Ιουδαίος ιστορικός του πρώτου αιώνα μ.Χ. Ο Ιώσηπος, που το όνομά του είναι εξελληνισμένος τύπος του εβραϊκού Ιωσήφ, γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ το 37 ή 38 μ.Χ. και έζησε μέχρι την πρώτη δεκαετία του 2ου αιώνα μ.Χ. Από τη νεαρή του ηλικία έδειξε μεγάλη φιλομάθεια και σπούδασε τα γράμματα και την παράδοση του λαού του καθώς και τον ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό. Όταν ήταν τριάντα περίπου χρόνων ξέσπασε η ιουδαϊκή επανάσταση κατά των Ρωμαίων (66 - 70 μ.Χ.). Μολονότι διαφώνησε με την ιδέα μιας τέτοιας εξέγερσης, συμμετέσχε σ' αυτήν ως αξιωματικός και το 67 ή 68 συνελήφθη αιχμάλωτος από τον ρωμαϊκό στρατό. Μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ (70 μ.Χ.) ο Ιώσηπος εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου απέκτησε τον τίτλο του Ρωμαίου πολίτη. Έζησε πολλά χρόνια κοντά στους Ρωμαίους αυτοκράτορες Βεσπασιανό, Τίτο και Δομιτιανό, των οποίων κέρδισε την εκτίμηση και δέχθηκε απ' αυτούς τιμές.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του στη Ρώμη ασχολήθηκε με τη συγγραφή. Από τα έργα του έχουν σωθεί τα ακόλουθα:
1) Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία˙ ιστορία του ιουδαϊκού λαού από τη δημιουργία του κόσμου ως τα χρόνια του Νέρωνος.
2) Ἱστορία Ἰουδαϊκοῦ πολέμου πρός Ρωμαίους˙ έργο στο οποίο αφηγείται την ιστορία των Εβραίων από την άλωση της Ιερουσαλήμ από τον Αντίοχο τον Επιφανή (170 π.Χ.) ως την καταστροφή της από τον Τίτο (70 μ.Χ.). Το έργο αυτό γράφτηκε από τον Ιώσηπο αρχικά στην αραμαϊκή και αργότερα μεταφράστηκε από τον ίδιο στην ελληνική.
3) Κατά Ἀπίωνος ἤ περί ἀρχαιότητος Ἰουδαίων, όπου καταφέρεται εναντίον όσων διέβαλλαν τους Ιουδαίους και προσπαθεί να αποδείξει την αρχαιότητα του εβραϊκού λαού και την πρωτοτυπία του πολιτισμού του.
4) Βίος, έργο που αποτελεί αυτοβιογραφία του. Αμφισβητούμενο έργο του, το οποίο αναφέρει ο πατριάρχης Φώτιος, είναι και το Περί τοῦ παντός ή Περί τῆς τοῦ παντός οὐσίας ή Περί τῆς τοῦ παντός αἰτίας. Το ιστορικό έργο του Ιώσηπου, παρά τις μεροληψίες του υπέρ των ομοεθνών του και τις γλωσσικές του αδυναμίες, είναι πολύ χρήσιμο για το πλήθος των πληροφοριών που παρέχει.
Στο έργο του Ιώσηπου υπάρχουν πολλά στοιχεία σχετικά με την Κύπρο. Η Κύπρος στα χρόνια εκείνα αποτελούσε, όπως και η Ιουδαία, τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και βρισκόταν κοντά στον γεωγραφικό χώρο όπου διαδραματίζονταν τα γεγονότα που κυρίως αφηγείται ο Ιώσηπος. Εξάλλου, όπως φαίνεται από τις σχετικές αναφορές του, ο Ιώσηπος, στα πλαίσια της ελληνικής παιδείας του, γνώριζε αρκετά για την ιστορία και τη ζωή της Κύπρου. Έτσι στα βιβλία του υπάρχουν αναφορές σε μυθικά και ιστορικά γεγονότα σχετικά με την Κύπρο, σε μυθικά και ιστορικά πρόσωπα της Κύπρου και σε άλλα στοιχεία του πολιτισμού της.
