπαιθρο εδράζεται πάνω στην βυζαντινή αρχιτεκτονική και τοιχοδομία. Η παραδοσιακή μαγειρική έχει πολλές επιβιώσεις από τα βυζαντινά χρόνια. Για παράδειγμα, η συκόπιττα, η ζιβανία και άλλα εδέσματα που φτιάχνονταν από κυπριακά προϊόντα τον μεσαίωνα εξακολουθούν να φτιάχνονται σε χωριά που η πρόοδος δεν έχει επικαλύψει τα αχνάρια της ιστορίας. Η Κύπρος βέβαια συνεχίζει να φτιάχνει εξαίρετο κρασί όπως το απαιτεί η παράδοσή της. Καθαρά μεσαιωνικό κρασί η κουμανταρία, φτιάχνεται και πίνεται με την ίδια απόλαυση και σήμερα όπως και τότε. Η Κύπρος θα έπρεπε να είναι περήφανη που διασώζει την παράδοσή της, όχι μόνο τη βυζαντινή-μεσαιωνική, αλλά και την αρχαία.

 

Γλώσσα

Τέλος, η κυπριακή διάλεκτος σώζει λέξεις που η κοινή ελληνική έχει απαλείψει. Βλέπουμε για παράδειγμα σε πρακτικά των μονών του Αγίου Όρους, σε βυζαντινά δηλαδή φορολογικά έγγραφα όπου καταγράφονται τα υπάρχοντα του καθενός, την λέξη «κουσπίον» ανάμεσα σε άλλα γεωργικά  εργαλεία. Η κυπριακή διάλεκτος έχει διασώσει την λέξη «κούσπος» ενώ η κοινή ελληνική την αντικατέστησε με τη λέξη «κασμάς».

 

 

Βιβλιογραφία:

  • Α. Δημοσθένους, «Το έθνος των Κυπρίων». Ιδεολογικές τάσεις στη βυζαντινή Κύπρο, 965-1191μ.Χ., Επετηρίδα Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών Λευκωσίας 27 (2001), 1-67
  • Galatariotou, The making of a Saint. Life, times and sanctification of Neophytos the Recluse, Cambridge 1991
  • A. Παπαγεωργίου, Η Κύπρος κατά τους βυζαντινούς χρόνους, Κύπρος, ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της, έκδ. Γ. Τενεκίδης-Γ. Κρανιδιώτης, Αθήνα 1981, 31-78
  • B. Nεράντζη-Βαρμάζη, Μεσαιωνική ιστορία της Κύπρου μέσα από τις βυζαντινές πηγές, Θεσσαλονίκη 1995
  • Α. Δημοσθένους, Η βυζαντινή Κύπρος (965-1191). Υλικός και πνευματικός πολιτισμός, Θεσσαλονίκη 2002
  • Α. Μουτζάλη, Ο ρόλος των γυναικών στο Βυζάντιο, Αρχαιολογία 69, (1998) 10-21
  •  Galatariotou, Holy women and witches: Aspects of Byzantine conceptions of gender, Byzantine Modern Greek Studies 9 (1984-1985), 55-94
  • Α. Κιουσοπούλου, Χρόνος και ηλικίες στη βυζαντινή κοινωνία, Αθήνα 1997
  • Ν. Iorga, Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο, Αθήνα Χ.Χ.
  • Διονυσίου εκ Φουρνά, Ερμηνεία της βυζαντινής ζωγραφικής τέχνης, Αθήνα 1997

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image