Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί τέσσερις συνολικά επίσκοποι Αμαθούντος:
Ιωάννης Α': Επίσκοπος Αμαθούντος, πιθανώς κατά το τέλος του 6ου αιώνα, σύμφωνα προς είδηση του Λειμωναρώντου Μόσχου ( Ελληνική Πατρολογία, 87, 3, στήλ.310, 9- 12).
Ιωάννης Β':Το όνομα του αναφέρεται σε πέντε συνολικά μολύβδινες σφραγίδες που βρέθηκαν, στις οποίες όμως δεν αναγράφεται η επισκοπική έδρα που κατείχε. Θεωρείται ως επίσκοπος Αμαθούντος, αλλά υπάρχει η πιθανότητα να κατείχε άλλη επισκοπική έδρα του νησιού. Οι σφραγίδες του χρονολογήθηκαν στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα (μετά το 654).
Ιωάννης Γ': Κατείχε τον επισκοπικό θρόνο Αμαθούντος επί ημερών του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού (1143 1180). Καθαιρέθηκε (για λόγους που αγνοούμε) από τον τότε αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ιωάννη Κρητικό και σύνοδο από άλλους 11 ιεράρχες. Προσέφυγε, κατόπιν τούτου, στον αυτοκράτορα Κομνηνό (πιθανότατα κατά ή μετά το 1157) εφεσιβάλλοντας την απόφαση των Κοπριών ιεραρχών κατ' αυτού. Ο αυτοκράτορας παρέπεμψε το ζήτημα στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Λουκά Χρυσοβέργη (1156 - 1169) και τη σύνοδο του πατριαρχείου, που ακύρωσαν την καθαιρετική απόφαση της κυπριακής συνόδου επειδή αυτή είχε παρθεί από 12 συνολικά επισκόπους περιλαμβανομένου του αρχιεπισκόπου, ενώ θα έπρεπε ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου να είχε προεδρεύσει συνόδου από 12 άλλους επισκόπους (δηλαδή σύνολο 13). Το δικαιολογητικό αυτό για την ακύρωση της καθαίρεσης του Αμαθούντος Ιωάννη αναφέρεται από τον Βαλσάμωνα, στα Σχόλιά του για τον ιβ' κανόνα της εν Καρθαγένη συνόδου.
Ιωάννης Δ'(Γιαφούν): Εξελέγη επίσκοπος το 1445, κι έφερε τον τίτλο του Αμαθούντος και Λευκάρων.