Οι Άραβες είναι ομάδα λαών σημιτικής καταγωγής που κατοικεί σήμερα σε αριθμό χωρών στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική. Μιλούν την αραβική γλώσσα και στην πλειονότητά τους είναι μουσουλμάνοι - σουνίτες, ενώ διάφορες ομάδες ανήκουν σε διάφορες αιρέσεις του Ισλαμισμού, όπως σιίτες, δρούζοι, αμπετίδες κλπ. Οι διάφορες σημιτικές φυλές από τις οποίες προήλθε ο αρχαίος αραβικός λαός, κατείχαν την Αραβική χερσόνησο ήδη από την 2η χιλιετία π.Χ. Ενιαίος αραβικός λαός άρχισε να σχηματίζεται κατά τους 5ο και 6ο αιώνες μ.Χ., που άρχισε τον επόμενο αιώνα ν' αναπτύσσεται και να ξαπλώνεται σε γειτονικές περιοχές. Η εμφάνιση του Ισλαμισμού (αρχές του 7ου μ.Χ. αι.) σήμανε και την απαρχή των αραβικών κατακτήσεων που δημιούργησαν το αχανές Αραβικό Χαλιφάτο που εκτεινόταν από τις Ινδίες μέχρι τον Ατλαντικό κι από την κεντρική Ασία μέχρι την κεντρική Αφρική. Την εποχή αυτή, μεταξύ 7ου και 10ου αιώνα, η Κύπρος δέχθηκε σειρά επιδρομών των Αράβων.
Οι σημερινές αραβικές χώρες είναι:
1) Αίγυπτος, 2) Αλγερία, 3) Αραβική Δημοκρατία Υεμένης, 4) Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, 5) Ιορδανία, 6) Ιράκ, 7) Κατάρ, 8) Λαϊκή Δημοκρατία Υεμένης, 9) Λίβανος, 10) Λιβύη, 11) Μαρόκο, 12) Μαυριτανία, 13) Μπαχρέιν, 14) Ομάν, 15) Σαουδική Αραβία, 16) Σουδάν, 17) Συρία και 18) Τυνησία.
Εκτός από τις χώρες αυτές, όπου οι Άραβες αποτελούν την μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων, Άραβες ζουν και σε αρκετές άλλες χώρες όπως το Ιράν, το Αφγανιστάν, η Αιθιοπία, η Σομαλία κ.α. Ακόμη, αραβικός λαός είναι και οι Παλαιστίνιοι, που σήμερα δεν έχουν ελεύθερη πατρίδα και που συνεχίζουν τον αγώνα για τη δημιουργία δικού τους κράτους.
Άραβες και Κύπρος
Στις αρχαίες γραπτές πηγές οι πρώτες σχέσεις Αράβων προς την Κύπρο μαρτυρούνται κατά την εποχή του βασιλιά Ευαγόρα Α' (411-374 π.Χ.). Όπως αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (Βιβλιοθήκη Ιστορική, 15.2, 4), «ἒπεμψε δ' αὐτῷ [στον Ευαγόρα που πολεμούσε κατά των Περσών] καί ὁ τῶν Ἀράβων βασιλεύς στρατιώτας οὐκ ὀλίγους». Η πρώτη, συνεπώς, σχέση των Αράβων προς την Κύπρο που αναφέρεται, είναι σχέση φιλική, συμμαχική και κοινού αγώνα κατά των ισχυρών της εποχής εκείνης, των Περσών.
Η επόμενη αναφορά στα αρχαία κείμενα της Κύπρου σε σχέση προς τους Άραβες ανάγεται στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όπως γράφει ο Στράβων, ο Αλέξανδρος, σχεδιάζοντας να κατακτήσει την Αραβία, ναυπήγησε πλοία στην Κύπρο και στη Φοινίκη. Την Κύπρο, μάλιστα, σκόπευε να χρησιμοποιήσει και ως βάση.
