Τίτλος ανώτατου στρατιωτικού αξιωματούχου, που απαντάται στην Κύπρο κατά την Αρχαιότητα, και συγκεκριμένα κατά την Ελληνιστική περίοδο. Ο ιππάρχης ήταν, κατά πάσαν πιθανότητα, ο αρχηγός στρατιωτικού σώματος ιππέων, που στάθμευε στην Κύπρο. Παράλληλα, ο στρατιωτικός αξιωματούχος που έφερε, κατά την ίδια περίοδο, τον τίτλο του ηγεμόνος ήταν, ίσως, ο αρχηγός του πεζικού.
Από επιγραφή που βρέθηκε στο Κίτιον, μας είναι γνωστό το όνομα του Μελαγκομά, γιου του Φιλοδάμωνος, Αιτωλού, που γύρω στα 222/1π.Χ. υπηρέτησε ως ἐπί τῆς πόλεως [= πιθανότατα του Κιτίου] ἡγεμών καί ἱππάρχης ἐπ’ ἀνδρῶν καί ἱερεύς θεῶν Εὐεργετῶν.
Βλέπε λήμμα: Κίτιον
Ο Μελαγκομάς αυτός έφερε ταυτόχρονα τους τίτλους του ηγεμόνος και του ιππάρχου, οπότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι ήταν διοικητής τόσο των πεζικών όσο και των ιππικών στρατευμάτων που στάθμευαν στην περιοχή της πόλης του Κιτίου. Ήταν επίσης ιερέας των θεοποιημένων Πτολεμαίων της εποχής του.
Βλέπε λήμμα: Ελληνιστική εποχή- Αισχρές πράξεις αλλά και θεοποιήσεις Πτολεμαίων
Σε άλλη επιγραφή γίνεται λόγος για στρατιωτικό αξιωματούχο, ἱππέων καί εὐωνύμων ἐπιστάτην [= επιθεωρητή] καί διδάσκαλον [= εκπαιδευτή] τοῦ βασιλέως τῶν τακτικῶν.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια