Είδος μανιταριών που φυτρώνουν πάνω στους κορμούς και τα κλαδιά διαφόρων δέντρων και είναι γνωστά ως ίσκες, όπως η ίσκα της χαρουπιάς, της αθασ'ιάς, της πουρνελιάς κ.α. Επιστ. ονομασία: Fomes igniarius. Οικ. Polyporaceae - Basidiomycetes. Μοιάζουν περισσότερο με μαλακό φλοιό των δέντρων παρά με μανιτάρια, αν και έχουν το ίδιο σχήμα. Το μέγεθός τους φθάνει μέχρι το μέγεθος ενός πορτοκαλιού, το δε χρώμα τους είναι γκριζοκαφέ. Δεν τρώγονται.
Βλέπε λήμμα: Τερατσιά
Την ίσκαν, κυρίως της χαρουπιάς, τη χρησιμοποιούσαν παλαιότερα, ύστερα από ειδική κατεργασία (την έκαιγαν μ' ένα κάρβουνο στην επιφάνεια), μαζί με τον πυρκόλον και την αθκιακόπετραν οι καπνιστές για να ανάβουν το τσιγάρο τους και να εξοικονομούν σπίρτα. Τότε οι καπνιστές αντί να ζητούν από κάποιον τα σπίρτα του, ζητούσαν τα πυρκολικά του: αυτά αποτελούνταν από τον πυρκόλον, μικρό κομμάτι ατσαλιού ειδικά κατεργασμένο από επιδέξιο κωμοδρόμο σε σχήμα και μέγεθος ανθρώπινου αυτιού, από την ίσκαν, και από το αθκιάτζ'ιν, αιχμηρό κομμάτι αθκιακόπετρας (πυριτόλιθου). Για να ανάψουν τη φωτιά, κρατούσαν με το ένα χέρι την ίσκαν και το αθκιάτζ'ιν, και με το άλλο τον πυρκόλον με τον οποίο κτυπούσαν το αθκιάτζ'ιν. Από το κτύπημα δημιουργούνταν αζίνες (σπινθήρες) που πετιούνταν πάνω στην ίσκαν, της οποίας η επιφάνεια άναβε αμέσως σαν κάρβουνο, και απ' αυτήν άναβαν το τσιγάρο τους.
Βλέπε λήμμα: Πυρκολικά
Τα πυρκολικά φυλάσσονταν στο βουρκίν, μικρό δερμάτινο σακκίδιο που συνήθως ήταν γναφτόν δέρμα όρχεων τράγου, ετοποθετείτο δε μέσα στην πούγκαν του ζιμπουνιού ή τυλιγόταν στην ζώστραν της βράκας.