Επιδρομές
Στα χρόνια της ακμής και της στρατιωτικής ισχύος των Αράβων, δηλαδή από τον 7ο μ.Χ. αιώνα κ.ε., η Κύπρος αποτελούσε τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Από τον 7ο μέχρι τον 10ο αιώνα δέχεται μια σειρά από επιδρομές των Αράβων, 24 συνολικά, που άλλες απ' αυτές είχαν μοναδικό κίνητρο τη λεηλασία και την απόκτηση λαφύρων, κι άλλες μπορούν να ενταχθούν στις γενικότερες διαμάχες μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων. Οι επιδρομές αυτές άρχισαν το 647 μ.Χ., με την εκστρατεία στην Κύπρο του Μωαβία, εμίρη της Συρίας. Στα 653/4, ο Μωαβίας πραγματοποίησε και δεύτερη επιδρομή, στέλλοντας στο νησί δύναμη από 200 πλοία, με αρχηγό τον Αβούλ Αβάρ. Τρίτη αραβική επιδρομή έγινε το 743, κι ακολούθησαν άλλες το 747, το 773, το 790, το 806, το 911. Οι επιδρομές συνεχίστηκαν κατά τον 10ο αιώνα, μέχρι και το 965, οπότε ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς κατόρθωσε ν' απαλλάξει το νησί από τους επιδρομείς, αποστέλλοντας στην Κύπρο τον στρατηγό του Νικήτα Χαλκούτζη.
Υπάρχει η (ατεκμηρίωτη) άποψη ότι κατά την εποχή αυτή των επιδρομών η Κύπρος περιήλθε υπό την κατοχή των Αράβων, τουλάχιστον για κάποιο σύντομο χρονικό διάστημα που δεν είναι δυνατό να καθοριστεί. Ο Άραβας ιστορικός Muqaddasi υποστήριξε ότι την εποχή εκείνη η Κύπρος ανήκε σε όποια δύναμη είχε ναυτική υπεροπλία στην ανατολική Μεσόγειο. Αντίθετα, ο καθηγητής R. J.H. Jenkins υποστήριξε (το 1953) σε μελέτη του με την οποία επεχείρησε μια νέα ερμηνεία των όχι πολλών πηγών, ότι μετά τη συνθήκη του 688 μεταξύ του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β' και του Άραβα χαλίφη Αμπντάλ Μαλίκ ή Αβιμέλεχ, η Κύπρος μετετράπη σ' ένα είδος «αποστρατικοποιημένης ζώνης», σε μια ουδέτερη περιοχή, με ένα «ειδικό καθεστώς συγκυριαρχίας» (condominium), όπου Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι απολάμβαναν τα αγαθά μιας ισοπολιτείας. Το «καθεστώς» αυτό, κατά τον ίδιο, διατηρήθηκε μέχρι και το 965, οπότε ο Νικηφόρος Φωκάς κατόρθωσε να εντάξει ξανά την Κύπρο στο Βυζαντινό κράτος.
Πάντως η συμφωνία του Αμπντάλ Μαλίκ με τους Βυζαντινούς, που επετεύχθη ύστερα από διαπραγματεύσεις δυο περίπου χρόνων, πρόβλεπε μεταξύ άλλων και την καταβολή από τον ίδιο στο Βυζάντιον ετήσιου φόρου από 365.000 χρυσά νομίσματα, αλλά θα μοιραζόταν με τους Βυζαντινούς τα έσοδα από τους φόρους της Κύπρου, της Αρμενίας και της Ιβηρίας.
Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, όταν το βασίλειο της Κύπρου βρισκόταν συχνά σε κατάσταση πολέμου κι επετίθετο κατά των γειτονικών προς την Κύπρο περιοχών και χωρών, μαρτυρούνται και συμμετοχές Αράβων στρατιωτών σε εκστρατευτικά σώματα που διενεργούσαν επιθέσεις ή αντεπιθέσεις στην Κύπρο (λ.χ. Λεόντιος Μαχαιράς, παρ. 672). Ιδιαίτερες σχέσεις επίσης να είχαν ο πρώτος Βασιλιάς της Κύπρου Γκυ Ντε Λουζινιάν με τον Σαλαντίν ιδρυτή της δυναστείας των Αγιουβιδών.
Νεότερες σχέσεις
Οι φιλικές σχέσεις της Κύπρου με διάφορα αραβικά κράτη, και ιδιαίτερα με τα πλησιέστερα προς το νησί όπως η Συρία, η Αίγυπτος κ.α., έγιναν στενότατες από το 1950 κ.ε., όταν ηγέτης των Ελλήνων της Κύπρου, εθνάρχης και αρχιεπίσκοπος, εξελέγη ο Μακάριος Γ'. Ο Μακάριος, στην προσπάθειά του για εξασφάλιση διεθνούς συμπαράστασης στον αγώνα του κυπριακού λαού για απελευθέρωση, εγκαινίασε μια διεθνή σταυροφορία αρχίζοντας επαφές με τις γειτονικές προς την Κύπρο χώρες τις οποίες άρχισε να επισκέπτεται. Και ήδη κατά την πρώτη εμφάνιση του Κυπριακού ζητήματος ενώπιον του ΟΗΕ, μια από τις χώρες που συμπαραστάθηκαν ενεργά ήταν η Συρία (23 Σεπτεμβρίου, 1954). Επίσης, στην πρώτη μεγάλη ψηφοφορία στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ για συζήτηση ή όχι του Κυπριακού ζητήματος, υπέρ της Κύπρου τάχθηκαν ανεπιφύλακτα οι αραβικές χώρες Συρία, Αίγυπτος, Λίβανος, Σαουδική Αραβία και Υεμένη (24 Σεπτεμβρίου, 1954). Έκτοτε οι περισσότερες αραβικές χώρες εξακολουθούν να συμπαρίστανται στον συνεχιζόμενο αγώνα των Κυπρίων.
Τον Απρίλιο του 1955 ο Μακάριος γνώρισε τον πρόεδρο της Αιγύπτου Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ στη Μπαντούγκ της Ινδονησίας, στη διάσκεψη των Αφρικανοασιατών, που στάθηκε ο βασικός σταθμός στη γέννηση του κινήματος των Αδεσμεύτων, του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Η φιλία του Μακαρίου με τον Νάσερ, ηγετική φυσιογνωμία του αραβικού κόσμου, συνέτεινε στην περαιτέρω ενδυνάμωση των φιλικών δεσμών της Κύπρου με τους Άραβες. Οι φιλικές αυτές σχέσεις έγιναν κι επίσημες μετά την ανεξαρτησία του νησιού και την εγκαθίδρυση του κυπριακού κράτους. Η αδέσμευτη πολιτική που ακολούθησε από την αρχή ο Πρόεδρος Μακάριος και η σταθερή στάση της Κύπρου υπέρ των αραβικών θέσεων στο Μεσανατολικό πρόβλημα, συνέτειναν πάρα πολύ στην ανάπτυξη των καλών αυτών σχέσεων.
Εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης, η Κύπρος μοιραία συνδέθηκε με διάφορες φάσεις των προβλημάτων της Μέσης Ανατολής και, το 1956, χρησιμοποιήθηκε από τους Αγγλογάλλους ως ορμητήριο ενάντια στην Αίγυπτο (βλέπε λήμμα αγγλογαλλική επέμβαση). Οι αγγλικές στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο εξακολουθούν ν' αποτελούν μια μεγάλη απειλή για μερικές γειτονικές αραβικές χώρες, όπως η Συρία, ενώ διεξάγουν και κατασκοπεία εις βάρος τους. Όμως η Κύπρος χρησίμευσε και ως διαμετακομιστικός σταθμός για την αποχώρηση των Παλαιστινίων μαχητών από το Λίβανο, πρόσφερε καταφύγιο σε χιλιάδες Λιβάνιους που προσφυγοποιήθηκαν εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου στη χώρα τους, φιλοξένησε διασκέψεις και διαπραγματεύσεις για το Μεσανατολικό ζήτημα και έδωσε βοήθεια ή εξυπηρέτησε διάφορες ειρηνευτικές προσπάθειες, όπως η παροχή διευκολύνσεων στην διεθνή ειρηνευτική δύναμη που υπηρετεί στον Λίβανο, παροχή διευκολύνσεων για εκκαθάριση κι επαναλειτουργία της διώρυγας του Σουέζ κ.α.
Επίσης η Κύπρος δέχτηκε, εκτός από τη συμπαράσταση στο διεθνές πολιτικό πεδίο, και στρατιωτική βοήθεια από την Αίγυπτο και τη Συρία όταν είχε απόλυτη ανάγκη τέτοιας βοήθειας (1963/4, 1967, 1972/3).
Οι φιλικές και αρμονικές σχέσεις της Κύπρου με τους Άραβες διασαλεύθηκαν μόνο σε μια περίπτωση, μετά την επίθεση Αιγυπτίων καταδρομέων στο αεροδρόμιο της Λάρνακας (19 Φεβρουαρίου 1978), οπότε ο πρόεδρος της Αιγύπτου Σαντάτ διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις της χώρας του με την Κυπριακή Δημοκρατία (βλέπε λήμμα αεροδρομίου Λάρνακας γεγονότα).
