Εκκλησιαστικό όργανο

Το μουσικό όργανο στις Εκκλησίες των Καθολικών

Image

Το Εκκλησιαστικό όργανο είναι πληκτροφόρο, πολυφωνικό μουσικό όργανο που λειτουργεί με αέρα που διοχευτεύεται σε μολύβδινους σωλήνες από δύο φυσητήρες που κινούνται με υδραυλική πίεση (παλαιότερα) ή με ηλεκτρική ενέργεια. Στην Κύπρο σήμερα υπάρχει στις Εκκλησίες των Καθολικών.

 

Στο όργανο αυτό κάθε σωλήνας παράγει μια μόνο νότα ενώ οι σωλήνες ομαδοποιούνται σύμφωνα με την κατασκευή τους και παράγουν ήχους με διαφορετικό ύψος ή χροιά. Υπάρχουν σωλήνες που παράγουν ήχο που μιμείται το Όμποε, άλλοι που μιμούνται το Κλαρίνο, τις Τρομπέτες κ.λπ. Κάποιοι διακόπτες παροχής αέρα που βρίσκονται δεξιά και αριστερά από τα πλήκτρα, χρησιμεύουν για να διακόπτουν και να επανατροφοδοτούν με αέρα τις διάφορες ομάδες σωλήνων ανάλογα με τον ήχο που απαιτεί το μουσικό έργο.

 

Το Εκκλησιαστικό όργανο παρουσιάζεται με τις εξής μορφές:

 

  • Φορητό όργανο (όργκ πορτατίφ) που είναι πιο βολικό και χρησιμοποιείται σε μικρές εκκλησιές, στις μουσικές σχολές κ.λπ.
  • Μόνιμο όργανο (όργκ ποζιτίφ) με μεγαλύτερες διαστάσεις που χρησιμοποιείται σε εκκλησίες, στο θέατρο και αίθουσες συναυλιών.
  • Μεγάλο όργανο (γκράντ όργκ) που είναι στημένο στους καθεδρικούς ναούς της Δύσης και σε σημαντικά μουσικά μέγαρα.

 

Το Εκκλησιαστικό όργανο περιλαμβάνει από 2 μέχρι και 5 σειρές πλήκτρων (κλαβιέ) σε διάταξη άσπρων και μαύρων σαν του πιάνου καθώς και μια σειρά από ποδοκίνητα πλήκτρα (πενταλιέ) που παράγουν μπάσους ήχους.

 

Ο ήχος του οργάνου είναι βαρύς, ιερατικός και μεγαλόπρεπης. Στις Δυτικές Εκκλησίες συνοδεύει τις λειτουργικές ψαλμωδίες, ενώ χρησιμοποιείται στην Όπερα και στις συναυλίες, για ειδικές περιπτώσεις.

 

Αρκετοί συνθέτες έγραψαν μουσική για το Εκκλησιαστικό όργανο όπως ο Γ.Σ. Μπαχ, ο Γκ.Φ. Χαίντελ και πολλοί άλλοι.

 

Για να λειτουργήσει συνδυάζει τις αρχές που διέπουν τα πνευστά αλλά και τα πληκτροφόρα όργανα καθώς είναι εφοδιασμένο και με πλήκτρα και με ειδικούς αυλούς. Για να κατανοήσουμε σε ποια κατηγορία μουσικών οργάνων ανήκει το εκκλησιαστικό όργανο θα πρέπει να ανατρέξουμε στα αερόφωνα (πνευστά). Τα αερόφωνα χωρίζονται στις εξής τρεις κατηγορίες:

 

  1. ξύλινα αερόφωνα (π.χ. φαγκότο, κλαρίνο, όμποε, κ.ά.)
  2. χάλκικα αερόφωνα (π.χ. τρομπέτα, κόρνο, τρομπόνι, κ.ά.)
  3. πολύαυλα αερόφωνα, αερόφωνα με γλωττίδες.

 

Στην τελευταία κατηγορία παρατηρούμε ότι ενώ όλα τα μουσικά όργανα χρησιμοποιούν αυλούς (είτε τύπου φλάουτου, είτε με γλωττίδα) μερικά μόνο διαθέτουν ένα μηχανισμό πλήκτρων. Ως εκ τούτου προκύπτουν δυο υποκατηγορίες:

 

  • πληκτροφόρα αερόφωνα (π.χ. εκκλησιαστικό όργανο, αρμόνιο, ακορντεόν, κ.ά.) και
  • άσκαυλοι.

 

Προσεγγίζοντας το θέμα αυτό από μια άλλη οπτική γωνία πολλοί ισχυρίζονται ότι το εκκλησιαστικό όργανο ανήκει στα πληκτροφόρα όργανα τα οποία χωρίζονται σε δύο μεγάλες ομάδες, ανάλογα με τον τρόπο που παράγεται ο ήχος, όταν πιέσουμε τα πλήκτρα τους. Έτσι, υπάρχουν τα πληκτροφόρα με χορδές, που έχουν σαν κυριότερους εκπροσώπους τους το πιάνο και το τσέμπαλο, και τα πληκτροφόρα με τη χρήση αέρα, όπως είναι το εκκλησιαστικό όργανο, το αρμόνιο, το ακορντεόν, κ.ά.

 

Ιστορία

Το εκκλησιαστικό όργανο έχει τις ρίζες του στο παλαιότερο αρχαιοελληνικό πνευστό όργανο, που έφερε το όνομα ύδραυλις. Μετά τους Έλληνες, το πρωτοπόρο αυτό ακουστικό και τεχνολογικό κατασκεύασμα ταξίδεψε και υιοθετήθηκε πρόθυμα από πολλούς, φτάνοντας μέχρι τους Ρωμαίους και έπειτα τους Βυζαντινούς. Τον 7ο και 8ο αιώνα η ύδραυλις ονομάστηκε πλέον Όργανο και άκμαζε στο Βυζάντιο αλλά και σε όλα τα μεγάλα κέντρα κατασκευής και παραγωγής της όπως η Κωνσταντινούπολη. Αξιομνημόνευτο είναι το περιστατικό της αποστολής ενός εκκλησιαστικού οργάνου ως δώρο το 757 μ.Χ. από το βυζαντινό αυτοκράτορας Κωνσταντίνο τον Κοπρώνυμο στον αυτοκράτορα των Φράγκων Πιπίνο τον Βραχύ, πατέρα του Καρλομάγνου. Λίγο αργότερα, το 812 μ.Χ., οι βυζαντινοί χάρισαν και ένα δεύτερο στον ίδιο τον Καρλομάγνο. Τον 10ο αιώνα κατασκευάστηκε με έξοδα της εκκλησίας το αγγλικό εκκλησιαστικό όργανο του Γουίντσεστερ, με ασυνήθιστο μέγεθος και με 26 φυσερά που απαιτούσαν 70 άτομα, διαθέτοντας επίσης 40 νότες, με 10 αυλούς για κάθε νότα.

 

Το εκκλησιαστικό όργανο είναι συνυφασμένο με τη χρήση του μέσα στους κόλπους της εκκλησίας για την πραγματοποίηση των λειτουργιών. Εκ παραλλήλου όμως, το εκκλησιαστικό όργανο προοριζόταν και για κοσμική χρήση μέσα στα σπίτια των αριστοκρατών για να συνοδεύει τραγούδια, στις γιορτές και εν γένει για την ψυχαγωγία. Συνεπώς, τον 13ο αιώνα κατασκευάστηκαν μικρά φορητά όργανα όπως το πορτατίφ (portatif=φορητό) ώστε ο εκτελεστής να μπορεί να το κρατάει με το αριστερό του πόδι και ταυτόχρονα να παίζει με το δεξί του χέρι, ενώ το αριστερό του χέρι κουνούσε την αντλία του αέρα. Στην συνέχεια έχουμε το ποζιτίφ (positif, pose=θέτω, τοποθετώ). Ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν μεγαλύτερο σε μέγεθος, με περισσότερους αυλούς και αναγκαστικά το τοποθετούσαν πάνω σε τραπέζι, σε έπιπλο ακόμα και στο πάτωμα. Πλην αυτών, έχουμε και το ρεγκάλ (regal) που έμοιαζε με μια ανοικτή Βίβλο, «Όργανο δωματίου». Αργότερα εμφανίζεται και το αρμόνιο (harmonium) κατασκευή πιο εύχρηστη και οικονομική.

