Ιωακείμ επίσκοπος

Image

Με το όνομα Ιωακείμ είναι γνωστοί τρεις επίσκοποι Πάφου, που και οι τρεις ανήλθαν στον θρόνο της επισκοπής αυτής κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Στον κατάλογο των επισκόπων Πάφου αναφέρονται ως Ιωακείμ Α', Β' και Γ'.

 

Ιωακείμ Α': Επίσκοπος Πάφου κατά το 1672. Κατείχε τον θρόνο Πάφου για κάποιο χρονικό διάστημα μεταξύ του 1669 και του 1676. Προκάτοχός του, που αναφέρεται σε κώδικα του 1668, ήταν ο Μακάριος Β'. Διάδοχός του, ήταν ο Μελέτιος που αναφέρεται ότι είχε παραιτηθεί το 1676, ύστερα από πολύ σύντομη παραμονή του στον θρόνο.

 

Το όνομα του επισκόπου Πάφου Ιωακείμ απαντάται σε έγγραφο του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Διονυσίου Δ', σχετικό με την ανανέωση των προνομίων του μοναστηριού του Κύκκου, μαζί με τα ονόματα του αρχιεπισκόπου Κύπρου Νικηφόρου (1641-1674) και του επισκόπου Κυρηνείας Λεοντίου (περί το 1672). Το πατριαρχικό έγγραφο φέρει ημερομηνία 1672 Ἰνδικτιῶνος ια' και δημοσιεύθηκε από τον μητροπολίτη Αγκύρας Σεραφείμ (Βενετία, 1816).

 

Ιωακείμ Β': Επίσκοπος Πάφου μεταξύ 1730 (ή και πιο πριν) και 1733. Πριν απ' αυτόν υπάρχει κενό, ο δε προηγούμενος γνωστός επίσκοπος Πάφου ήταν ο Παρθένιος (περί το 1712/13). Διάδοχος του Ιωακείμ ήταν ο επίσκοπος Διονύσιος (1733 - 1738;).

 

Ο επίσκοπος Πάφου Ιωακείμ, ιεράρχης ελάχιστης μόρφωσης, αναφέρεται ως άρπαγας και επιβάτης του θρόνου Κιτίου, κατηγορήθηκε δε και για άλλες παράνομες πράξεις και καθαιρέθηκε. Για παρόμοιες παράνομες πράξεις κατηγορήθηκε και ο σύγχρονός του επίσκοπος Κυρηνείας Νικηφόρος, επίσης άρπαγας και επιβάτης του αρχιεπισκοπικού θρόνου.

 

Κατά το 1730 ο τότε αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σίλβεστρος (1718 - 1733) ανέλαβε αποστολή στην Κωνσταντινούπολη, διά πρόσκλησιν εἰς τόν Βεζύρην περί τῶν δυσαπαντήτων χρεῶν τοῦ τόπου, όπως γράφει ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός. Τον Κύπριο αρχιεπίσκοπο, που αναχώρησε την 1.4.1730, συνόδευσαν στην Κωνσταντινούπολη οι τρεις επίσκοποι του νησιού, δηλαδή ο Πάφου Ιωακείμ Β', ο Κιτίου Ιωαννίκιος και ο Κυρηνείας Νικηφόρος. Αντί όμως να βρει κατανόηση στην Υψηλή Πύλη και να επιτύχει την κάποια ανακούφιση των Κυπρίων, όπως ήλπιζε, ο αρχιεπίσκοπος Σίλβεστρος εστάλη στην εξορία, μαζί με τον επίσκοπο Κιτίου Ιωαννίκιο. Ο εκτοπισμός του Κυπρίου αρχιεπισκόπου (στο Αβράτ - Οτασί) δεν ήταν άσχετος με τη γενικότερη πολιτική του δραστηριότητα (βλέπε λήμμα Σίλβεστρος αρχιεπίσκοπος). Φαίνεται ακόμη ότι η εξορία από τους Τούρκους του αρχιεπισκόπου Σιλβέστρου και του επισκόπου Ιωαννικίου είχε αποφασιστεί και εκτελεστεί ύστερα και από συμβολή των άλλων δυο Κυπρίων επισκόπων, του Πάφου Ιωακείμ και του Κυρηνείας Νικηφόρου! Έτσι, ενώ από την Κύπρο αναχώρησαν και οι τέσσερις ιεράρχες του νησιού, πίσω κατόρθωσαν να επιστρέψουν μόνο ο Νικηφόρος και ο Ιωακείμ. Από τους δυο αυτούς, ο μεν Κυρηνείας Νικηφόρος κατέλαβε και τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ο δε Πάφου Ιωακείμ κατέλαβε και τον θρόνο Κιτίου. Σύμφωνα προς πατριαρχικά έγγραφα (βλέπε Ἔγγραφα Πατριαρχικά Ἐκκλησιῶν, Καλλινίκου Δελικάνη, τόμος Β', Κωνσταντινούπολις, 1904, σ. 578), όταν ο Νικηφόρος και ο Ιωακείμ κατέλαβαν τους δυο θρόνους των εξόριστων ιεραρχών, ἥρπαζον καί τά ἐσύναζον τά εἰσοδήματα τῶν ξένων ἐπαρχιῶν [= της αρχιεπισκοπικής και της κιτιακής] καί ἐπόμπευον ἐθνικῶς καί ἐβεβήλουν ἐν τοῖς ἱεροῖς καί ἐμόλυνον τόν Ναόν τοῦ Κυρίου κατά τό εἰρημένον παίζοντες ἀνόσιοι καί βέβηλοι ἐν τοῖς οὐ παικτοῖς καί χλευάζοντες καί κωμωδοῦντες τά ἱερά...

