Ιωάννης ο Ελεήμων

Image

Διαπρεπής Κύπριος ιεράρχης των αρχών του 7ου αιώνα, πατριάρχης Αλεξανδρείας από το 610 μέχρι το 619 μ.Χ., τον οποίο η Εκκλησία της Κύπρου τιμά ως άγιο και εορτάζει τη μνήμη του στις 12 Νοεμβρίου. Στις 12 Νοεμβρίου    ο άγιος μνημονεύεται στο Συναξάριον της Κωνσταντινουπόλεως. Την επωνυμία Ελεήμων την κέρδισε εξαιτίας του ότι είχε αφιερώσει πολλές προσπάθειες για την περίθαλψη και βοήθεια των φτωχών και δυστυχισμένων κι είχε δαπανήσει προς τούτο υπέρογκα ποσά. Αναφέρεται χαρακτηριστικά πως όταν επρόκειτο να πεθάνει, καυχήθηκε κατά τις τελευταίες του στιγμές ότι δεν είχε τίποτε να κληροδοτήσει παρά μόνο ένα μικρό νόμισμα, αν και είχε βρει στο πατριαρχικό ταμείο, όταν έγινε πατριάρχης Αλεξανδρείας, μια περιουσία από 8.000 λίτρα χρυσού.

 

Ο άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Αμαθούντα της Κύπρου, και ήταν γιος του Βυζαντινού δούκα του νησιού Επιφανίου. Ο Επιφάνιος* αναφέρεται στις πηγές ότι είχε ως έδρα του την πόλη Αμαθούντα που κατά τα τέλη του 6ου μ.Χ. αιώνα, εἰς τόν καιρόν τῶν Δουκῶν τῶν ἀπό Κωνσταντινουπόλεως ἤνθει καί ἐτιμᾶτο ὡς Μητρόπολις καί καθέδρα τῶν ἰδίων, όπως γράφει ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός. Στην Αμαθούντα γεννήθηκε ο γιος του Επιφανίου Ιωάννης, σε χρόνο που δεν γνωρίζουμε αλλά πάντως στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, και στην Αμαθούντα πέθανε κι ετάφη το 620 μ.Χ. Αν και μερικοί μελετητές υποστήριξαν ότι ο Επιφάνιος ήταν διοικητικός αξιωματούχος της Κύπρου κι όχι δούκας -κυβερνήτης, ωστόσο η μαρτυρία του Νεοφύτου Ροδινού (Περί Ἡρώων..., Ρώμη, 1659, σ. 85) ότι ήταν πράγματι δούκας, θεωρείται ακριβής. Εξάλλου ως κυβερνήτης της Κύπρου (νησιού μεγάλης στρατηγικής σημασίας) ήταν που πιθανότατα συνέδραμε τον Βυζαντινό στρατηγό Ηράκλειο κατά τη διάρκεια των πολύχρονων πολέμων του εναντίον των Περσών ή και αργότερα, οπότε ως έξαρχος της Αφρικής, ο Ηράκλειος αρνήθηκε να αναγνωρίσει ως αυτοκράτορα τον Φωκά, ανεβάζοντας στον θρόνο της αυτοκρατορίας τελικά τον γιο του Ηράκλειο, το 610. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, γιος του στρατηγού Ηρακλείου, συνέβαλε για τον λόγο αυτό, τον ίδιο χρόνο, στην εκλογή του γιου του Επιφανίου, Ιωάννη, ως πατριάρχη Αλεξανδρείας.

 

Ο Ιωάννης εστράφη προς την θρησκεία κι αφιερώθηκε σ' αυτήν μετά τον θάνατο της συζύγου και των παιδιών του και σε σύντομο σχετικά διάστημα απέκτησε μεγάλη φήμη τόσο στην Κύπρο όσο και πέρα απ' αυτήν, ζώντας βίο ενάρετο και ασκώντας τη φιλανθρωπία. Τόση μάλιστα ήταν η φήμη του, ώστε όταν πέθανε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεοδόσιος, τον πατριαρχικό θρόνο εκλήθη να καταλάβει ο Ιωάννης κατ’ απαίτηση των Χριστιανών της πόλης αυτής. Στην εκλογή του ως πατριάρχη Αλεξανδρείας, πιθανότατα συνέβαλε ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, όπως έχει ήδη λεχθεί πιο πάνω. Ωστόσο αναφέρεται ότι ο ίδιος ο Ιωάννης δέχθηκε το υψηλότατο αυτό αξίωμα της Εκκλησίας μόνο ύστερα από πολλούς δισταγμούς.

 

Βασική πηγή για τα έργα και τις ημέρες του αγίου είναι ο Βίος του, που εγράφη από τον (σύγχρονό του) Κύπριο επίσκοπο Νεαπόλεως (Λεμεσού) Λεόντιο, σύμφωνα προς διήγηση ἐν Ἀλεξανδρείᾳ γενομένην αὐτῷ  ὑπό τοῦ χρηματίσαντος οἰκονόμου τοῦ  Ἰωάννου τοῦ  Ἐλεήμονος, Μηνᾶ...

 

Ο Βίος μεταφράστηκε στη λατινική από τον βιβλιοθηκάριο Αναστάσιο, ύστερα από εντολή του πάπα Νικολάου (Migne, P.G. XCIII). Το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο του Λεοντίου εξεδόθη με τον τίτλο Leontios' von Neapolis: Leben des heiligen Johannes des  Barmherzigen, με παρατηρήσεις και σχόλια από τον Heinrich Gelzer το 1893 στη Λειψία.

 

Στον Βίο παρατίθενται και αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο, που αποδίδονται στον ίδιο τον Ιωάννη. Ο άγιος φέρεται να είχε αφηγηθεί ως εξής ένα όραμά του, που συνέβη όταν ήταν ηλικίας 15 χρόνων, και το οποίο τον είχε κάμει να αφοσιωθεί στην φιλανθρωπία και στην ελεημοσύνη: ... Ὡς ἥμην ἐν Κύπρῳ νεώτερος ἔτι ὑπάρχων ὡς ἐτῶν δεκαπέντε, θεωρῶ  ἐν μιᾷ νυκτί καθ' ὕπνους κόρην τινά, ἧς τό εἶδος ὑπῆρχεν ὑπέρ τόν ἥλιον, κεκοσμημένην ὑπέρ πᾶσαν ἀνθρωπίνην ἐπίνοιαν, ἐλθοῦσαν καί σταθεῖσαν ἔμπροσθεν τῆς κλίνης μου και νύξασάν με εἰς τήν πλευράν μου. Ἔξυπνος δέ γενόμενος θεωρῶ αὐτήν ἐν ἀληθείᾳ στῶσαν καί ἐνόησα μή εἶναι αὐτήν γυναῖκα. Τῷ τύπῳ οὖν τοῦ σταυροῦ κατασφραγισάμενος εἶπον αὐτῇ: «Τίς εἶ σύ, καί πῶς ἐτόλμησας εἰσελθεῖν ἐπάνω μου ὡς κοιμῶμαι;» Εἶχεν δέ καί στέφανον ἐξ ἐλαιοκλάδων ἐπί τήν κεφαλήν αὐτῆς. Τότε ἐκείνη ἰλαρῷ τῷ προσώπῳ καί μειδιῶσα τοῖς χείλεσιν λέγει μοι: «Ἐγώ εἰμί ἡ πρώτη τῶν θυγατέρων τοῦ Βασιλέως». Ὡς δέ ταῦτα ἤκουσα εὐθέως προσεκύνησα αὐτήν. Τότε λέγει μοι: «Ἐάν κτήσῃ με φίλην, ἐγώ εἰσφέρω σε ἐνώπιον τοῦ Βασιλέως. Καί γάρ οὐδείς ἔχει παρρησίαν πρός αὐτόν ὡς ἐγώ ἐπί τῆς γῆς γάρ ἐποίησα αὐτόν ἐγώ ἐνανθρωπῆσαι καί σῶσαι τούς ἀνθρώπους». Καί ταῦτα εἰποῦσα ἀφανής ἐγένετο. Ἐγώ οὖν εἰς ἑαυτόν ἐλθών συνῆκα τό ὄραμα καί εἶπον: «Πίστευσον˙ ἡ συμπάθεια ἥγουν ἡ  ἐλεημοσύνη ἐστίν, καί διά τοῦτο εἶχεν εἰς τήν κεφαλήν ἐξ ἐλαίας φύλλων τόν στέφανον καί γάρ ὡς ἀληθῶς ἡ πρός ἀνθρώπους συμπάθεια καί εὐσπλαγχνία τόν Κύριον σαρκοφορῆσαι ἐποίησεν». Εὐθέως οὖν ἐφόρεσα καί μηδένα τοῦ οἴκου ἐξυπνίσας εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἀπῆλθον˙ ἦν γάρ λοιπόν αὖγος. Καί ἐν τῷ  ἀπέρχεσθαί με συναντήσας ἀδελφῷ ριγῶντι ἀποδυσάμενος τό αἰγιόμαλλόν μου δέδωκα αὐτῷ, εἰπών εἰς ἑαυτόν: «Ἰδού ἐν τούτῳ γνώσομαι εἰ  ἄρα ἀληθής ἐστιν ἡ  ὀπτασία ἥν εἶδον ἤ δαιμονιώδης». Καί τῆς ἀληθείας μαρτυρούσης, οὔπω τήν Ἐκκλησίαν κατέλαβον καί ἐξαίφνης συναντήσας μοι τις λευκοφόρος δίδωσίν μοι ἀποκόμβιν ἑκατόν νομισμάτων, λέγων: «Λαβέ ταῦτα, ἀδελφέ, καί διοίκησον ὡς θέλεις». Ἐγώ δέ ἀπό χαρᾶς ἐξάπινα ταῦτα δεξάμενος, ἐστράφην θέλων ἀποδοῦναι αὐτῷ τό ἀποκόμβιν ὡς μή δεόμενος, καί οὐκέτι εἶδόν τινα. Τότε εἶπον: «Ἀληθῶς οὐκ ἦν φαντασία...».

 

Από τη στιγμή εκείνη, κατά τον βιογράφο του Λεόντιο, ο Ιωάννης αφιερώθηκε στις ελεημοσύνες. Σαν πατριάρχης Αλεξανδρείας, διακρίθηκε ιδιαίτερα για την αφοσίωση του προς την Ορθοδοξία και την αντίθεσή του προς τις διάφορες αιρέσεις τις οποίες καταπολέμησε, αλλά και τη συνεχή άσκηση φιλανθρωπίας υπέρ του ποιμνίου του και κυρίως ως προστάτης και αρωγός των φτωχών και των πασχόντων. Όταν μάλιστα οι Πέρσες κατέλαβαν τα Ιεροσόλυμα, με αποτέλεσμα πλήθη Χριστιανών προσφύγων να καταφύγουν στην Αλεξάνδρεια, ο Ιωάννης επέδειξε ιδιαίτερο γι’ αυτούς ενδιαφέρον και φρόντισε για την καθημερινή τους τροφή, για την περίθαλψη κι εγκατάστασή τους. Αναφέρεται ότι με δικά του έξοδα περιέθαλψε 7.500 πρόσφυγες ενώ συγχρόνως έστειλε στα Ιεροσόλυμα τρόφιμα, χρηματικά ποσά και εργάτες για την ανοικοδόμηση των ναών που είχαν καταστραφεί από τους Πέρσες.

 

Ωστόσο όταν οι Πέρσες βάδισαν και κατά της Αλεξάνδρειας, ο Ιωάννης όχι μόνο δεν παρέμεινε στην έδρα του για να βρίσκεται κοντά στο εκκλησίασμά του την πιο δύσκολη ώρα, αλλά προτίμησε να εγκαταλείψει την πόλη και να καταφύγει τελικά στην Κύπρο, στη γενέτειρά του Αμαθούντα. Δικαιολόγησε δε την φυγή του αυτή, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Χριστού: «Ὅταν δέ διώκωσιν ὑμᾶς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, φεύγετε εἰς τήν ἄλλην...»

 

Μαζί με τον Ιωάννη έφυγε από την Αλεξάνδρεια και ο Βυζαντινός διοικητής της Πατρίκιος Νικήτας, αφήνοντας την πόλη στο έλεος του Πέρση βασιλιά Χοσρόη Β'. Ο πατριάρχης, ο διοικητής και η συνοδεία τους, επιβιβάστηκαν σε καράβι με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Καθ' οδόν το σκάφος κινδύνευσε σοβαρά από τρικυμία, σώθηκε όμως ύστερα από θαυματουργή παρέμβαση του Ιωάννη και κατευθύνθηκε στη Ρόδο. Εκεί ο άγιος είδε οπτασία, έναν άγγελο που του ανακοίνωσε ότι τον ζητούσε ὁ βασιλεύς τῶν βασιλευόντων. Τότε ο Ιωάννης κατάλαβε ότι ερχόταν το τέλος, διέκοψε το ταξίδι προς την Κωνσταντινούπολη και επέστρεψε στη γενέθλια πόλη του, την Αμαθούντα. Όταν έφθασε στην κυπριακή αυτή πόλη, συνέταξε τη διαθήκη του και, λίγο αργότερα, πέθανε. Ο βιογράφος του Λεόντιος αναφέρει ότι ο άγιος ετάφη στον ναό του Αγίου Τύχωνος, επισκόπου Αμαθούντος. Παραθέτει δε και διάφορα θαύματα και άλλα παράδοξα που συνέβησαν αμέσως μετά τον θάνατο του αγίου.

 

Αργότερα το λείψανο του αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος μεταφέρθηκε στη Βενετία. Όπως γράφει ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός ( Ιστορία Χρονολογική.... Βενετία, 1788, σ. 349), τό ἅγιον λείψανον αὐτοῦ τοῦ  ἁγίου εὑρίσκεται τήν σήμερον εἰς τήν περίφημον καί ἐνδοξοτάτην Βενετίαν. Ὁ ναός εἰς τόν ὁποῖον ἀναπαύεται ἐντίμως κράζεται ἐπιχωρίως Σάν Γιωάννε Μπράγολα. Πολλάκις αὐτό ἐγώ ἐπροσκύνησα κατά τήν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς του τῇ ιβ' Νοεμβρίου. Ἦτον ὁ  ἅγιος, ὡς φαίνεται ἀπό τό λείψανόν του, μακρύς εἰς τήν ἡλικίαν, καί θεωριτικώτατος.

 

Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός επαναλαμβάνει επίσης το πλέον παράδοξο από τα θαύματα που περιγράφει ο βιογράφος του αγίου, Λεόντιος, λέγοντας και αυτός ότι το θαύμα έγινε στην παρουσία πλήθους πιστών: Όταν επρόκειτο να ενταφιαστεί το νεκρό σώμα του αγίου Ιωάννη, σε τάφο στον οποίο βρίσκονταν ήδη από χρόνια θαμμένοι δυο άλλοι επίσκοποι, τα λείψανα των δυο αυτών επισκόπων μετακινήθηκαν, το μεν ένα αριστερότερα το δε άλλο δεξιότερα, προκειμένου να ταφεί ο άγιος Ιωάννης σε χώρο που δημιουργήθηκε στη μέση!