 

Τον 14ο–15ο αιώνα το εκκλησιαστικό όργανο συνεχίζει να εξελίσσεται αποκτώντας μάλιστα περισσότερες σειρές αυλών (ρετζίστρα), περισσότερες από μια σειρά πλήκτρα (κλαβιέ) και πλήκτρα ποδιού (pedal). Τον 17ο-18ο αιώνα το εκκλησιαστικό όργανο υποστηρίζεται από την εκκλησία αλλά κερδίζει και την εύνοια μεγάλων συνθετών της εποχής όπως του Μπαχ, ο οποίος συνέθεσε πολλά έργα για το όργανο αυτό, ίσως το πιο γνωστό η διάσημη Τοκκάτα και Φούγκα σε ρε ελάσσονα. Αργότερα ακολουθούν οι Handel, Poulenc, Sant-Sans, Messiaen, κ.ά.

 

Οι τεχνολογικές καινοτομίες του 20ου αιώνα επιτρέπουν αλλαγές στο μηχανισμό και στους αυλούς του εκκλησιαστικού οργάνου με αποτέλεσμα το όργανο να αλλάξει αναγκαστικά όψη αλλά και να εμπλουτίστεί χρωματικά ο ήχος του. Σήμερα το εκκλησιαστικό όργανο δεν το συναντάμε μόνο στις δυτικές εκκλησίες αλλά και στις αίθουσες συναυλιών για την εκτέλεση σολιστικών ή ορχηστρικών έργων. Στο σύγχρονο εκκλησιαστικό όργανο οι αυλοί είναι διαβαθμισμένοι ανάλογα με το μήκος τους και επομένως ανάλογα με το τονικό ύψος των παραγόμενων φθόγγων.Ο ήχος που παράγεται από τη διέλευση του αέρα μέσα από τους αυλούς επηρεάζεται και διαμορφώνεται από το σχήμα και το μήκος των αυλών και από τον τρόπο παραγωγής του ήχου. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι εφόσον ο οργανίστας παίζει το εκκλησιαστικό όργανο έχοντας γυρισμένη την πλάτη του προς τον μαέστρο, την ορχήστρα και το κοινό, είναι απαραίτητη η χρήση ενός καθρέπτη, ο οποίος είναι τοποθετημένος μπροστά του, ώστε να μπορεί να βλέπει τις κινήσεις του μαέστρου και να ακολουθεί τα προστάγματά του.

 

Φεστιβάλ στην Κύπρο

Το Ίδρυμα Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου και το Φεστιβάλ Εκκλησιαστικού Οργάνου Terra Sancta πραγμοτοποίησαν στην Κύπρο από τις 15 έως και τις 20 Απριλίου 2018 Φεστιβάλ Εκκλησιαστικού Οργάνου Κύπρου στις καθολικές εκκλησίες σε Λάρνακα, Λευκωσία και Λεμεσό.

 

Το εκκλησιαστικό όργανο ως βιρτουόζικο μουσικό όργανο δεν είναι και τόσο γνωστό στο Κυπριακό κοινό, μια και, με τις ρίζες του στην εκκλησιαστική μουσική της δυτικής Ευρώπης, είναι σχεδόν ανύπαρκτο στις λειτουργίες της ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μόνο για 2 χρόνια το Φεστιβάλ Εκκλησιαστικού Οργάνου Terra Sancta – το διεθνές φεστιβάλ οργάνου της Μέσης Ανατολής είχε οργανώσει μερικές συναυλίες στην Καθολική Εκκλησία της Λάρνακας στο μοναδικό εκκλησιαστικό όργανο του νησιού.