Στην Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία (1.128) ο Ιώσηπος δίνει την πληροφορία ότι η Κύπρος σε αρχαιότερα χρόνια λεγόταν Χέθιμα, την είχε δε κάποτε καταλάβει και ο Χέθιμος, γιος του Ιάφεθ και εγγονός του Ίωνος. Από το όνομα της Κύπρου Χέθιμα οι Εβραίοι, προσθέτει ο Ιώσηπος, ονόμαζαν Χεθίμ όλα τα νησιά και τις παράλιες χώρες. Απόδειξη για το παλαιό αυτό όνομα της Κύπρου, υποστηρίζει ο ιστορικός, είναι η πόλη Κίτιον, της οποίας το όνομα αποτελεί εξελληνισμένο τύπο του ονόματος Χεθίμ.
Η παλαιότερη πληροφορία για την Κύπρο, που παρέχει ο Ιώσηπος, περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Κατά Ἀπίωνος ή Περί ἀρχαιότητος Ἰουδαίων, και αναφέρεται στον Αιγύπτιο φαραώ Ραμσή ή Σέθω. Ο Ραμσής (13ος αιώνας π.Χ.), στα πλαίσια της επεκτατικής του πολιτικής στον χώρο της Ανατολής, εξεστράτευσε και εναντίον της Κύπρου και την υπέταξε. Ο Ιώσηπος κάμνει επίσης λόγο και για τον βασιλιά της φοινικικής Τύρου Ελουλαίο, που είχε στην εξουσία του την κυπριακή πόλη Κίτιον. Όταν οι Κιτιείς, περί το 700 π.Χ., αποστάτησαν, ο Ελουλαίος έφθασε με στόλο από την Τύρο και εξανάγκασε τους Κιτιείς να υποταγούν ξανά σε αυτόν.
Σε διάφορα κεφάλαια της Ἰουδαϊκῆς Ἀρχαιολογίας ο Ιώσηπος ασχολείται με γεγονότα σχετικά με τη βασίλισσα της Αιγύπτου Κλεοπάτρα Γ' και τους Ιουδαίους που ζούσαν στην Κύπρο. Κατά την περίοδο αυτή, αναφέρει ο Ιώσηπος, οι Ιουδαίοι ευημερούσαν σε πολλά μέρη της Ανατολής καθώς και στην Κύπρο. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι η Κλεοπάτρα, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσής της με τον γιο της Πτολεμαίο Λάθυρο, είχε διορίσει διοικητές των στρατευμάτων της τους Ιουδαίους Χελκία και Ανανία, που της ήσαν πολύ πιστοί. Αντίθετα άλλοι στρατηγοί, που στέλνονταν απ' αυτήν στην Κύπρο, προσχωρούσαν στον γιο της Πτολεμαίο, ο οποίος είχε καταφύγει στο νησί μετά την εκθρόνισή του από τη μητέρα του.
Γράφοντας για τα μεταλλεία χαλκού της Κύπρου, τα οποία ανήκαν στο Ρωμαϊκό κράτος, παρέχει ( Ἰουδ. Ἀρχαιολ., 16.128) τη γνωστή και από άλλους συγγραφείς πληροφορία ότι το έτος 12 π.Χ. ο Οκταβιανός Αύγουστος παραχώρησε στον διοικητή της Ιουδαίας Ηρώδη τα μισά έσοδα από τα μεταλλεία της Κύπρου και τη διαχείριση των άλλων μισών. Η αυτοκρατορική αυτή προσφορά, γράφει ο Ιώσηπος, ήταν μια φιλική χειρονομία ανταπόδοσης του Οκταβιανού προς τον Ηρώδη, ο οποίος του είχε χορηγήσει τριακόσια τάλαντα, την εποχή που ο Ρωμαίος αυτοκράτορας πρόσφερε στον ρωμαϊκό λαό θεάματα και χρηματικές παροχές. Σχετικά με την οικογένεια του Ηρώδη του Μεγάλου ο ιστορικός αναφέρει ότι για τον γιο του Ηρώδη Αριστόβουλο, που είχε δολοφονηθεί, διαδιδόταν σκόπιμα ότι βρισκόταν στην Κύπρο για να είναι ασφαλής από δολοφονικές επιβουλές εναντίον του.
