ΣΤΗ ΞΩΘΥΡΑ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΚΤΥΠΑ...
Στή ξώθυρα ἄγνωστος χτυπᾶ, μά δίνω προσταγή
Νά ποῦν μέ στεγνό μίλημα πώς ἀπ' τό σπίτι λείπω,
Φέβγει κι ἀνήσυχο αἴσθημα μέ καταπλημμυρεῖ.
Χτυπάει ἡ καρδιά ἀλλεπάλληλα μ' ἕνα τόν ἴδιο χτύπο.
Μ' ἄν δάκρυσε, εἴτε γέλασε κι ἄν μέσ' στή συλλογή
Βυθίστηκε μέ δισταγμό κουνώντας τό κεφάλι,
Τό χέρι ἄν ἀνασήκωσε σέ μιά ἀπειλή, εἴτε ὀργή,
Ποιός θά τό πεῖ κι ἀπ' τή σκληρή τήν ἔγνοια θά μέ βγάλει;
Θά μοῦλεγε λόγια γλυκά, πικρά, προστακτικά,
Μέ χάδιο, παρακάλημα, χαμόγελο, εἴτε πόνο,
Φαρμάκι θλίψη θἄμπαζε στό αἷμα μου, εἴτε τή χαρά.
Π ῶς μιά φουλιά μέ τά πουλιά σ' ἕνα πού τρέμει κλῶνο;
Γιά τά παλιά, τό σήμερα, θάλεε, τά μελλοντικά,
Γιά ὅσα σβῆσαν, σβήνουνε, θά σβήσουν, τά μοιραῖα,
Μέ μάτια θά τόν κοίταζα ἀδιάφορα, εἴτε ἐκστατικά
Καί θά μποροῦσα νἄλεα «ἐς αὔριον τά σπουδαῖα»;
Κύκλοι τά συναιστήματα θἅπλωναν γύρω ἀπ' τήν καρδιά.
Στήν πτώση πέτρας κύματα σέ μιά νερογαλήνη,
Σκέψη καί φαντασία μαζί θἄνοιγαν διάχυτα φτερά,
Στό αἷμα θ' ἀνάβλυζε ἔξαλλη σαγίττα, θερμοκρήνη;
Κι ἄν ἦταν νά μᾶς ἔστελνε μήνυμα ἕνας νεκρός.
Πώς θά περνοῦσε νά μάς δεῖ τήν τάδε ἡμέρα κι ὥρα!
Και στό μαγγανοπήγαδο τῆς θλίψης μου γυρνῶ βουβός,
Μέ κλειστά μάτια ψάχνοντας νά βρῶ ποῦ νἆνε τώρα;...
Αντώνης Ιντιάνος