 

Ιδιαίτερα προς τον Πάφου Ιωακείμ, ο εξόριστος αρχιεπίσκοπος Σίλβεστρος έγραψε επανειλημμένα, συμβουλεύοντάς τον, μάταια όμως. Τελικά η εξορία του αρχιεπισκόπου και του Κιτίου Ιωαννικίου διεκόπη και οι δυο ιεράρχες κατόρθωσαν να επιστρέψουν στην Κύπρο και ν' αναλάβουν ξανά τα καθήκοντά τους την ημέρα των Χριστουγέννων του 1730 (Κώδικας Α' Κιτίου, σ. 13). Οι δυο λαθραίοι επιβάτες των θρόνων τους, Νικηφόρος και Ιωακείμ, καθαιρέθηκαν λίγο αργότερα από το οικουμενικό πατριαρχείο που τους θεώρησε ὠ σάν ἐπιβάτας καί μοιχούς ξένων ἐπαρχιῶν, ὠ σάν ἐπιβούλους καί προδότας καί ἀχαρίστους καί φατριαστάς καί καταφρονητάς καί παραβάτας τῶν θείων νόμων καί ἱερῶν κανόνων, ὠ σάν ἱεροσύλους καί κλέπτας καί ἀφανιστάς τοσούτων ἐκκλησιῶν καί ἐκκλησιαστικῶν εἰσοδημάτων καί ἀφιερωμάτων... (Ἔγγραφα Πατριαρχικά ...σ. 576).

 

Παρά τις τρομερές κατ' αυτών κατηγορίες, ο Ιωακείμ και ο Νικηφόρος συγχωρέθηκαν ύστερα από απολογία τους και αίτηση συγγνώμης, διατήρησαν δε τους θρόνους τους.

 

Φαίνεται όμως ότι στη συνέχεια κάποια καινούργια παρανομία διέπραξε ο Ιωακείμ με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί οριστικά πλέον από τον θρόνο Πάφου. Ως «πρώην επίσκοπον Πάφου» τον συνάντησε και τον αναφέρει ο Ρώσος μοναχός και περιηγητής Βασίλι Μπάρσκυ, που φιλοξενήθηκε από τον Ιωακείμ το 1735 στο μικρό μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Φιλούσης (Κελοκεδάρων), στο οποίο φαίνεται ότι είχε πλέον αποσυρθεί. Ο Μπάρσκυ αναφέρει ότι ο Ιωακείμ είχε απολυθεί για «κάποιο σφάλμα του».

 

Ιωακείμ Γ': Επίσκοπος Πάφου μεταξύ του 1738 και του 1760/61. Αναφέρεται σε έγγραφο του μοναστηριού του Τιμίου Σταυρού Ομόδους, με το οποίο βεβαιώνει για τη γνησιότητα της κάρας του αποστόλου Φιλίππου. Στο έγγραφο υπάρχει και σφραγίδα του με εικόνα του Προδρόμου να κρατεί τον σταυρό, και κυκλική επιγραφή: ΙΩΑΚΕΙΜ ΧΑΡΙΤΙ ΧΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ΚΑΙ ΑΡΣΙΝΟΗΣ.

 

Από άλλες γραπτές μαρτυρίες, αναφέρονται διάφορα έργα που ο επίσκοπος Ιωακείμ έκαμε, όπως η εκ βάθρων ανακαίνιση του μοναστηριού του Αγίου Σάββα Κάρωνος και της εκκλησίας του Τιμίου και Ζωηφόρου Σταυρού της Μίθθας, το κτίσιμο μεγάλης δεξαμενής στο μοναστήρι του Αγίου Σάββα κλπ. Η υπογραφή του, καθώς και σφραγίδα του στην τουρκική, βρίσκεται και σε επιστολή της ιεράς συνόδου της Εκκλησίας της Κύπρου προς το μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας (στο Άγιον Όρος). Με την επιστολή (Νοέμβριος του 1757) ζητούσε όπως το μοναστήρι επιτρέψει τη μεταφορά στην Κύπρο της τιμίας κάρας του αγίου Μιχαήλ Συνάδων, προς υποβοήθηση του αγώνα για εξολόθρευση των ακρίδων.

 

Επίσης ο Πάφου Ιωακείμ υπογράφει το 1759 μαζί με τους επισκόπους Κιτίου Μακάριο και Κυρηνείας Νικηφόρο, αναφορά προς το οικουμενικό πατριαρχείο υπέρ της παραμονής του αρχιεπισκόπου Κύπρου Φιλοθέου, ο οποίος διά τε τό ἥσυχον καί διά τό ἀδυνάτως ἔχειν κατά τό σῶμα, δίς καί τρίς παραιτηθῆναι ἐζήτησε, πλήν ἡμεῖς ἐβιάσαμεν κατέχειν τήν ποιμαντικήν βακτηρίαν...

 

Τέλος, η υπογραφή του βρίσκεται και σε συνοδικό σιγιλλιώδες γράμμα πάνω σε μεμβράνη, του Αυγούστου του 1760, μαζί με τις υπογραφές του αρχιεπισκόπου Κύπρου Παϊσίου και των άλλων δυο επισκόπων της Κύπρου. Το γράμμα εδόθη στο μοναστήρι του Κύκκου από το οικουμενικό πατριαρχείο και προσυπεγράφη από τους Κυπρίους ιεράρχες.

 

Το 1753 ο τότε αρχιεπίσκοπος Κύπρου Νικηφόρος (που ζητούσε συνεχώς, όπως αναφέρεται πιο πάνω, να παραιτηθεί για λόγους υγείας), αναγκάστηκε να ηγηθεί αρχιερατικής αποστολής στην Κωνσταντινούπολη με αίτημα την ελάττωση της βαρύτατης φορολογίας των Κυπρίων. Της αποστολής μετείχαν και οι επίσκοποι Πάφου Ιωακείμ, Κιτίου Μακάριος και Κυρηνείας Νικηφόρος.  Όμως ο άρρωστος αρχιεπίσκοπος αναγκάστηκε να διακόψει το ταξίδι στη Βηρυτό. Στην Κωνσταντινούπολη έφθασαν μόνο οι τρεις επίσκοποι. Εκεί όμως, όταν άρχισαν τις σχετικές ενέργειές τους, θεωρήθηκαν από τον σουλτάνο αντάρτες. Υποκινητές τους θεωρήθηκαν ο πατριάρχης Κύριλλος Ε' (που ο σουλτάνος διέταξε την παύση του) και ο μεγάλος δραγομάνος της Υψηλής Πύλης Ιωάννης Καλημέρης (που ο σουλτάνος διέταξε τον εκτοπισμό του στην Τένεδο). Αργότερα όμως οι αποφάσεις αυτές ακυρώθηκαν επειδή επείσθη τελικά ο μεγάλος βεζίρης να έλθει σε συμβιβασμό, με τον οποίο καθοριζόταν επακριβές ποσόν ετησίου φόρου της Κύπρου (δόσιμον 10.000 χαρτιά καί 66 ἀπό 29 1/2 κατ' ἔτος διά μαχαέττιν καί δή νεζοῦλι καί διά χαράτσι, κατά τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό) που επικυρώθηκε και με σουλτανικό θέσπισμα.

 

Επιπρόσθετα, οι τρεις Κύπριοι επίσκοποι και, φυσικά, και ο αρχιεπίσκοπος, πέτυχαν κι αναγνωρίστηκαν με αυτοκρατορικό φερμάνι ως τοῦ Ραγιᾶ τῆς νήσου Κοτζαπάσηδες, δηλαδή αναγνωρίστηκαν επίσημα ως εκπρόσωποι των Ελλήνων της Κύπρου. Πήραν δε και το δικαίωμα της απ’ ευθείας προσφυγής στην Υψηλή Πύλη και καταγγελίας τυχόν υπερβασιών των τοπικών αρχών της Κύπρου. Η επιτυχία αυτή, ήταν ιδιαίτερα σημαντική και κατέστησε, από το 1754 και εξής, ισχυρούς τους Κυπρίους ιεράρχες.