Αρχιεπίσκοπος Κύπρου μεταξύ του 691/2 και του 698; - 705; Μετέσχε στην εν Τρούλλω (ή Πενθέκτην) Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, όπου η υπογραφή του στα Πρακτικά της είναι πέμπτη σε ιεραρχική σειρά, μετά την υπογραφή του πατριάρχη Αντιοχείας Γεωργίου. Η τοποθέτηση στην τιμητική αυτή θέση του αρχιεπισκόπου Κύπρου, γεγονός που είχε προκαλέσει αντιδράσεις μεταξύ ιεραρχών που μετείχαν της συνόδου, οφείλεται ίσως σε εύνοια προς τον Ιωάννη του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β' του Ρινοτμήτου.
Ο Ιωάννης είναι ο υπ' αριθμόν 21 του καταλόγου των Κυπρίων Ορθοδόξων αρχιεπισκόπων της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας. Σώζονται τρεις σφραγίδες του. Είναι επίσης γνωστός από την άστοχη, όπως εκρίθη, απόφαση του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β' του Ρινοτμήτου να μεταφέρει μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Κύπρου στην Κύζικο, ενέργεια που ίσως εξυπηρετούσε ευρύτερα πολιτικοστρατιωτικά συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Η μεταφορά των Κυπρίων έγινε το 692 και επικεφαλής των εποίκων βρισκόταν ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης. Οι μεταφερθέντες Κύπριοι εγκαταστάθηκαν σε πόλη που ιδρύθηκε στην Προποντίδα (ακτές του Ελλησπόντου) η οποία είχε ονομασθεί Νέα Ιουστινιανή ή Νέα Ιουστινιανούπολις, από το όνομα του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Έτσι ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης πήρε τον τίτλο του αρχιεπισκόπου Νέας Ιουστινιανουπόλεως, και με τον τίτλο αυτό υπογράφει τα Πρακτικά της Πενθέκτης συνόδου.
Μερικά χρόνια αργότερα το διάταγμα της μετοικεσίας των Κυπρίων ακυρώθηκε και οι μεταφερθέντες στον Ελλήσποντο επέστρεψαν στην Κύπρο μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Ιωάννη. Έκτοτε όμως οι Κύπριοι αρχιεπίσκοποι φέρουν τον τίτλο του αρχιεπισκόπου Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου.