Ο ποταμός Πεδιαίος (Πηθκιάς) ξεκινά από την οροσειρά του Τροόδους και καλύπτει μία απόσταση 98 χιλιομέτρων. Διασχίζει την πεδιάδα της Μεσαορίας, την επαρχία Λευκωσίας και καταλήγει στον κόλπο της Αμμοχώστου. Ο ποταμός ονομάστηκε «Ιδεϊ-Έος», από την αρχαιότητα, δηλαδή αυτός που «βλέπει στην Ανατολή».
Στην Λευκωσίας, χρησιμοποιήθηκε ιδίως για να γεμίζει την τάφρο έξω από τα μεσαιωνικά τείχη της πόλης. Το 1394 ο Γάλλος Νοτάριος Νικολάι Μαρτόνι στο ημερολόγιό του περιγράφει: «Η Λευκωσία είναι μεγαλύτερη από την Αβέρσα, και διά μέσου της ρέει ένα ρυάκι, το οποίος ένας άνθρωπος μπορεί να διασχίσει πατώντας επάνω σε πέτρες όταν δεν βρέχει. Όταν ο καιρός είναι βροχερός , κατέρχεται μια μεγάλη ποσότητα νερού, και γι’ αυτό υπάρχουν διάφορες γέφυρες πάνω από το ρυάκι, μερικές από πέτρα και μερικές από ξύλο, μέσω των οποίων περνούν οι άνθρωποι όταν βρέχει».
Ο Πεδιαίος ουσιαστικά έκοβε τη Λευκωσία στα δύο και από εξιστορήσεις και αναφορές συμπεραίνεται ότι γύρω στα 1400 (όταν ο Λεόντιος Μαχαιράς περιγράφει την πόλη) υπήρχαν έξι γεφύρια: Το γεφύρι των Αποστόλων ή του Αγίου Πέτρου και Παύλου, το γεφύρι του Αγίου Δομένικου, το γεφύρι των Συναλλαγών, το γεφύρι των Ιουδαίων, το γεφύρι του Σινεσκάρδου που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και για το οποίο ο Μαχαιράς γράφει όταν πλημμύρισε ο Πεδιαίος το 1330 ότι «εστούπωσεν το γεφύρι του Σινεσκάρδου» και το γεφύρι της Πιλλορής ή Μπερλίνας. Η πιλλορή ήταν ένα ξύλινο μηχάνημα βασανισμού, το οποίο ήταν τοποθετημένο σε περιοχή κοντά στο γεφύρι και περιγράφει ο Λεόντιος Μαχαιράς: «και έκοψεν την κεφαλήν του εις το γιοφύριν της Πιλλιρής».
Στις περισσότερες και παλαιότερες αναφορές ταξιδευτών στην Κύπρο, ο Πεδιαίος χαρακτηρίζεται ως χείμαρρος, ο οποίος στο πέρασμά του και ειδικά όταν υπερχείλιζε παρέσερνε τα πάντα.
Αυτά τα γεφύρια απαντώνται και σε άλλα χρονικά και ημερολόγια ταξιδευτών, όπως του Φραγκίσκου Amadi. Ο Joannes Cotovicus γράφει στα 1619: “Η πόλη είναι πολύ μεγάλη, στρογγυλή σε σχήμα, οχυρωμένη με έντεκα προμαχώνες και περιτριγυρισμένη με μια φαρδιά τάφρο. Σε μέγεθος και θέση είναι σίγουρα η κυριότερη πόλη τoυ νησιού, αλλά είναι όλο ερείπια και βρωμιά και είναι ανοχύρωτη γιατί τα τείχη της έχουν ρήγματα ή καταστράφηκαν και δεν μπορούν vα αντέξουν σε επίθεση ή πολιορκία. O "Pedens" (Πεδιαίος) ένας ποταμός ή χείμαρρος ρέει δίπλα".
Πλημμύρες και φονικά
Στις 10 Νοεμβρίου 1330, μία φοβερή θεομηνία στοίχισε τη ζωή σε περίπου 3000 κατοίκους της Κύπρου, όταν ο Πεδιαίος υπερχείλισε. Ο Λεόντιος Μαχαιράς, περιέγραψε την καταστροφή στο χρονικό του: «Εις τους ατλ’ Χριστού εκατέβην ο ποταμός της Χώρας τόσον μέγας και εξερίζωσεν πολλά δεντρά και εκατέβασεν τα και εφέραν τα εις την Χώραν, και εστούππωσεν το γιοφύριν του Σινεσκάρδου και ο ποταμός επήγεν τριγύρου της Χώρας και εχάλασεν πολλά σπίτια και έπνιξεν πολλύν λαόν». Το γεφύρι του Σινεσκάρδου από όπου ξεκίνησε η φονική πλημμύρα, βρισκόταν δίπλα από την οικία του στρατιωτικού ακόλουθου, από τον οποίο πήρε και το όνομά του. Εκείνη την ημέρα, ο Αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας, Ιωάννης ντελ Κοντέ, διέταξε να ανοίξει το αρχιεπισκοπικό μέγαρο στο κέντρο της πόλης για να στεγάσει τους εκατοντάδες πλημμυροπαθείς. Από εκείνο τον Νοέμβριο και για περίπου έναν αιώνα, κάθε 10 του μηνός οι κάτοικοι της Λευκωσίας πορεύονταν σε μία λιτανεία όπου μνημόνευαν την καταστροφή, γύρω από τα τείχη της πόλης.
Το Γεφύρι του Αγίου Δομίνικου ήταν το πρώτο γεφύρι προς τα δυτικά, από το οποίο εισερχόταν ο ποταμός στην πόλη. Την ονομασία του οφείλει στη μονή Αγίου Δομίνικου που ήταν κτισμένη στην περιοχή, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Πύλη Πάφου. Γύρω γύρω, συναντούσε κανείς και το δεύτερο ανάκτορο της δυναστείας των Λουζινιανών, την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας και η μονή του Αγίου Μάμα, οι οποίες κατεδαφίστηκαν το 1567, για να χτιστεί ο προμαχώνας Rocha. Στις 3 Απριλίου 1376, ο Λατίνος ιερέας Φιλίππο – εξομολόγος του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου Β’ – ξεκίνησε το πρωί για να επισκεφθεί τη μητέρα του στη Μονή του Αγίου Μάμαντος. Στη διαδρομή συνάντησε τον θείο του, βισκούντη Βαρθολομαίο Marche. Οι δύο άντρες δεν έφτασαν ποτέ στη μονή. Μόλις περνούσαν το γεφύρι δέχθηκαν την επίθεση δύο στρατιωτικών που είχαν στήσει ενέδερα στον Φιλίππο. Ήταν ο Κρητικός Αλεξόπουλος και ο Thebat Belfaragge. Θεωρούσαν πως είχε επηρεάσει τη γνώμη του βασιλιά, σχετικά με την παράδοση του φρουρίου Κούρικο στη Μικρά Ασία, στον Thebat Belfaragge. Οι στρατιωτικοί φόνευσαν τον Λατίνο ιερέα αλλά και τον βισκούντη ο οποίος προσπάθησε να τον σώσει.
Η γέφυρα της Μπερλίνα έχει τα πιο πολλά ονόματα. Οι χρονικογράφοι την ονομάζουν Berlina, δηλαδή σε περίοπτη θέση όπου επιβάλλονταν ποινές, Κάτω Μέσης, della prigion –της φυλακής – , των νηματοπουλείων –επειδή εκεί πωλούνταν νήματα παμπακερά κατά τον Μαχαιρά, της πλατείας και της Πιλλιρής –από το γαλλικό pillor δηλαδή χώρο στον οποίο επιβαλλόταν η ποινή, ή κίονας στηλίτευσης ή διαπόμπευσης. Το γεφύρι Berlina ήταν γνωστό για τις εκτελέσεις, τους απαγχονισμούς, τις συμπλοκές και τους αποκεφαλισμούς. Το 1191, οι Κύπριοι εξεγέρθηκαν εναντίον των Ναϊτών λόγω της βαριάς φορολογίας που τους επέβαλλαν. Το σημείο στο οποίο έγινε η συμπλοκή ήταν το γεφύρι Berlina. Οι εξεγερμένοι Κύπριοι φόνευσαν τόσο κόσμο, που το αίμα έτρεξε μέχρι το ποτάμι του Σινεσκάρδου. Σε άλλες αναφορές, μνημονεύεται για τις ποινές που επιβάλλονταν εκεί και τις εκτελέσεις. Ο χρονικογράφος Γεώργιος Βουστρώνιος, αναφέρεται στο γεφύρι ως αυτό της Κάτω Μέσης, όπου εκεί αναρτήθηκε το κομμένο κεφάλι του βισκούντη Έκτορα de Chivides.
Πηγή
1. Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
2. Χρονικόν Λεόντιου Μαχαιρά (απόδοση στην νεοελληνική), Φιλόκυπρος, Λευκωσία, 1982, 1995
3. Λευκωσία, Η ιστορία της πόλης, Άννα Μαραγκού/Ανδρέας Κούτας, Λευκωσία 2009
5. Το μεγαλείο και η απλότητα της Κύπρου: φωτογραφίες του Βαχάν Αβεντισσιάν, 1925-1950, Λαζαρίδης Σ. (επιμ.) (2005), Πολιτιστικό Κέντρο Ομίλου Λαϊκής, Λευκωσία.