Ιωάννης Β' Jean

Image

Βασιλιάς της Κύπρου από το 1432 μέχρι το 1458. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του βασιλιά της Κύπρου Ιανού (1398 - 1432) και της Καρλόττας ντε Μπουρμπόν, δεύτερης συζύγου του. Ο Ιωάννης Β' νυμφεύθηκε δυο φορές˙ και οι δυο σύζυγοί του ανήκαν στην οικογένεια των Παλαιολόγων του Βυζαντίου. Με τη δεύτερη σύζυγό του, την Ελένη Παλαιολογίνα, απέκτησε μια κόρη, την μετέπειτα βασίλισσα της Κύπρου Καρλόττα (1458-1460), που τον διαδέχθηκε στον θρόνο. Με μια (επίσης Ελληνίδα) ερωμένη του, τη Μαρία ή Μαριέττα της Πάτρας, ο Ιωάννης απέκτησε ένα γιο, τον μετέπειτα βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβο Β'  (1460 - 1473), που είναι γνωστός και ως Ιάκωβος ο Νόθος, επειδή ήταν νόθος γιος του βασιλιά Ιωάννη. Ο Ιάκωβος Β' γεννήθηκε το 1440 και ήταν σύζυγος της τελευταίας βασίλισσας της Κύπρου, της Αικατερίνης Κορνάρο.

 

Ο βασιλιάς Ιωάννης Β' γεννήθηκε το 1414 (16 Μαΐου) κι ο πατέρας του Ιανός του έδωσε τον τίτλο του πρίγκιπα της Αντιόχειας. Νόμιμη αδελφή του, που γεννήθηκε τον επόμενο χρόνο, ήταν η λαίδη Άννα, που αργότερα παντρεύτηκε τον Λουδοβίκο της Σαβοΐας και πήρε τον τίτλο της δούκισσας της Σαβοΐας. Τρία άλλα παιδιά του βασιλιά Ιανού και της Καρλόττας ντε Μπουρμπόν, πέθαναν πολύ μικρά. Ο Ιανός είχε αποκτήσει και τρία νόθα παιδιά από τα οποία γνωρίζουμε το όνομα του ενός, του Φοίβου, που είχε τον τίτλο του λόρδου της Σιδώνος.

 

Ο Ιωάννης ήταν ακόμη μικρός (12 χρόνων) όταν συνέβη η μεγάλη και καταστροφική εισβολή των Μαμελούκων στην Κύπρο (το καλοκαίρι του 1426), που είχε σαν αποτέλεσμα την κατάληψη και λεηλασία πολλών πόλεων και χωριών της Κύπρου, περιλαμβανομένης και της πρωτεύουσας Λευκωσίας, καθώς και την ήττα και αιχμαλωσία του πατέρα του Ιανού στη μάχη της Χοιροκοιτίας. Μετά τη σύλληψη του Ιανού, και μέχρι να διευθετηθεί η απελευθέρωση και επιστροφή του από το Κάιρο όπου είχε μεταφερθεί, την εξουσία στην Κύπρο ανέλαβε ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας Ούγος Λουζινιανός, αδελφός του βασιλιά Ιανού και θείος του Ιωάννη. Ο αρχιεπίσκοπος μετέφερε τον νεαρό πρίγκιπα Ιωάννη καθώς και τα λοιπά μέλη της βασιλικής οικογένειας, στην Κερύνεια που εκρίθη ότι παρείχε την καλύτερη προστασία γιατί διέθετε ισχυρές οχυρώσεις (η άριστα οχυρωμένη Αμμόχωστος, που κατεχόταν από τους Γενουάτες, είχε συνθηκολογήσει με τους Μαμελούκους εισβολείς). Η βασιλική οικογένεια παρέμεινε στην Κερύνεια και μετά την αναχώρηση των Μαμελούκων, επειδή την εισβολή τους στο νησί είχε ακολουθήσει εξέγερση Κυπρίων δουλοπάροικων που ήταν ευρείας εκτάσεως κι είχε σαν αρχηγό της τον ρε (ρήγα, βασιλιά) Αλέξη. Η καταστολή του κινήματος, που κράτησε 10 μήνες περίπου, συνέπεσε με την επιστροφή, από την αιχμαλωσία, του βασιλιά Ιανού.

 

Μετά τον θάνατο του βασιλιά Ιανού, το 1432, νέος βασιλιάς της Κύπρου ανακηρύχθηκε ο πρωτότοκος γιος του Ιωάννης Β'. Η στέψη του έγινε στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία τον επόμενο χρόνο, στις 24 Αυγούστου του 1433, μετά δηλαδή που συμπλήρωσε τα 19 του χρόνια. Πριν ακόμη γίνει βασιλιάς, είχαν γίνει ενέργειες πολιτικής φύσεως για να νυμφευθεί. Όπως αναφέρεται, μια προσπάθεια είχε γίνει όταν ο πατέρας του βασιλιάς Ιανός εκρατείτο αιχμάλωτος στο Κάιρο. Τότε εστάλη αντιπρόσωπος του βασιλείου της Κύπρου στην Κωνσταντινούπολη, όπου συζήτησε με εκεί εκπροσώπους του βασιλιά της Πολωνίας Βλατισλάβ Ε' την περίπτωση να νυμφευόταν ο Ιωάννης την κόρη του. Η πρόταση προς τον Πολωνό βασιλιά αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, και στην καταβολή εκ μέρους του των λύτρων που απαιτούνταν για την απελευθέρωση του Ιανού από το Κάιρο.

 

Το προξενιό, ωστόσο, με την Πολωνίδα πριγκίπισσα δεν κατέληξε σε συμφωνία. Τελικά ο Ιωάννης Β' νυμφεύθηκε αρκετά χρόνια αργότερα, το 1440, την Μήδεια την Μομφερρατική (Medea de Montferrat) κι ο γάμος τους έγινε στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία, στις 3 Ιουλίου. Αυτή η Μήδεια Μομφερρατική, που έγινε μετά τον γάμο της βασίλισσα της Κύπρου, ζούσε στη Γαλλία και ήταν γόνος της βυζαντινής οικογένειας των Παλαιολόγων. Ήταν κόρη του Ιωάννη Παλαιολόγου, μαρκησίου του Μομφερράτ. Όμως, λίγο περισσότερο από δυο μήνες μετά τον γάμο, η Μήδεια πέθανε (13 Σεπτεμβρίου 1440).

 

Επόμενη σύζυγος του βασιλιά Ιωάννη, ύστερα από προξενιό, ήταν η Ελένη Παλαιολογίνα, κόρη του δεσπότη του Μοριά Θεοδώρου Παλαιολόγου και ανεψιά του τελευταίου αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Η Ελένη ήλθε στην Κύπρο από τον Μυστρά και παντρεύτηκε τον Ιωάννη στην Αγία Σοφία της Λευκωσίας, τον Φεβρουάριο του 1442. Έφερε μαζί της στην Κύπρο πλήθος Έλληνες συνοδούς και ακολούθους. Ήταν δυναμική και πολύ σύντομα επεβλήθη του συζύγου της, στην ουσία δε ήταν εκείνη που κυβερνούσε τώρα το βασίλειο της Κύπρου. Λεπτομερέστερα γι’ αυτήν και τη δράση της στην Κύπρο βλέπε στο λήμμα Ελένη Παλαιολογίνα, καθώς και σχετική αναφορά στο λήμμα Φραγκοκρατία. Εδώ επαναλαμβάνουμε μόνο ότι επί των ημερών της Ελένης Παλαιολογίνας το ελληνικό κόμμα της Κύπρου απέκτησε τεράστια ισχύ, η Ορθόδοξη Κυπριακή Εκκλησία (που υφίστατο σκληρούς διωγμούς από την Λατινική, για πάρα πολλά χρόνια) υποστηρίχθηκε και βοηθήθηκε, ενώ αντίθετα η Λατινική Εκκλησία και οι Λατίνοι γενικότερα πολεμήθηκαν από την Ελληνίδα βασίλισσα. Μάλιστα μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους (Μάιος του 1453), γεγονός που προκάλεσε πολλή θλίψη στη βασίλισσα της Κύπρου, άλλο μεγάλο κύμα Ελλήνων προσφύγων έφθασε στην Κύπρο όπου και βοηθήθηκε από την Ελένη.

 

Η Ελένη Παλαιολογίνα πέθανε στη Λευκωσία το 1458, λίγο πριν από τον σύζυγό της βασιλιά Ιωάννη, που κι εκείνος πέθανε στις 24 Ιουλίου του ιδίου χρόνου. Διάδοχός του στον θρόνο ήταν η κόρη του Καρλόττα. Όπως γράφει ο Λεόντιος Μαχαιράς, η Ελένη Παλαιολογίνα πέθανε 70 μέρες πριν από τον σύζυγό της.

 

Επί ημερών του βασιλιά Ιωάννη η Κύπρος επλήγη από μεγάλη επιδρομή ακρίδων που προξένησαν πολλές καταστροφές (1433), καθώς και από επιδημία πανούκλας που κράτησε 17 μήνες (1438 -39) και προκάλεσε πολλούς θανάτους.

 

Ο Ιωάννης Β', όταν εστέφθη στη Λευκωσία βασιλιάς της Κύπρου, εστέφθη ταυτόχρονα και βασιλιάς Ιεροσολύμων και βασιλιάς Αρμενίας. Οι δυο αυτοί τίτλοι περιήλθαν, σε διαφορετικές εποχές, στους Λουζινιανούς βασιλιάδες της Κύπρου εξαιτίας συγγενειών που δημιουργήθηκαν από γάμους μελών της οικογένειάς τους. Ως βασιλιάς, ο Ιωάννης αντιμετώπισε διάφορα προβλήματα, πέρα από τις θεομηνίες, που σχετίζονταν με τις δραστηριότητες και την υπονομευτική πολιτική των Γενουατών στην Κύπρο, καθώς και με την συνεχώς αυξανόμενη επιθετικότητα των Μουσουλμάνων, και κυρίως των Τούρκων της Μικράς Ασίας. Εσωτερικά προβλήματα δημιουργήθηκαν κυρίως εξαιτίας του ανταγωνισμού του ελληνικού κόμματος της Ελένης Παλαιολογίνας με τη Λατινική Εκκλησία, τον ίδιο τον πάπα και το λατινικό στοιχείο του βασιλείου. Κατευθυνόμενος από την Ελένη, ο Ιωάννης διόρισε Έλληνες έμπιστούς της σε υψηλότατες θέσεις του βασιλείου. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Θωμάς, γιος της παραμάνας της Ελένης, που σύμφωνα με φήμες που κυκλοφόρησαν, είχε δηλητηριάσει και σκοτώσει τον βασιλιά. Άλλο σοβαρό εσωτερικό πρόβλημα ήταν η διεκδίκηση του θρόνου από τον Ιάκωβο, νόθο γιο του Ιωάννη, που ανταγωνιζόταν στο ζήτημα της διαδοχής τη νόμιμη κόρη του Ιωάννη, Καρλόττα. Την Καρλόττα, που ανήλθε κανονικά στον θρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα της, εκθρόνισε ο Ιάκωβος λίγο αργότερα. Οι ανταγωνισμοί, οι έριδες, οι δολοπλοκίες, οι δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων και οι πολιτικο-θρησκευτικές συγκρούσεις, ήσαν βασικά χαρακτηριστικά της περιόδου της βασιλείας του Ιωάννη. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ήταν φυσικό να κυκλοφορήσουν και οι φήμες ότι ο βασιλιάς είχε δολοφονηθεί.

 

Σύγχρονοί του συγγραφείς περιγράφουν τον Ιωάννη ως πολύ ψηλό αλλά με χοντρά πόδια, όμως συμπαθητικό. Ο πάπας Πίος Β' τον ονομάζει θηλυπρεπή. Περιγράφεται επίσης ως πολύ έξυπνος και ως άριστος ιππέας. Ως χαρακτήρας όμως, δεν φαίνεται να ήταν ισχυρός και σαν βασιλιάς δεν φαίνεται να ήταν προικισμένος με ιδιαίτερες ηγετικές ικανότητες.