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ενδοαραβικές διαφορές καθώς και συγκρούσεις μεταξύ Αράβων και Ισραηλινών μεταφέρθηκαν και στην Κύπρο με τη μορφή εκτελέσεων ή και δολοφονιών αντιπάλων, ενόπλων επιθέσεων και βομβιστικών ενεργειών. Τα επεισόδια αυτά ήσαν μεμονωμένα, αν και σοβαρά.
Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι η Κύπρος ακολουθεί πολιτική πλήρους συμπαράστασης στον αγώνα των Παλαιστινίων για επιστροφή σε μια ελεύθερη πατρίδα, έχει επανειλημμένα και επίσημα διακηρύξει την αλληλεγγύη της προς τον παλαιστινιακό λαό, κι έχει σε διάφορες περιπτώσεις προσφέρει στους Παλαιστινίους ποικίλη βοήθεια.
Εμπορικές και άλλες σχέσεις
Οι εμπορικές και γενικά οι οικονομικές σχέσεις της Κύπρου με τον αραβικό κόσμο παρουσιάζουν εντυπωσιακή άνοδο από το 1974 κ.ε. Οι αραβικές χώρες έχουν καταστεί σημαντικός αγοραστής κυπριακών προϊόντων, ενώ χιλιάδες Κύπριοι βρήκαν απασχόληση σε αραβικές χώρες.
Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσε νέες διαστάσεις στο ρόλο της ως γέφυρας μεταξύ της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής.
Πρέπει επίσης να σημειωθούν οι ιδιαίτερα σημαντικές συμφωνίες που η Κύπρος συνήψε με δυο αραβικές γειτονικές χώρες, την Αίγυπτο και τον Λίβανο, σχετικά με την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων πετρελαίου στην οικονομική ζώνη μεταξύ της Κύπρου και των χωρών αυτών, γεγονός που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Τουρκίας.
Μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974, και το σοβαρότατο ανεργιακό πρόβλημα που δημιουργήθηκε, υπήρξε μαζική μετάβαση Κυπρίων σε αραβικές χώρες για απασχόληση, κυρίως στην οικοδομική βιομηχανία. Μια δεκαετία μετά την εισβολή, κάπου 3 χιλιάδες Κύπριοι απασχολούνταν σε αραβικές χώρες ως ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι εργάτες, ως επαγγελματικό διοικητικό και τεχνικό προσωπικό κλπ.
» Βλέπε λήμμα: Εταιρία Ιωάννου και Παρασκευαϊδης
Είναι πολύ σημαντικό το ποσό που οι Κύπριοι εργαζόμενοι στις αραβικές χώρες εμβάζουν στην Κύπρο υπό μορφή ημερομισθίων. Σ' αυτά τα εμβάσματα πρέπει να προστεθούν και τα επιχειρησιακά κέρδη που πραγματοποιούν κυπριακές εργοληπτικές εταιρείες σε αραβικά κράτη. Η διείσδυση κυπριακών οίκων στη Μέση Ανατολή είχε αρχίσει ήδη από το 1962 και τόσο οι εταιρείες όσο και οι Κύπριοι εργαζόμενοι στις αραβικές χώρες, χαίρουν μεγάλης εκτιμήσεως.
Πρέπει, εξάλλου, να αναφερθεί ότι πολλοί Άραβες επιχειρηματίες έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις στην Κύπρο, ενώ αρκετοί έχουν αγοράσει ακίνητη περιουσία σε παραθαλάσσιες και άλλες τουριστικές περιοχές.
Η Κύπρος χρησιμοποιείται επίσης από ξένες εταιρείες για επέκταση των δραστηριοτήτων τους στις αραβικές χώρες. Στις υπεράκτιες εταιρείες που λειτουργούν τα τελευταία χρόνια στο νησί, περιλαμβάνονται εμπορικές εταιρείες που χρησιμοποιούν την Κύπρο ως τόπο συσκευασίας και διανομής των προϊόντων τους στη Μέση Ανατολή, και άλλες για να επιβλέπουν και να διενεργούν τις χρηματικές τους συναλλαγές που σχετίζονται με τις δραστηριότητές τους σε χώρες της Μέσης Ανατολής και του Αραβικού Κόλπου.
Πηγή: