Ανώτερη θεότητα της αρχαίας Αιγύπτου, μια από τις πιο σημαντικές, σύζυγος του Όσιρι με τον οποίο κι απέκτησε τον Ώρο. Το όνομά της θεωρείται ότι είναι ελληνικό, από το ἴεσθαι (κίνηση) ή το εἰδέναι (επιστήμη, σοφία). Κατά τον Πλούταρχο (Περί Ἴσιδος καί Ὀσίριδος), το όνομά της είναι ελληνικό και η ίδια ήταν κόρη του Ερμή (ή του Προμηθέα). Σύμφωνα προς την αρχαία αιγυπτιακή παράδοση, η Ίσις γεννήθηκε την τέταρτη εμβόλιμη μέρα του αιγυπτιακού ημερολογίου (οι εμβόλιμες μέρες ήταν εκείνες του αιγυπτιακού ημερολογίου κατά τις οποίες γιορτάζονταν τα γενέθλια των θεών). Η θεά παντρεύτηκε τον Όσιρι (ο γάμος τους έγινε πριν ακόμη γεννηθούν) και μαζί απέκτησαν τον Ώρο που ταυτίζεται με τον ελληνικό Απόλλωνα. Επίσης στις αιγυπτιακές παραδόσεις ο Όσιρις ταυτιζόταν με τον Νείλο και η Ίσις με τη Γη που ποτίζεται από τα νερά του και γονιμοποιείται. Άλλη αιγυπτιακή παράδοση ταυτίζει την Ίσιδα με τη Σελήνη (μάλιστα παραστάσεις της θεάς έφεραν κέρατα στο ελλειπτικό σχήμα της σελήνης). Η θεά αποκαλείτο και Μουθ, που σήμαινε «Μητέρα», καθώς και Άθυρ, που σήμαινε «Εγκόσμια κατοικία του Ώρου», και Μεθύερ, ονομασία σύνθετη από δυο λέξεις που σήμαιναν η πρώτη «Το Πλήρες» και η δεύτερη «Το Αίτιον». Σύμφωνα προς νεότερη άποψη, η ονομασία Μεθύερ σήμαινε «Μεγάλη Πλημμυρίδα», πράγμα που αποδίδει την ιδιότητα της Ίσιδος ως «θεότητας των πρωταρχικών ουρανίων υδάτων και μητέρας της γένεσης των ζώντων όντων».
Εκτός από ανώτερη θεότητα της Αιγύπτου η Ίσις κατέστη, ιδίως κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, και μια από τις πιο σημαντικές θεότητες του μεσογειακού κόσμου. Στον Πειραιά η λατρεία της καθιερώθηκε από Αιγύπτιους που εγκαταστάθηκαν εκεί κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα. Αρχικά η λατρεία της Ίσιδος είχε νεκρικό και πένθιμο χαρακτήρα αλλά αργότερα λατρεύτηκε ως θεότητα των καραβιών και των ταξιδιών. Στη Ρώμη η λατρεία της πήρε ενθουσιώδη χαρακτήρα, κι απ' εκεί διαδόθηκε στη Γαλατία, στην Ισπανία, αλλά και βόρεια, μέχρι τον Δούναβη ποταμό. Φυσικά η θεά λατρεύτηκε και στην αρχαία Κύπρο, ιδίως κατά την Ελληνιστική εποχή.