Τα μυθικά και ιστορικά πρόσωπα της Κύπρου που αναφέρονται στο έργο του Ιώσηπου είναι ο Πυγμαλίων, ο Ζήνων ο Κιτιεύς, ο Κλέαρχος ο Σολεύς και δυο περίπου σύγχρονοί του, ο Τίμιος και ο Ιουδαίος Σίμων. Για τον Πυγμαλίωνα ο Ιώσηπος κάμνει σύντομη αναφορά, γράφοντας ότι ο μυθικός αυτός βασιλιάς της Κύπρου έζησε 58 χρόνια και βασίλευσε και στην Τύρο της Φοινίκης. Στο Κατά Ἀπίωνος ο Απίων παρουσιάζεται να υποστηρίζει ότι οι ομοεθνείς του Ιώσηπου Ιουδαίοι δεν ανέδειξαν αξιοθαύμαστους άνδρες στις τέχνες και στη σοφία. Ως παραδείγματα σοφών ανδρών προβάλλει τον Σωκράτη, τον Κλεάνθη και τον Ζήνωνα τον Κιτιέα.
Στο ίδιο έργο του αναφέρεται δυο φορές και στον Κύπριο φιλόσοφο Κλέαρχο τον Σολέα. Ο Κλέαρχος, πληροφορεί ο Ιώσηπος, ήταν μαθητής του Αριστοτέλη και δεν υστερούσε απέναντι σε κανένα από τους περιπατητικούς φιλοσόφους. Ο Κλέαρχος ο Σολεύς έγραψε, κατά τον Ιώσηπο, έργο που είχε τον τίτλο Περί Ὕπνου. Στο έργο αυτό, προσθέτει ο Ιουδαίος ιστορικός, ο Κλέαρχος περιέγραφε, ανάμεσα σε άλλα, και τον θαυμασμό του Αριστοτέλη για κάποιον Ιουδαίο ξεχωριστό για τη σοφία, την υπομονή και την εγκράτειά του. Ο Ιώσηπος παραθέτει σχετικό απόσπασμα του Κλέαρχου και δηλώνει ότι περιορίζεται σ' αυτό γιατί όποιος θέλει μπορεί να διαβάσει το ίδιο το βιβλίο του Κυπρίου φιλοσόφου.
Οι δυο άλλοι αναφερόμενοι από τον ιστορικό Κύπριοι είναι ο Τίμιος, «άνδρας αξιόλογος», που νυμφεύθηκε την Αλεξάνδρα, αδελφή της γυναίκας του Ηρώδη Αγρίππα και έγινε σύγαμβρος του Ιουδαίου μονάρχη· ο άλλος ήταν ένας Κύπριος Ιουδαίος που λεγόταν Σίμων ή ’τομος, και παρουσιαζόταν ως μάγος. Ανάμεσα σε άλλα ο Σίμων έπεισε τη Δρούσιλλα, αδελφή του Ηρώδη Αγρίππα, να εγκαταλείψει τον σύζυγό της βασιλιά των Εμεσών ’ζιζο, και να παντρευτεί τον Ρωμαίο Φήλικα, διοικητή της Ιουδαίας.
Σύμφωνα με άλλη πληροφορία του Ιώσηπου η βασίλισσα Ελένη, μητέρα του βασιλιά των Αδιαβηνών Ιζάτη Β', στα μέσα του πρώτου αιώνα μ.Χ., αγόρασε από την Κύπρο φορτίο «ισχάδων», ξηρών δηλαδή σύκων. Τέλος, σημαντική πληροφορία παρέχει ο Ιώσηπος για την επίδραση της κυπριακής μυθολογίας στην τέχνη της Ρωμαϊκής περιόδου: Γύρω στο 40 μ.Χ. παιζόταν σε θέατρο της Ρώμης τραγωδία με τον τίτλο Κινύρας. Στο έργο αυτό παρουσιαζόταν ο τραγικός θάνατος του Κυπρίου βασιλιά και της κόρης του Μύρρας.